Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ

ΦΟΙΤΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ Ναυσικάς Αλειφέρη ΓΙΑ ΤΟ ΕΑΠ, ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2014

Ο ρόλος του βυζαντινού στρατού
ως πολιτειακού και πολιτικού παράγοντα
O θεσμός των θεμάτων από τον 8ο
μέχρι τα μέσα του 11ου αιώνα


ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία στη χιλιόχρονη ιστορία της, λόγω της γεωγραφικής θέσης και της έκτασής της, δεχόταν από γειτονικά κράτη ή φυλές πολλές επιθέσεις, τις οποίες αντιμετώπιζε είτε με τη διπλωματία είτε με τον ισχυρό στρατό της. Κύριο μέλημα των αυτοκρατόρων ήταν η διαφύλαξη των εδαφών της μεγάλης αυτοκρατορίας και η προστασία της πρωτεύουσας, της Κωνσταντινούπολης –ο μύθος σχετικά με τα πλούτη της προσέλκυε ξένους στρατούς ώστε οι μελετητές να μιλάνε για  «στρατικοποίηση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας».[1]
 
         Η βυζαντινή ιστορία διαιρείται σε τρεις περιόδους: Πρωτοβυζαντινή (324 έως μέσα 7ου αιώνα), Μεσοβυζαντινή (μέσα 7ου αιώνα έως 1204) και Υστεροβυζαντινή (1204 έως 1453).[2]
Κατά την Πρωτοβυζαντινή περίοδο έληξε ο βυζαντινοπερσικός πόλεμος και ξεκίνησε ο "ιερός" πολυετής πόλεμος των ισλαμιστών Αράβων εναντίον των χριστιανών Βυζαντινών.
            Στο μέσα της Μεσοβυζαντινής περιόδου οι Βυζαντινοί νίκησαν τους Άραβες, κατέλυσαν το πρώτο βουλγαρικό κράτος και συνθηκολόγησαν με τους Ρώσους. Ακολούθησε περίοδος σταθερότητας και οικονομική ανάπτυξης. Προς το τέλος της περιόδου στα σύνορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας εμφανίστηκαν νέοι εχθροί, όπως: οι Σελτζούκοι, και οι Οθωμανοί Τούρκοι.
Σημείο έναρξης της Υστεροβυζαντινής περιόδου αποτελεί η κατάληψη της  Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους το 1204. Οι Παλαιολόγοι ανακατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη το 1261. Η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1453 από τους Οθωμανούς Τούρκους  σηματοδοτεί το τέλος της περιόδου.[3]
Στην πρώτη ενότητα θα εξετάσουμε τον ρόλο του στρατού, του οποίου καθήκον είναι η υπεράσπιση του πάτριου εδάφους, όμως στη βυζαντινή ιστορία αρκετές φορές εμφανίζεται και ως ρυθμιστής των εσωτερικών κρίσεων που ταλάνιζαν την αυτοκρατορία.
            Στη δεύτερη ενότητα θα εξετάσουμε τους λόγους που διαμόρφωσαν τον θεσμό των θεμάτων, τη λειτουργία του και τα αίτια που οδήγησαν στην παρακμή του.


Ο ρόλος του βυζαντινού στρατού ως πολιτειακού και πολιτικού παράγοντα
Ο βυζαντινός μονάρχης που θεωρείτο ο «τοποτηρητής του Θεού», συγχρόνως ήταν ο αρχηγός (imperator) των στρατιωτικών δυνάμεων, συμμετείχε ως επικεφαλής στις εκστρατείες και γι αυτό έπρεπε να διαθέτει φυσική αρτιμέλεια. Με την πάροδο του χρόνου καθιερώθηκε ο τίτλος αυτοκράτορας που δήλωνε την απόλυτη εξουσία. Το πρότυπο του ειρηνοποιού, φιλάνθρωπου αυτοκράτορα της Πρωτοβυζαντινής περιόδου προβαλλόταν σε νομίσματα, στα οποία ο αυτοκράτορας απεικονίζεται να κρατά σφαίρα. Σε νομίσματα όμως, της Μεσοβυζαντινής περιόδου –καθώς στις αρετές του αυτοκράτορα προστέθηκε η πολεμική ανδρεία ο αυτοκράτορας απεικονίζεται με στρατιωτική στολή κρατώντας λάβαρο και σπαθί.[4]
Kατά την Πρωτοβυζαντινή περίοδο, ο πολιτειακός και πολιτικός ρόλος του στρατού ήταν ουσιαστικός καθώς μαζί με τη Σύγκλητο και τον λαό της πρωτεύουσας ήταν οι εκλέκτορες του αυτοκράτορα. Η απολυταρχική εξουσία του αυτοκράτορα ελεγχόταν και περιοριζόταν από τους τρεις πολιτικούς παράγοντες. Ο στρατός συμμετείχε στις τελετές αναγόρευσης και στέψης.  Τα στρατιωτικά σύμβολα το χρυσό μανιάκιον, η χλαμύδα και τα κόκκινα πέδιλα δωρίζονταν στον αυτοκράτορα· στη συνέχεια ο στρατός ανέβαζε τον αυτοκράτορα σε ασπίδα και τον αναγόρευε σε "αύγουστο".[5]
Ο στρατός αρκετές φορές παρενέβαινε στις πολιτικές εξελίξεις είτε ανατρέποντας τον εκλεγμένο αυτοκράτορα είτε αναθέτοντας, σε κρίσιμες στιγμές, την εξουσία σε άτομο της επιλογής του. Για παράδειγμα, ο Ιωάννης Τζιμισκής, μετά τη δολοφονία του Νικηφόρου Φωκά, ανέλαβε με στρατιωτικό κίνημα τον αυτοκρατορικό θρόνο· ενώ ο Λέων V, μπροστά στην απειλή που δεχόταν η Βασιλεύουσα από τα στρατεύματα του βούλγαρου Κρούμου και στην αναποφασιστικότητα του αυτοκράτορα Μιχαήλ Α΄, αποδέχθηκε την  απόφαση του στρατού και στέφθηκε αυτοκράτορας.[6]
Ο ρόλος του στρατού στη βυζαντινή ιστορία παρουσιάζει διαφοροποιήσεις. Ο αυτοκράτορας, ως αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων, φρόντιζε να έχει την εύνοια του στρατού· με αποτέλεσμα ο στρατός να έχει τον πρώτο λόγο στην εκλογή του αυτοκράτορα. Άλλωστε, ο στρατός ήταν φυτώριο φιλόδοξων στρατιωτικών και αρκετοί εξ αυτών κατάφεραν να αναρριχηθούν στην ύπατη εξουσία. Οι ανταπαιτητές είτε είχαν την έγκριση του στρατού όπως ο Ηράκλειος είτε τη βοήθεια των δήμων (λαός) όπως ο Υπάτιος και ο εκατόνταρχος Φωκάς είτε την πολιτική στήριξη της Συγκλήτου όπως ο Λέων Ι, ο Ζήνων, Ιουστίνος Α΄, Τιβέριος και ο Μαυρίκιος.[7]
Όμως, από τον 5ο αιώνα καθώς η Σύγκλητος –το ανώτατο πολιτικό όργανο του κράτους– ισχυροποιήθηκε και αφαίρεσε σταδιακά από τον στρατό το προνόμιο της εκλογής του αυτοκράτορα, ο στρατός συμμετείχε τυπικά και συμβολικά στις τελετές αναγόρευσης και στέψης. Επιπλέον, από τον 6ο αιώνα, καθώς διαμορφωνόταν η αρχή της κληρονομικής διαδοχής ο πολιτικός ρόλος και των τριών εκλεκτόρων μειώθηκε. Ο αυτοκράτορας Ιουστίνος Α, φερ’ ειπείν, τρεις μέρες πριν το θάνατό του, είχε αναγορεύσει τον ανιψιό του Ιουστιανιανό Α΄ συναυτοκράτορα, ο οποίος στη συνέχεια έγινε αυτοκράτορας.[8]
Το επάγγελμα του στρατιωτικού ήταν κληρονομικό και οι στρατιώτες πληρώνονταν με γαίες. Από τον 9ο αιώνα με τις ενδογαμίες δημιουργήθηκαν επαρχιακές στρατιωτικές οικογένειες με μεγάλη γαιοκτησία και πλούτο, όπως οι Φωκάδες, οι Σκληροί, οι Δούκες, οι Δαλασσηνοί (τα επώνυμα στρατιωτικών οικογενειών καθιέρωσαν τη χρήση οικογενειακών ονομάτων)[9], οι οποίες καταλάμβαναν υψηλά στρατιωτικά αξιώματα και ανήκαν στην τάξη των δυνατών. Οι μεγάλες στρατιωτικές οικογένειες συγκροτούσαν τη στρατιωτική αριστοκρατία.[10]
Από τον 10ο αιώνα και έως το μισό του 11ου, οι αυτοκράτορες για να ανακόψουν τις επεκτατικές τάσεις της στρατιωτικής αριστοκρατίας –προς όφελος της νέας αστικής τάξης (αποτελείτο από βιοτέχνες, έμπορους, διανοούμενους αλλά και αστούς αξιωματικούς), που ήταν αποτέλεσμα της οικονομικής ανάπτυξης– έλαβαν διάφορα μέτρα, όπως: κατακερματισμός των θεμάτων (τα οποία ελέγχονταν στρατιωτικά και πολιτικά από τους στρατηγούς), αφαίρεση κτημάτων από τις μεγάλες στρατιωτικές οικογένειες, ανάθεση υψηλών στρατιωτικών θέσεων σε ξένους· οι δε στρατιώτες αποκλείστηκαν από τα πολιτικά αξιώματα και υποχρεώθηκαν να καταβάλουν δημόσιους φόρους. Παρ’ όλα αυτά η αντίδραση του στρατιωτικού κατεστημένου, κατάφερε να εμποδίσει την αναδιάρθρωση των δομών της βυζαντινής κοινωνίας, κάτι που μαρτυρά ότι ο στρατός, ως πολιτικός παράγοντας, εξακολουθούσε να επηρεάζει τις εξελίξεις. Άλλωστε, από το β΄ μισό του 11ου αιώνα, που ανέλαβαν την εξουσία οι Κομνηνοί ως γόνοι μεγάλων επαρχιακών στρατιωτικών οικογενειών, με τα μέτρα που έλαβαν, ενδυνάμωσαν τη θέση των παραδοσιακών στρατιωτικών αριστοκρατών. [11]
Κατά την Υστεροβυζαντινή περίοδο, η επιρροή και η συμβολή του βυζαντινού στρατού ήταν πια παρελθόν, με επακόλουθο την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς Τούρκους. 


Ο θεσμός των θεμάτων από τον 8ο μέχρι τα μέσα του 11ου αιώνα
 Στις αρχές της Μεσοβυζαντινής περιόδου, η εντατική στρατικοποίηση του βυζαντινού κράτους –για να αντιμετωπιστούν οι επιδρομές των Αράβων στα ανατολικά και των Βουλγάρων στα δυτικά– διαμόρφωσε τη διοικητική οργάνωση της περιφέρειας. Η βυζαντινή επικράτεια χωρίστηκε σε διοικητικές περιφέρειες, τα θέματα, που είχαν μικρότερη έκταση από τα εξαρχάτα, που είχε ιδρύσει ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος τον 7ο αιώνα στην Αφρική και στη Ραβέννα της Iταλίας, τα οποία θεωρούνται πρόδρομοι των θεμάτων.[12]
Ο θεσμός του πολυδάπανου μισθοφορικού στρατού εγκαταλείφθηκε. Κάθε στρατιωτική μονάδα, που επίσης λεγόταν θέμα, ανέλαβε μία περιφέρεια. Το στρατιωτικό σώμα επανδρώθηκε από στρατολογημένους ντόπιους αγρότες και από μόνιμους μισθοφόρους στρατιώτες. Η περιφέρεια, η οποία με την πάροδο του χρόνου πήρε το όνομα της στρατιωτικής μονάδας, ανέλαβε τη συντήρηση του στρατού. Τη διοίκηση της μονάδας ανέλαβε ο στρατηγός, που εκτός από  στρατιωτική εξουσία ασκούσε –λόγω των έκτακτων και κρίσιμων καταστάσεων– και πολιτική εξουσία στην περιφέρεια, υποσκελίζοντας την πολιτική ηγεσία.[13] Παράλληλα με τα χερσαία θέματα, συγκροτήθηκε και θεματικός στόλος που κάλυπτε τις ανάγκες του Αιγαίου Πελάγους.[14]
Καθώς οι Άραβες με έδρα το χαλιφάτο της Δαμασκού έκαναν πολύ συχνές επιδρομές στα ανατολικά εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μεγαλύτερη στρατηγική σημασία είχαν τα "ανατολικά" θέματα, των οποίων οι στρατηγοί πληρώνονταν από το κρατικό ταμείο ενώ οι "δυτικοί" από την έκτακτη φορολόγηση των κατοίκων της περιφέρειας.[15]
Η ενίσχυση των ακριτικών περιοχών της Μικράς Ασίας με τους συνοριακούς φύλακες, με σκοπό τη δημιουργία ζώνης ανάσχεσης, θεωρήθηκε αναγκαία. Οι συνοριοφύλακες –οι λεγόμενοι ακρίτες που εκτός από τα πάτρια εδάφη, προστάτευαν και τις γαίες που τους είχε παραχωρήσει το βυζαντινό κράτος– επόπτευαν τις συνοριογραμμές και σε περίπτωση επίθεσης ειδοποιούσαν μέσω των φρυκτωριών[16], τον μόνιμο στρατό του θέματος. Ο θεσμός των θεμάτων, η ακριτική άμυνα και η αντεπίθεση των Βυζαντινών εναντίον των Αράβων, συνέβαλαν στην αναχαίτιση της αραβικής προέλασης στη Μικρά Ασία και κατ’ επέκταση στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο.[17]
Πολλοί στρατηγοί των θεμάτων απέκτησαν δύναμη, όπως, ο στρατηγός των Ανατολικών, Λέων V, που στέφθηκε αυτοκράτορας τον 9ο αιώνα.[18] Οι επιτυχίες του θεματικού στρατού που αύξησαν το κύρος της επαρχιακής στρατιωτικής αριστοκρατίας, σε συνδυασμό με τη μεγάλη επιρροή των στρατηγών στις περιφέρειες διοίκησής τους, είχαν ως επακόλουθο την εκδήλωση "στάσεων" –υποκινούμενων από στρατηγούς, που εκμεταλλεύονταν και την αφοσίωση των στρατευμάτων τους– κατά της κεντρικής εξουσίας.[19]
Η αυτοκρατορία από τα μέσα του 10ου αιώνα για να βελτιώσει την άμυνα διαίρεσε τα υπάρχοντα περιφερειακά-θέματα.[20] Εξάλλου, ο κατακερματισμός  ήταν ένα από τα μέτρα που έλαβαν οι αυτοκράτορες για να καταστρέψουν τους θύλακες των στρατηγών.
Η φρούρηση κάστρων και πόλεων ανατέθηκε σε εκλεκτούς του αυτοκράτορα, τους ονομαζόμενους δούκες ή κατεπάνω, ενώ στον στρατηγό ανατέθηκε η διοίκηση μιας μικρής πλέον περιφέρειας με ανάλογη στρατιωτική δύναμη. Παράλληλα οι κριτές, και άλλοι διοικητικοί υπάλληλοι ανέλαβαν τη δικαστική-οικονομική διοίκηση των θεμάτων, εκμηδενίζοντας έτσι την πολιτική εξουσία των στρατηγών. Το αξίωμα του στρατηγού απαξιώθηκε και η διοίκηση των θεματικών στρατευμάτων επανήλθε στην κεντρική εξουσία. Ο θεσμός των θεμάτων έχασε τον στρατιωτικό του χαρακτήρα και διατήρησε μόνο τον γεωγραφικό-διοικητικό.[21]  
Τον 11ο αιώνα η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεχόταν επιθέσεις στα ανατολικά από τους εμπειροπόλεμους Σελτζούκους και στα δυτικά από τους εξαίρετους ιπποτοξότες Πατζινάκες[22]. Οι βυζαντινοί αυτοκράτορες, καθώς ο θεματικός θεσμός είχε εγκαταλειφθεί, αναδιοργάνωσαν τον στρατό.  Μισθοφορικά τάγματα μόνιμων ντόπιων και ξένων στρατιωτών συγκροτούσαν τον στρατό, ο οποίος εκπαιδευόταν κατάλληλα για να ανταποκριθεί στις πολεμικές συνθήκες της εποχής.[23]


ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ο βυζαντινός στρατός αποτελούσε κληρονομιά της ρωμαϊκής στρατιωτικής οργάνωσης. Ο στρατός στη μακρά πορεία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ήταν εγγυητής της ακεραιότητας των εδαφών της και συγχρόνως πολιτειακός και πολιτικός παράγοντας στις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις.
Ο θεσμός των θεμάτων, ένα ιδιóρρυθμο σύστημα επαρχιακής διοίκησης, ήταν ο πυρήνας της βυζαντινής άμυνας στις αραβικές επιδρομές. Η συμβολή των θεμάτων στον αγώνα των Βυζαντινών κατά των Αράβων θεωρείται μεγάλη.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γάσπαρης Χ., Νικολούδης Ν. Πέννα Β., Ελληνική Ιστορία, τόμ. Β΄, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999.
Γλυκατζή-Αρβελέρ Ελένη, Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εκδ. ΨΥΧΟΓΙΟΣ, Αθήνα 2007.
Γρηγορίου-Ιωαννίδου Μάρθα, Παρακμή και πτώση του θεματικού στρατού. Συμβολή στην εξέλιξη της διοικητικής και της στρατιωτικής οργάνωσης του Βυζαντίου από τον 10ο αιώνα, εκδ. ΒΑΝΙΑΣ, Θεσσαλονίκη 2007.
ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΔΟΜΗ, τόμ. 23, εκδ. ΔΟΜΗ, Αθήνα 2005.
Μπαμπινιώτης Γ., Λεξικό νέας ελληνικής γλώσσας, εκδ. ΚΕΝΤΡΟ ΛΕΞΙΚΟΛΟΓΙΑΣ, Αθήνα 2002.
Οικονομίδης Νικόλαος, «Το νέο κράτος της μέσης βυζαντινής περιόδου», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Η΄: Βυζαντινός Ελληνισμός. Μεσοβυζαντινοί χρόνοι (642-1071), Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1979.
Χριστοφιλοπούλου Αικατερίνη, Το πολίτευμα και οι θεσμοί της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 324-1204, (ιδιωτ. εκδ.), Αθήνα 2004.





[1]. Γλυκατζή-Αρβελέρ Ελένη, Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εκδ. ΨΥΧΟΓΙΟΣ, Αθήνα 2007, σ. 42.
[2]. Γάσπαρης Χ., Νικολούδης Ν., Πέννα Β., Ελληνική Ιστορία, τόμ. Β΄, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σσ. 17-18.
[3]. Στο ίδιο, σσ.17-18.
[4]. Στο ίδιο, σσ. 34-35, 39, 48-50.
[5]. Στο ίδιο, σσ. 36-37.
[6]. Στο ίδιο, σσ. 38-39, 43.
[7]. Χριστοφιλοπούλου Αικατερίνη, Το πολίτευμα και οι θεσμοί της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 324-1204, (ιδιωτική εκδ.), Αθήνα 2004, σ. 47.
[8]. Γάσπαρης Χ., κ.ά. ό.π., σ. 37.
[9]. Γλυκατζή-Αρβελέρ Ελένη, ό.π., σ. 42.
[10]. Γάσπαρης Χ., κ.ά. ό.π., σσ. 84-85.
[11]. Στο ίδιο, σσ. 77, 85-87.
[12]. Στο ίδιο, σ. 105.
[13]. Γλυκατζή-Αρβελέρ Ελένη, ό.π., σσ. 42-43.
[14]. Γρηγορίου-Ιωαννίδου Μάρθα, Παρακμή και πτώση του θεματικού στρατού. Συμβολή στην εξέλιξη της διοικητικής και της στρατιωτικής οργάνωσης του Βυζαντίου από τον 10ο αιώνα, εκδ. ΒΑΝΙΑΣ, Θεσσαλονίκη 2007, σ. 45.
[15]. Οικονομίδης Νικόλαος, «Το νέο κράτος της μέσης βυζαντινής περιόδου», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Η΄: Βυζαντινός Ελληνισμος. Μεσοβυζαντινοί χρόνοι (642-1071), Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1979, σ. 169.
[16]. Φρυκτωρία: η μετάδοση σημάτων με πυρσούς σε μακρινές αποστάσεις. Μπαμπινιώτης Γ., Λεξικό νέας ελληνικής γλώσσας, εκδ. ΚΕΝΤΡΟ ΛΕΞΙΚΟΛΟΓΙΑΣ, Αθήνα 2002, σ. 1906.
[17]. Γάσπαρης Χ., κ.ά., ό.π., σσ. 104-105.
[18]. Στο ίδιο, σ. 43.
[19]. Γρηγορίου-Ιωαννίδου Μάρθα, ό.π., σσ. 34-35.
[20]. Στο ίδιο, σ. 50.
[21]. Στο ίδιο,  σσ. 105, 121.
[22]. Πατζινάκες ή Πετσενέγοι ή Σκύθες λαός τουρκικής καταγωγής ήταν εγκατεστημένοι στην περιοχή μεταξύ της Αζοφικής θάλασσας και της αριστερής όχθης του Δούναβη. ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΔΟΜΗ, τόμ. 23, εκδ. ΔΟΜΗ, Αθήνα 2005, σ. 731.
[23]. Γρηγορίου-Ιωαννίδου Μάρθα, ό.π., σ. 123.




ΦΟΙΤΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ Ν.Α. ΓΙΑ ΤΟ ΕΑΠ, ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2014

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου