Σάββατο 31 Ιανουαρίου 2015

Η ΜΙΚΡΗ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ, ΕΛΠ12

ΦΟΙΤΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ Ναυσικάς Αλειφέρη ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 'ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ-ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ' ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΑΝΟΙΧΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ
 (ΒΑΘΜΟΣ 9)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

O ιστορικός Δερτιλής αναφέρει ότι οι μορφωμένοι, οι λόγιοι, οι ισχυροί διαχρονικά και σε όλους τους πολιτισμούς σφυρηλατούν «τις συλλογικές ταυτότητες».[1] Οι αρχιτέκτονες επιχειρούν να αποδώσουν την ταυτότητα ενός έθνους, το πνεύμα της εποχής (ιδεολογικές απόψεις και προκαταλήψεις) μέσω τεχνοτροπιών και υλικών, υπακούοντας, και εξυπηρετώντας πολιτικές σκοπιμότητες.
Στην πρώτη ενότητα θα αναφέρουμε αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά της Μικρής Μητρόπολης και πως αυτά είχαν διαμορφωθεί στο Βυζάντιο του 12ου αιώνα μ.Χ.
Στη δεύτερη ενότητα θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε το πνευματικό κλίμα της Αθήνας και την αποτύπωσή του στην αρχιτεκτονική του 12ου αιώνα μ.Χ.
Στην τρίτη ενότητα θα μελετήσουμε τη Μεγάλη Μητρόπολη και το κλίμα της εποχής του 19ου αιώνα.
Στην τέταρτη ενότητα θα συγκρίνουμε τις δυο εκκλησίες και θα αναφερθούμε στο ρόλο τους στη σύγχρονη Αθήνα.


Η ΜΙΚΡΗ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

Η Παναγία Γοργοεπήκοος (εικ. 1)[2] -μία από τις σωζόμενες βυζαντινές εκκλησίες-[3] κατασκευάστηκε στην Αθήνα περί τα τέλη του 12ου αιώνα μ.Χ. Στα μετέπειτα χρόνια ο ναός  έγινε γνωστός ως Άγιος Ελευθέριος ή Μικρή Μητρόπολη.

Εικ. 1. Παναγία Γοργοεπήκοος ή Άγιος Ελευθέριος. Αθήνα

Ο αρχιτεκτονικός ρυθμός του ναού είναι σταυροειδής εγγεγραμμένος σε αθηναϊκό[4] τρούλο. Ο
τρούλος οικοδομήθηκε με πλινθοπερίκλειστο σύστημα· ενώ το υπόλοιπο κτίσμα κατασκευάστηκε από λευκό μάρμαρο. Κάτω από τη σκεπή, στο ύψος της ζωφόρου, υπάρχει ταινία από 90 εντοιχισμένες ανάγλυφες πλάκες διακοσμημένες με ελληνικές και ρωμαϊκές παραστάσεις -αρχιτεκτονικά μέλη προγενέστερων κατεστραμμένων κτηρίων. Το κάτω μέρος του ναού είναι χωρίς διακόσμηση.[5]
Οι πρωτοχριστιανικές εκκλησίες ήταν εξωτερικά λιτές ώστε να μην προκαλούν τις ρωμαϊκές αρχές. Κατά τα πρωτοβυζαντινά χρόνια η ναοδομία ανθεί  και δίνεται μεγαλύτερη σημασία στο εσωτερικό του ναού όπου συγκεντρώνονταν οι εκκλησιαζόμενοι και τελούνταν τα Μυστήρια.[6] Εν συνεχεία ο εσωτερικός διάκοσμος εμπλουτίζεται με οροφές επίχρυσες, χρυσά σκεύη, μαρμάρινους κίονες, ψηφιδωτά, κ.ά. Ο αρχιτεκτονικός ρυθμός που επικρατεί είναι ο κυκλικός ή οκταγωνικός περίκεντρος ναός, όπου στο μεσαίο κλίτος τοποθετείται ο τρούλος· σύμφωνα με αυτό το ρυθμό χτίστηκε η Αγία Σοφία  στην Κωνσταντινούπολη, τον 6ο αιώνα μ.Χ. επί αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Στα μεσοβυζαντινά χρόνια ο ρυθμός διαμορφώνεται στον σταυροειδή με εγγεγραμμένο τρούλο και η ναοδομία παρουσιάζει ανάπτυξη.[7]   
Στα πρώτα χρόνια της εμφάνισης του Χριστιανισμού, ο ελληνικός τρόπος ζωής είχε συνδεθεί με την ειδωλολατρία. Από τον δέκατο αιώνα, όμως, ο Χριστιανισμός έχει πια εδραιωθεί και οι λόγιοι (όπως ο Ψελλός, ο Αρέθας) μελετούν την αρχαία ελληνική Γραμματεία, η οποία διδάσκεται στις σχολές της Κωνσταντινούπολης. Μετά το Σχίσμα (1054) της χριστιανικής Εκκλησίας σε Ανατολική και Δυτική, οι ελληνόφωνοι ορθόδοξοι Βυζαντινοί, θέλοντας να διαφοροποιηθούν από τον δυτικό βάρβαρο κόσμο, τονίζουν την άμεση σύνδεσή τους με τους αρχαίους Έλληνες.[8] Οι αρχαιολάτρες αυτοκράτορες (Μακεδόνες και Κομνηνοί) και οι λόγιοι επανέφεραν τον ανθρωποκεντρισμό της Κλασικής παιδείας, ο οποίος συνδέθηκε με τα πανανθρώπινα μηνύματα του Χριστιανισμού (αλληλεγγύη, φιλανθρωπία, ισότητα), φιλοδοξώντας να δημιουργήσουν κράτος ομόδοξο, ομόγλωσσο και ομότροπο. Η ελληνική γλώσσα (lingua franca), βοήθησε στη διάδοση της ιδέας της οικουμενικότητας, την οποία προέτασσε το Βυζάντιο στους λατινόφωνους καθολικούς Ρωμαίους.[9]
Οι επεμβάσεις που γίνονταν στα βυζαντινά και στα μεταβυζαντινά οικοδομήματα, προκειμένου να αποδοθεί ο κλασικός τύπος, αφορούσαν τον ανάγλυφο διακοσμητικό διάκοσμο (γείσα, θυρώματα, τέμπλα καλυμμένα με φύλλα ακάνθου ή ανθέμια) και τα εικονογραφημένα δάπεδα.[10]


ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΛΙΜΑ ΚΑΙ Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΤΟΥ 12ΟΥ ΑΙΩΝΑ

Η στροφή του Βυζαντίου στην Αρχαιότητα, η οποία επηρέασε τη λογοτεχνία και την τέχνη, οδήγησε τους μεταγενέστερους μελετητές να μιλούν για ‘αναγεννήσεις’ του βυζαντινού πολιτισμού. Ωστόσο, ο Χ. Μπούρας, διατυπώνει επιφυλάξεις σχετικά με τις αναγεννησιακές αρχιτεκτονικές τάσεις· δεν είναι εξακριβωμένο, υποστηρίζει, ότι πρόκειται για τη συνέχιση και εξέλιξη -στην πάροδο των αιώνων- κλασικών προτύπων ή για την ανακάλυψη και εν συνεχεία επαναφορά τους στο προσκήνιο.[11]
Η μορφωμένη elite της Κωνσταντινούπολης, μελετούσε και ερμήνευε αντίγραφα αρχαίων χειρογράφων, αλλά καθώς δεν υπήρχαν σωζόμενα κλασικά οικοδομήματα δεν υπήρχε η δυνατότητα μελέτης και κατάκτησης σε βάθος της αρχαιοελληνικής αρχιτεκτονικής (χαρακτηριστικά της οποίας ήταν η λιτότητα, η αρμονία στις αναλογίες των μερών, η αυτονομία των αρχιτεκτονικών μελών).[12] Το αποτέλεσμα ήταν η ανέγερση μνημειωδών κτηρίων κατά τη βυζαντινή περίοδο σύμφωνα με τα πρότυπα της ύστατης Αρχαιότητας (ελληνιστικής και ρωμαϊκής). Αντιθέτως, στην Αθήνα, όπως και στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο είχαν διασωθεί ακέραια αρχαία οικοδομήματα (αρκετά είχαν καταστραφεί είτε από φυσικές καταστροφές είτε από το φανατισμό των Χριστιανών) τα οποία εν συνεχεία άλλαζαν χρήση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Παρθενώνας, που μετονομάστηκε σε «Παναγία Αθηνιώτισσα» και μετατράπηκε σε χριστιανικό ναό. Ενώ τα οικοδομικά υλικά κάποιων αρχαίων κτισμάτων επαναχρησιμοποιήθηκαν για την ανέγερση νέων, όπως στην περίπτωση της «Γοργοεπηκόου», που χτίστηκε πάνω στα ερείπια ναού αφιερωμένου στην Ειλειθυία[13]. Ο απόηχος των βυζαντινών ‘αναγεννήσεων’ έφτανε στην Αθήνα, τη γενέτειρα της Φιλοσοφίας, αλλά δεν υπήρχαν κοινωνικοί και πνευματικοί φορείς (οι φιλοσοφικές σχολές είχαν κλείσει επί Ιουστινιανού τον 6ο αιώνα μ.Χ.) ώστε όχι μόνο να μελετήσουν την αρχαία κλασική αρχιτεκτονική αλλά και να χρηματοδοτήσουν ανεγέρσεις σημαντικών κτηρίων.[14]
Παράλληλα με τις ‘αναγεννήσεις’ που εισάγονταν από το Βυζάντιο, αναπτυσσόταν στην Αθήνα αλλά και στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο η ‘ελλαδική’ σχολή (η οποία αξιολογήθηκε τον 20ό αιώνα) με αντιπροσωπευτικά δείγματα τη Μονή του Δαφνίου και του Όσιου Λουκά στη Φωκίδα. Κατά τον Μιχελή, χαρακτηριστικά στοιχεία της ‘ελλαδικής’ ναοδομίας ήταν η μικρότερη κλίμακα των κτισμάτων (ίσως και λόγω οικονομικής δυσπραγίας), οι λεπτότεροι κίονες, τα υπερυψωμένα τόξα και η τοποθέτηση τυμπάνου στον τρούλο.[15]

Η «βασιλίδα των πόλεων», στη μακραίωνη πορεία της αυτοκρατορίας, ήταν το κέντρο εξουσίας, πλούτου,  διανόησης. Οι Κομνηνοί, τον 12ο αιώνα, κατάφεραν με πολέμους να ανακτήσουν αυτοκρατορικά εδάφη, επιβαρύνοντας με ακόμη μεγαλύτερη φορολογία τους περιφερειακούς πληθυσμούς που οδηγούνταν σε μαρασμό και εξαθλίωση.[16] Η Αθήνα, άλλοτε ισχυρή πόλη-κράτος, ήταν αγροτικό οικονομικό κέντρο, τα οφέλη της οποίας απολάμβαναν οι κρατικοί λειτουργοί, οι δανειστές, οι τοκογλύφοι, οι ιερείς. Το κατώτερο κοινωνικό στρώμα, αντιμετώπιζε πρόβλημα επιβίωσης, και σύμφωνα με τον Χωνιάτη, χαρακτηριζόταν από αμάθεια.[17] Καθώς οι αποφάσεις παίρνονταν από ένα κέντρο εξουσίας συγκεντρωτικό μακρινό και απρόσιτο, οι πολίτες επέλυαν τα προβλήματά τους, με την καθοδήγηση ισχυρών τοπικών προσωπικοτήτων ή πνευματικών μορφών.[18]
Μεμονωμένες προσωπικότητες, όπως ο μητροπολίτης της Αθήνας Μιχαήλ Χωνιάτης (όπως και μητροπολίτες και επίσκοποι άλλων πόλεων) είχαν αναλάβει το καθήκον της αφύπνισης αλλά και της ηθικής ανάτασης των κατοίκων του ελλαδικού χώρου. Ο Χωνιάτης στις Κατηχήσεις προς το αθηναϊκό ποίμνιο εξέφραζε τη δυσαρέσκειά του για την εγκατάλειψη της πόλης αλλά και το προσωπικό του παράπονο γιατί βρισκόταν μακριά από την Κωνσταντινούπολη -εστία ζυμώσεων και διακίνησης ιδεών.[19] Οι αναφορές του μητροπολίτη στα ένδοξα κατορθώματα των αρχαίων προγόνων, η φράση του «οι πάλαι αττικισταί, νυν βαρβαρισταί»[20], οι παραινέσεις του για επιστροφή στο δρόμο του Θεού, μαρτυρούν ότι οι πνευματικοί άνθρωποι της εποχής θεωρούσαν απαραίτητη τη γνώση της κλασικής παιδείας, καθώς δέχονταν ως αυτονόητη τη συνέχεια του Ελληνισμού και τη χριστιανική θεολογική άποψη ως εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής σκέψης.


Η ΜΕΓΑΛΗ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

Η αποπεράτωση του -αφιερωμένου στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου- καθεδρικού ναού (εικ. 2)[21] της Αθήνας έγινε το 1862. Ο μνημειώδης ρυθμός του ναού κρίθηκε απαραίτητος αφενός για να εξυπηρετεί τον μεγάλο αριθμό των πιστών της πρωτεύουσας του νεοσυσταθέντος ελληνικού κράτους και αφετέρου για να αποδοθεί κύρος στην έδρα της Εκκλησίας της Ελλάδας. Η οικοδόμηση της Μητρόπολης έγινε πάνω στα ερείπια προγενέστερου ναού, που είχε κατασκευασθεί στην περίοδο της Τουρκοκρατίας. Στο ναό εφαρμόστηκαν στοιχεία κλασικών, βυζαντινών, γοτθικών ρυθμών, ενώ το ύφος του τρούλου και των κωδωνοστασίων  είναι -κατά τον Μπίρη- ατυχείς επεμβάσεις του Μπουλανζέ.[22]
Εικ. 2 Μητρόπολη Αθηνών

Η Ελλάδα προσπάθησε να γεφυρώσει πολιτισμικό χάσμα πέντε αιώνων με τη δυτική κουλτούρα και να κερδίσει ισάξια θέση μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών. Ο ορθολογισμός της Δύσης επέβαλλε την απομάκρυνση από τις ανατολικές δοξασίες και νοοτροπίες με αποτέλεσμα η ελληνική διανόηση να απορρίπτει μετά βδελυγμίας οποιαδήποτε σχέση με τη Ανατολή (συμπεριλαμβανομένου και του θεοκρατικού Βυζαντίου), η οποία είχε συνδεθεί με το Μεσαίωνα. Ελληνικές πολιτικές σκοπιμότητες επέβαλλαν τη σύνδεση του νεοελληνικού κράτους με την αρχαία Ελλάδα· αυτή τη φορά όχι για να διαφοροποιηθεί από τη Δύση αλλά για να κερδίσει την εύνοιά της και εν συνεχεία την αναγκαία χρηματοδότηση. Σ’ αυτή την περίπλοκη νεοελληνική πραγματικότητα να σημειώσουμε την εσωστρέφεια που εμφάνισε η Ορθόδοξη Εκκλησία μετά την Απελευθέρωση (απομάκρυνση από την ελεύθερη διακίνηση θρησκευτικών ιδεών), καθώς διέκρινε τον κίνδυνο επεκτατισμού του Καθολικισμού και Προτεσταντισμού. Ο μεγαλοϊδεατισμός -περί αλύτρωτων πατρίδων- των Ελλήνων, ήταν ο λόγος για τον οποίο το Βυζάντιο, μετά από αρκετές δεκαετίες, εντάχθηκε ως συνδετικός κρίκος στην ιστορία της Ελλάδας.[23]
Οι βαυαροί αρχιτέκτονες, επί Όθωνα, βρήκαν πρόσφορο έδαφος στην Ελλάδα προκειμένου να αναβιώσουν κλασικούς ρυθμούς, επιβάλλοντας τον Νεοκλασικισμό στη κοσμική αρχιτεκτονική αγνοώντας ή/και αδιαφορώντας για την παραδοσιακή αρχιτεκτονική που είχε εξελιχθεί, εν τω μεταξύ, στον ελλαδικό χώρο. Κατά την μεταβυζαντινή περίοδο ο τουρκοκρατούμενος ηπειρωτικός χώρος διατήρησε την παραδοσιακή οικοδόμηση ενώ τα νησιά του Ιονίου και κάποια των Δωδεκανήσων είχαν δεχτεί επιρροές από τους ετερόδοξους Ενετούς και Φράγκους. Η αρχιτεκτονική των λεγόμενων παραδοσιακών κατοικιών ήταν παρόμοια με αυτή των αρχαιοελληνικών και όσον αφορά τα φτηνά οικοδομικά υλικά (π.χ. ξυλεία) αλλά και την τεχνοτροπία (μονόχωρες με εσωτερική αυλή).[24] Αρκετά κτίσματα -αναμνήσεις σκοτεινών χρόνων-  καταστράφηκαν από τον εθνικισμό των ελεύθερων πια Ελλήνων αλλά και προς διευκόλυνση της νεοελληνικής πολεοδομίας.[25]
Η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική επέστρεψε σε παλαιότερους αρχιτεκτονικούς τύπους -μνημειώδη κτίσματα όπως ο ναός της Αγίας Σοφίας, σύμβολο ενωτικό για τους Ορθόδοξους, πηγή ελπίδας για τους υπόδουλους Έλληνες. Η οπισθοδρόμηση αυτή εξυπηρετούσε και τον Όθωνα, υποστηρικτή της Μεγάλης Ιδέας (με κορμό την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης), ο οποίος ήταν και ο εμπνευστής του ελληνοβυζαντινού ρυθμού, βάσει του οποίου χτίστηκε η Μητρόπολη.[26]
Η Μεγάλη Ιδέα κυριαρχούσε έως τις αρχές του 20ού αιώνα και η βυζαντινή πολιτιστική κληρονομιά είχε ενταχθεί πλήρως στην ελληνική ιστορία. Η ορθόδοξη ναοδομία παρέμεινε προσκολλημένη στο βυζαντινό (κωνσταντινοπολίτικο) ρυθμό, θέλοντας να διαφοροποιηθεί από την ευρωπαϊκή γοτθική αρχιτεκτονική, η οποία είχε ενσωματώσει αρχαιοελληνικά στοιχεία. Παράλληλα ένα τμήμα της νεοελληνικής κοινωνίας προσάρμοζε βυζαντινά στοιχεία στην αρχιτεκτονική αλλά και στην οικοσκευή των κατοικιών. Ο συντηρητισμός που επέδειξε η Ελληνική Εκκλησία ήταν ο ανασταλτικός παράγοντας για την εξέλιξη της αρχιτεκτονικής.[27]


ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΔΥΟ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΝ

Τα κριτήρια για την απόδοση αξίας των πολιτιστικών αγαθών είναι: γνωστικά,  αισθητικά, οικονομικά, συμβολικά. Στη σύγχρονη εποχή, έχουν δημιουργηθεί κρατικοί και ιδιωτικοί φορείς (όπως ινστιτούτα, ιδρύματα, όμιλοι) που εκτιμούν και αποφασίζουν για τη διατήρηση ή όχι αυτών των αγαθών.[28]
Ο Φιλιππίδης εκτιμά ότι ό αρχιτεκτονικός σύνθετος χαρακτήρας της «Γοργοεπηκόου», εμφανίζει «συνέπεια στο πνεύμα της εποχής» άρα είχε (και έχει) αισθητική αξία, εν αντιθέσει με τη Μεγάλη Μητρόπολη που δεν έχει ξεκάθαρο αρχιτεκτονικό ρυθμό και δεν εναρμονίζεται με το περιβάλλον. Ο μικρός ναός είναι αριστούργημα το οποίο ‘συνθλίβεται’ από τον τεράστιο όγκο του μεγάλου.[29]  
Η Μεγάλη Μητρόπολη έχει συνδεθεί με την ιστορία της Νεότερης Ελλάδας, καθώς στο συγκεκριμένο ναό έχουν γίνει πολλές τελετές, όπως ενθρονίσεις αρχιεπισκόπων, βασιλικοί γάμοι, νεκρώσιμες ακολουθίες ισχυρών προσωπικοτήτων, κ.ά. Ως εκ τούτου, διατηρεί ιδιαίτερη θέση στα πολιτιστικά αγαθά της χώρας, ως μνημείο με συμβολική αξία, παρά την έλλειψη αισθητικής την οποία διακρίνουν οι αρχιτέκτονες.
Στην πρωτεύουσα ενός κράτους εκδηλώνονται οι νέες τάσεις, οι ξένες επιρροές, βρίσκουν χώρο οι εκκεντρικότητες, πολιτισμικά στοιχεία που εν συνεχεία διαχέονται και -σε βάθος χρόνου- υιοθετούνται από την περιφέρεια. Η Αθήνα όμως του 21ου αιώνα είναι παγιδευμένη στο μύθο της. Πρόκειται για ένα μωσαϊκό ετερόκλητων οικοδομημάτων -απομεινάρια άλλων ένδοξων ή μη ιστορικών περιόδων: η ‘οθωνική’ Βουλή, το μοντέρνο κτήριο του Υπουργείου Εξωτερικών, ο κλασικός Παρθενώνας, η βυζαντινή Καπνικαρέα, τα παραδοσιακά δίπατα (πλακιώτικα) σπίτια, η ρωμαϊκή Πύλη του Αδριανού, υπαίθρια εμπορομάγαζα ανατολικής νοοτροπίας, καφέ ευρωπαϊκού τύπου, κ.ά. Οπωσδήποτε σε πόλη χωρίς συγκεκριμένο αρχιτεκτονικό χαρακτήρα η ύπαρξη δύο ετερόκλητων ναών σε κοντινή απόσταση ταιριάζει απολύτως.


 ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Οι δυο μητροπόλεις κατασκευάστηκαν στην ίδια πόλη με διαφορά αρκετών αιώνων. Η Αθήνα του 12ου αιώνα μ.Χ. -διατηρώντας τη φήμη του 5ου αιώνα π.Χ.- ήταν μια οικονομικά ανίσχυρη πόλη της πολυπληθούς και πολυεθνικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στην οποία κυριαρχούσαν δύο ισχυρά πολιτισμικά ρεύματα -ο αρχαιοελληνικός και ο χριστιανικός. Στο ναό της «Γοργοεπηκόου» διακρίνουμε την ‘αυθόρμητη’ συμφιλίωση των δύο ρευμάτων.
Το φιλόδοξο σχέδιο που αφορούσε την ανοικοδόμηση της Αθήνας του 19ου αιώνα ήταν η πρωτεύουσα να ενταχθεί στο δίκτυο των ορθολογικά σχεδιασμένων και υγιεινών πόλεων της Δύσης.[30] Στη μορφή της Μεγάλης Μητρόπολης διακρίνουμε επιπλέον την επιτακτική ανάγκη του νεοελληνικού κράτους να προσδιορίσει την εθνική και πολιτιστική ταυτότητά του μέσα σε πολύπλοκες διεθνείς συγκυρίες αλλά και δύσκολες οικονομικές συνθήκες.
Η πρωτοβυζαντινή έως και η μεταβυζαντινή αρχιτεκτονική είναι χώρος μελέτης, έρευνας και επανεξέτασης του ρόλου της για τους σύγχρονους αρχιτέκτονες, καθώς εκτιμούν ότι η επιβολή της βυζαντινής αρχιτεκτονικής ως ενίσχυση της εθνικής ταυτότητας ήταν η αιτία της διακοπής της εξέλιξης της παραδοσιακής.[31]




[1]. Δερτιλής ΓΒ., ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ 1830-1920, τόμ. Α, εκδ. ΕΣΤΙΑ, Αθήνα 2013, σ. 344.
[2]. http://www.eie.gr
[3]. Οι σωζόμενες εκκλησίες αυτής της περιόδου είναι: Η Παναγία η Περίβλεπτος, οι Άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός και ο Άγιος Γεώργιος των Μαγγάνων στην Κωνσταντινούπολη, ο όσιος Λουκάς στη Φωκίδα, η Νέα Μονή στη Χίο, η Αγία Σοφία στην Αχρίδα, η Μονή Δαφνίου στην Αθήνα. Kazhdan, A.P. και Epstein, Α.W. Αλλαγές στον βυζαντινό πολιτισμό κατά τον 11ο και τον 12ο Αιώνα, Αθήνα: ΜΙΕΤ, 1997, σ. 300.
[4]. Οκτάπλευρος με λίθινους κιονίσκους στις ακμές του, οι οποίοι στηρίζουν μαρμάρινα τόξα. http://www.eie.gr.
[5]. Κουνουπιώτου-Μανωλέσου Ελένη, Βυζαντινοί και Αρχαιότητα, στο «Η Καθημερινή: Επτά Ημέρες»,  12-1-2003, σ. 15.
[6]. Εν αντιθέσει με τους ειδωλολατρικούς ναούς, στους οποίους η εξωτερική όψη του κτηρίου είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον, αφού στον υπαίθριο χώρο γίνονταν οι τελετές. Το εσωτερικό του ναού φιλοξενούσε το λατρευτικό άγαλμα του θεού. Γιαννόπουλος Ιω., Κατσιαμπούρα Γ., Κουκουζέλη Α., ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ, τόμ. Β, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2000, σ. 194.
[7]. Γιαννόπουλος Ιω., κ.ά., ό.π., σσ. 388-392.
[8]. Δερτιλής ΓΒ., ό.π., σ. 344.
[9]. Γάσπαρης Χ., Νικολούδης Ν. Πέννα Β., ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, τόμ. Β, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σ. 29.
[10]. Μπούρας Χ., ΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΕΙΣ ΚΑΙ Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΥ 11ου-12ου ΑΙΩΝΟΣ, 1969, στο ΔΧΑΕ 5.
[11]. Μπούρας Χ., ό.π., σ. 247.
[12]. Φιλιππίδης Δ., ΤΕΧΝΕΣ Ι: ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ, τόμ. Δ, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2001, σ. 93.
[13]. Κόρη του Δία και της Ήρας προστάτιδα των τοκετών. Ζαμαρόφσκυ Βόϊτεχ, ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ, εκδ. ΗΛΙΑΔΗ, Αθήνα 1978, σ. 277.
[14]. Μπούρας Χ., ό.π., σσ. 251-253.
[15]. Φιλιππίδης Δ., ό.π., σσ. 99, 105.
[16]. Γλυκατζή-Αρβελέρ Ελένη, Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ, εκδ. ΨΥΧΟΓΙΟΣ, Αθήνα 2007, σσ. 109-110.
[17]. Μαυρομάττη Κ., Οι Κατηχήσεις του Μιχαήλ Χωνιάτη, στα Βυζαντινά Σύμμεικτα, 2010, σ.46.
[18]. Γλυκατζή-Αρβελέρ Ελένη, ό.π., σσ. 111-112.
[19]. Μαυρομάττη Κ., ό.π., σσ. 53, 57.
[20]. Η διαμάχη ανάμεσα στους υποστηρικτές του Αττικισμού από τη μια πλευρά και των υποστηρικτών της ελληνιστικής Κοινής γλώσσας είχε αρχίσει περίπου από τον 1ο αιώνα μ.Χ. και διήρκεσε αρκετούς αιώνες. Βούρτσης Ι., Μανακίδου Ε., Πασχαλίδης Γ., Σμπόνιας Κ., ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ, τόμ. Α, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σ. 286.
[21]. Φιλιππίδης Δ., ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ, Αθήνα: Μέλισσα, 1984, σ. 95.
[22]. Μπίρης Κ.Η., ΑΙ ΑΘΗΝΑΙ. ΑΠΟ ΤΟΥ 19ΟΥ ΕΙΣ ΤΟΝ 20ΟΝ ΑΙΩΝΑ. Αθήνα: Μέλισσα, σσ. 75, 107, 133.
[23]. Μαργαρίτης Γ., Μαρκέτος, Σπ. Μαυρέας, Κ. Ροτζώκος Ν., ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, τόμ. Γ., Πάτρα 1999, σσ. 201, 218-9.
[24]. Φιλιππίδης Δ., ΤΕΧΝΕΣ Ι: ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ, τόμ. Δ, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2001, σσ. 127-129.
[25]. Φιλιππίδης Δ. ό.π. σ. 91.
[26]. Φιλιππίδης Δ., ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ, Αθήνα: Μέλισσα, 1984, σ. 93.
[27]. Φιλιππίδης Δ., ΤΕΧΝΕΣ Ι: ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ, τόμ. Δ, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2001, σ. 94, 107.
[28]. Βούρτσης Ι., κ.ά., ό.π., σσ. 130-131.
[29]. Φιλιππίδης Δ., ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ, Αθήνα: Μέλισσα, 1984, σσ. 94-95.
[30]. Φιλιππίδης Δ., ΤΕΧΝΕΣ Ι: ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ, τόμ. Δ, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2001, σ. 131.
[31].  Φιλιππίδης Δ., ό.π. , 87.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βούρτσης Ι. Μανακίδου Ε., Πασχαλίδης Γ., Σμπόνιας Κ., ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ, τόμ. Α, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999.
Γάσπαρης Χ., Νικολούδης Ν. Πέννα Β., ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, τόμ. Β (ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ), εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999.
Γιαννόπουλος Ιω., Κατσιαμπούρα Γ., Κουκουζέλη Α., ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ, τόμ. Β, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2000.
Γλυκατζή-Αρβελέρ Ελένη, Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ, εκδ. ΨΥΧΟΓΙΟΣ, Αθήνα 2007.
Δερτιλής ΓΒ., ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ 1830-1920, τόμ. Α, εκδ. ΕΣΤΙΑ, Αθήνα 2013. 
Ζαμαρόφσκυ Βόϊτεχ, ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ, εκδ. ΗΛΙΑΔΗ, Αθήνα 1978.
Κουνουπιώτου-Μανωλέσου Ελένη, Βυζαντινοί και Αρχαιότητα, στο «Η Καθημερινή: Επτά Ημέρες»,  12-1-2003.
Μαργαρίτης Γ., Μαρκέτος, Σπ. Μαυρέας, Κ. Ροτζώκος Ν., ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, τόμ. Γ., Πάτρα 1999.
Μαυρομάττη Κ., Οι Κατηχήσεις του Μιχαήλ Χωνιάτη στα Βυζαντινά Σύμμεικτα, 2010.
Μπίρης Κ.Η., ΑΙ ΑΘΗΝΑΙ. ΑΠΟ ΤΟΥ 19ΟΥ ΕΙΣ ΤΟΝ 20ΟΝ ΑΙΩΝΑ. Αθήνα: Μέλισσα.
Μπούρας Χ. ΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΕΙΣ ΚΑΙ Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΥ 11ου-12ου ΑΙΩΝΟΣ, 1969 στο ΔΧΑΕ 5.
Παπαγιαννοπούλου Α., Πλάντζος Δ., Σουέρεφ Κ., ΤΕΧΝΕΣ Ι: ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ, τόμ. Α, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999.
Φιλιππίδης Δ., ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ, Αθήνα: Μέλισσα, 1984.
Φιλιππίδης Δ., ΤΕΧΝΕΣ Ι: ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ, τόμ. Δ, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2001.

Kazhdan, A.P. και Epstein, Α.W. Αλλαγές στον βυζαντινό πολιτισμό κατά τον 11ο και τον 12ο Αιώνα, Αθήνα: ΜΙΕΤ, 1997.

ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
http://www.eie.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου