Κυριακή 1 Απριλίου 2018

Η θρησκευτική πολιτική του Κωνσταντίνου Α' (272-337 μ.κ.χ.)

Ναυσικά Αλειφέρη, ΕΛΠ 20,
"Δημόσιος & Ιδιωτικός βίος στη Βυζαντινή περίοδο",  
 βαθμός 9


Εισαγωγή
Tον 3ο αιώνα μ.Χ. η διοικητική σύγχυση που προερχόταν από τα πολλά και διαφορετικού τύπου διοικητικά κέντρα, η υπερφορολόγηση για τη συντήρηση του μεγάλου στρατού, η διαφθορά, οι συγκρούσεις φιλόδοξων στρατηγών, οι βίαιες και πυκνές εναλλαγές στον αυτοκρατορικό θρόνο, οι βάρβαροι εισβολείς στα βόρεια σύνορα, η εμφάνιση των Σασσανιδών στα ανατολικά οδήγησαν σε κρίση που διαπερνούσε τη ρωμαϊκή επικράτεια από άκρου εις άκρον. Μία από τις μεταρρυθμίσεις που στόχευε στη συνοχή των ετερόκλητων πληθυσμών ήταν η απόδοση της ιδιότητας του ρωμαίου πολίτη (Καρακάλας 212 μ.Χ.) στους μη δούλους. Για να επιτευχθεί η ομοιομορφία των υπηκόων και να ολοκληρωθεί επομένως ο απόλυτος έλεγχος μια ενιαία θρησκεία στο τελετουργικό της οποίας θα υποτάσσονταν οι πολίτες ήταν αναγκαία. Σύμφωνα με τη ρωμαϊκή αντίληψη η απόδοση τιμών στον λαμπρό αυτοκράτορα-θεό αλλά και η λατρεία στο ρωμαϊκό πάνθεον επηρέαζε ευνοϊκά τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο μονοθεϊστικός χριστιανισμός, που υποστήριζε, μεταξύ άλλων, την ισότητα ενώπιον ενός θεού, απαγόρευε τη λατρεία άλλων θεών∙ έτσι χρεωνόταν τα δεινά της αυτοκρατορίας και διωκόταν από τις ρωμαϊκές εξουσιαστικές αρχές.1
Το θέμα της εργασίας μας είναι η θρησκευτική πολιτική του δαλματικής καταγωγής Κωνσταντίνου Α΄ (272-337). Το 306 στέφθηκε καίσαρας∙ το 307 αύγουστος∙ μετά τη νίκη του επί του Μαξέντιου τo 312 στη Μουλβία γέφυρα, συναυτοκράτορας με τον Λικίνιο, τον οποίο νίκησε το 324 στη μάχη της Χρυσόπολης.2 Παρέμεινε μονοκράτορας έως τον θάνατό του καταργώντας πρακτικά το σύστημα της τετραρχίας που είχε εφαρμόσει στο πλαίσιο της ανανέωσης3 ο Διοκλητιανός. Οι περιοχές της Εγγύς και Μέσης Ανατολής ήταν οι πολυπληθέστερες, με εδαφικό πλούτο και αυτές που παρήγαγαν πολιτισμό (βάρβαροι θεωρούνταν οι Δυτικοί έως τον 15ο αιώνα περίπου). Πιθανόν αυτοί να είναι οι λόγοι που ο Κωνσταντίνος ίδρυσε τη Νέα Ρώμη/Κωνσταντινούπολη το 324 στην αρχαία πόλη Βυζάντιο στον Βόσπορο, οι ίδιοι για τους οποίους ο Διοκλητιανός είχε έδρα του την ανατολική Νικομήδεια.4 Εν συνεχεία θα δούμε πως διαμορφώθηκε η θρησκευτική πολιτική μετά τον Κωνσταντίνο.

Θρησκευτική πολιτική του Κωνσταντίνου Α΄
Η νομιμοποίηση του χριστιανισμού συνέβη το 313 όταν ο Λικίνιος και ο Κωνσταντίνος συνυπέγραψαν ένα διάταγμα στο Μεδιόλανο, σύμφωνα με το οποίο το δικαίωμα της ανεξιθρησκίας μπορούσαν να απολαμβάνουν οι Χριστιανοί αλλά «και οι υπόλοιποι». Οι διωγμοί κατά των χριστιανών σταμάτησαν, αποδόθηκαν δημευμένες περιουσίες, παραχωρήθηκαν γαίες στη χριστιανική κοινότητα ενώ οι ιερείς απαλλάχτηκαν από φορολογικές υποχρεώσεις και από δημοτικά καθήκοντα. Έτσι αρκετοί πολίτες έσπευδαν να χειροτονηθούν ώστε να επωφεληθούν από τα προνόμια. Οι δούλοι δεν σημαδεύονταν στο πρόσωπο αφού κατά τη χριστιανική άποψη ο άνθρωπος είχε πλαστεί «κατ’ εικόνα του Θεού. Εν συνεχεία ο Κωνσταντίνος χρηματοδοτούσε την οικοδόμηση λαμπρών χριστιανικών κτιρίων5 με αποτέλεσμα ο εθνικός Ζώσιμος να τον κατηγορεί και για διασπάθιση δημόσιου χρήματος αλλά και για κακοτεχνία. Ο Κωνσταντίνος ως maximus pontifix και ως γεφυροποιός προέτρεπε με επιστολές να αλληλοσυγχωρεθούν οι αντιμαχόμενοι ιερείς προκειμένου να αποκατασταθεί η εσωτερική τάξη -υποστηρίζοντας ίσως εσκεμμένα ότι οι φιλοσοφικές αναζητήσεις ήταν ασήμαντα θέματα- και συγκάλεσε το 325 στη Νίκαια της Βιθυνίας την Α΄ (και μοναδική για τα επόμενα 12 χρόνια που κυβέρνησε) Οικουμενική Σύνοδο. Η απολυταρχική νοοτροπία του Κωνσταντίνου επέτρεπε την πάταξη της διαφορετικής αίρεσης και έτσι ενώ η Α΄ Σύνοδος δεν κατέληξε σε δόγμα σχετικά με τη φύση του Χριστού, ο Αρειανισμός καταδικάστηκε και οι οπαδοί του Αρείου εξορίσθηκαν. Στη Σύνοδο διευθετήθηκε το επίμαχο ζήτημα της ημερομηνίας του Πάσχα, ενώ ήδη ο Κωνσταντίνος είχε ορίσει με νόμο ως ημέρα του (χριστιανικού) Κυρίου (διαχωρίζοντάς την από το εβραϊκό Σάββατο) την Κυριακή, που ήταν και μέρα του Ήλιου στον μιθραϊσμό, ο οποίος είχε μεγάλη απήχηση στα ρωμαϊκά στρατεύματα.6
Παρ’ ότι στο διάταγμα των Μεδιολάνων οι μη χριστιανοί αναφέρονται ως «οι υπόλοιποι» ο Κωνσταντίνος δεν εκδίωξε τους ειδωλολάτρες ούτε κατέστρεψε τους ναούς τους. Άλλωστε, ο ίδιος είχε συνδέσει τη μοίρα του με τον Ήλιο-Απόλλωνα, τον οποίο μάλιστα είχε οραματιστεί, σύμφωνα με έναν «Λατινικό Πανηγυρικό», το 310 στο ιερό του Γκραν. Στα δε νομίσματα που έκοψε ο Κωνσταντίνος το 313 πλαισιώνεται με παγανιστικά και χριστιανικά σύμβολα ενώ αργότερα που υποστήριζε τον χριστιανισμό απεικονιζόταν με τον προστάτη του Ανίκητο Ήλιο. Στη νέα πρωτεύουσα μεταφέρθηκαν αγάλματα του Ολυμπίου Διός, της Αθηνάς Προμάχου από την Τροία πράξεις εντυπωσιασμού που δικαιολογούνται και από τη ματαιοδοξία του αυτοκράτορα. Η σχέση του με το ιερατείο της Ελευσίνας φαίνεται και από ένα ευχαριστήριο χάραγμα στους τάφους των Θηβών της Αιγύπτου κάποιου Νικαγόρα (δαδούχος των Μυστηρίων) που βοηθήθηκε στο ταξίδι του από τον «ευσεβέστατο» αυτοκράτορα.
Προκειμένου να διατηρήσει την εύνοια της ειδωλολατρικής Συγκλήτου διόρισε πολλούς εξ αυτών σε υψηλά δημόσια αξιώματα και παράλληλα ίδρυσε κωνσταντινοπολίτικη Σύγκλητο. Στην αψίδα που ανήγειρε στη Ρώμη η Σύγκλητος, μνημείο για τη μάχη στη Μουλβία, ο Κωνσταντίνος απεικονίζεται ως θεός-Ήλιος∙ στην επιγραφή καταγράφεται ότι νίκησε «με την παρόρμηση της θείας δύναμης»7 χωρίς να προσδιορίζεται η θρησκευτική της ταυτότητα ενώ στις στρατιωτικές ασπίδες δεν απεικονίζεται χριστιανικό σύμβολο. Οι γραπτές μαρτυρίες των χριστιανών βιογράφων του Κωνσταντίνου, Ευσέβιου Καισαρείας και Λακτάντιου, για κάποιο χριστιανικό όραμα που εμφανίστηκε και επηρέασε τον Κωνσταντίνο ώστε να χαράξει χριστιανικό σύμβολο στις ασπίδες πιθανόν να είναι φαντασιακές επινοήσεις, που ωστόσο συνέβαλαν στο να χαρακτηριστεί μελλοντικά ισαπόστολος και άγιος. Άγια χαρακτηρίστηκε και η μητέρα του Ελένη της οποίας τον -κατά τον Runciman- «ανασκαφικό οίστρο» στην Ιερουσαλήμ χρηματοδότησε ο Κωνσταντίνος το 326.8 Η υποστήριξη του εγχειρήματός της και η δημοσιοποίηση των ανασκαφικών ευρημάτων μαρτυρά ξεκάθαρη υποστήριξη -όχι απλώς ανοχή- του χριστιανισμού αφού οι χριστιανοί απέκτησαν αν όχι για τη θεϊκή υπόσταση πάντως για την ιστορικότητα του Χριστού­ απτά επιχειρήματα (σπόγγον, μαρτυρικό σταυρό, κ.ά.). Η επαλήθευση των γραφομένων της Βίβλου έφερε τον χριστιανισμό σε πλεονεκτική θέση έναντι των παλαιών θρησκειών, λ.χ. του μιθραϊσμού, και των διαφόρων μυστηριακών τάσεων που δεν διέθεταν προσωπικά αντικείμενα θεοτήτων παρά βασίζονταν στην προφορική παράδοση και στο προσωπικό βίωμα της επιφάνειας κάποιας θεότητας.

Η θρησκευτική πολιτική του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου δεν μπορεί να αξιολογηθεί ως αυτόνομη∙ εντάσσεται στη στρατηγική της επέκτασης ή διατήρησης των ρωμαϊκών εδαφών -μέλημα άλλωστε όλων των ρωμαίων αυτοκρατόρων. Πιθανόν πρόθεσή του ήταν να ηγηθεί στον χριστιανικό κόσμο ώστε να δημιουργήσει απέναντι στην αυτοκρατορία των Σασσανιδών ένα ομόθρησκο ανάχωμα: από τον Βόσπορο κάλυπτε την παράκτια ζώνη της Ανατολικής Μεσογείου κατέληγε στη βόρεια Αίγυπτο∙ συνυπολογίζοντας, βεβαίως, τη χριστιανική από τις αρχές του 4ου αιώνα Αρμενία, στα εδάφη της οποίας βρίσκεται το βιβλικό Αραράτ. Επιπλέον με την επιστολή προς τον πέρση βασιλιά «σου παραδίδω αυτούς τους χριστιανούς […] να τους φέρεσαι με αγάπη»9 ο Κωνσταντίνος δημιουργούσε στην Περσία ένα δυνάμει ρωμαϊκό κράτος εν κράτει, αφού ευφυώς έβαζε τη θρησκευτική ταυτότητα πάνω από την εθνική.
Όσον αφορά τον άνθρωπο Κωνσταντίνο ήταν το ίδιο πρόσωπο που απαγόρευσε στους ειδωλολάτρες τις αιματηρές θυσίες ζώων∙ φόνευσε, κατά τους εθνικούς συγγραφείς, τον γιο του Κρίσπο και τη σύζυγό του Φαύστα∙ βαπτίστηκε χριστιανός πριν πεθάνει∙ είχε σύμβουλο τον ιεροφάντη (αρχιερέας των Ελευσίνιων Μυστηρίων)∙ έγραψε προσευχή που έψαλλαν οι στρατιώτες στις εορτές∙ απαγόρευσε τις ιδιωτικές μαντικές προβλέψεις ενώ επέτρεπε την κρατική μαντική τέχνη για επικείμενα φυσικά φαινόμενα.10 Κι όμως η αντιφατική συμπεριφορά του δικαιολογείται ως παράγωγο της προνεωτερικής εποχής κατά την οποία ο θρησκευτικός συγκρητισμός έβρισκε πρόσφορο έδαφος στον παγανισμό που αναπτύσσεται σε γεωργικά περιβάλλοντα. Άλλωστε και ο χριστιανισμός δεν προήλθε από παρθογέννηση ούτε ήταν ξένος στο θρησκευτικό περιβάλλον∙ ήταν εκβλάστηση της ιουδαϊκής θρησκείας και αξιοποίησε ή εκμεταλλεύτηκε παγανιστικές εορτές, τελετές, δοξασίες. Προφητείες και μάλιστα ζοφερές για το μέλλον της ανθρωπότητας, αφού η αγωνία για το μέλλον (άμεσο-μακρινό, επίγειο-μεταθανάτιο) διατρέχει τον άνθρωπο διαχρονικά, διάβαζαν οι πιστοί και στην Αποκάλυψη του Ιωάννη. Ο λόγος που υποστήριξε τον μειονοτικό χριστιανισμό ο Κωνσταντίνος είναι αδιευκρίνιστος, αν και δεν είναι σπάνια η αλλαξοπιστία -εσωτερικής διεργασίας αποτέλεσμα. Η Αθανασιάδη γράφει ότι ο Κωνσταντίνος ήταν αρκετά ανεκτικός και δεν «διέκρινε την αποκλειστικότητα που διέπει τον χριστιανισμό».11 Διαβάζοντας, όμως, και τις συμβουλές του Απόστολου Παύλου προς τους χριστιανούς για υπακοή, πληρωμή φόρων στους άρχοντες επειδή «αι δε ούσαι εξουσίαι υπό του Θεού τεταγμένοι εισίν» (Προς Ρωμαίους, Κεφ. ΙΓ: 1-7) διαπιστώνουμε ότι ο χριστιανισμός δεν υποστήριζε -καταρχάς και καταρχήν- κάποιου είδους δημοκρατία ή ελεύθερη σκέψη, αφού όλα υποτάσσονταν στο σχέδιο ενός θεού. Επομένως, οι χριστιανικοί κοσμικοί κανόνες ήταν βάση για την οικοδόμηση ενός ολοκληρωτικού ιδεολογήματος ή, κατά την απορρέουσα άποψη του Ευσέβειου, μιας κωνσταντίνειας εκδοχής περί οικουμενικού καλού.

Επιδράσεις της κωνσταντίνειας θρησκευτικής πολιτικής
Η βία (σωματική, εκβιασμός, εξορία) εκδηλωνόταν στους ετερόδοξους λόγω ρεβανσισμού αλλά και στους ομόδοξους αφού το χριστιανικό μόρφωμα ήταν εν εξελίξει και είχαν αναδυθεί δύο αιρέσεις: της Αλεξάνδρειας (μυστικιστική ερμηνεία) και της Αντιόχειας (ορθολογιστική). Οι θρησκευτικές έριδες πυροδοτούσαν πολιτικοκοινωνικές διαμάχες απομακρύνοντας την αναγκαία τάξη στην αυτοκρατορία. Το διάταγμα των Μεδιολάνων σιωπηρά είχε ακυρωθεί. Ο Θεοδόσιος Α΄ (378-395) έβαλε την ταφόπλακα κηρύσσοντας τον χριστιανισμό επίσημη αλλά και μόνη θρησκεία. Οι εκτός νόμου Άλλοι ήταν πλέον οι εθνικοί-ειδωλολάτρες, οι οπαδοί παλαιών αιρέσεων (επικουρισμού, νεοπλατωνισμού) αλλά και χριστιανογενών (νεστοριανισμού, μονοφυσιτισμού). Οι αυτοκράτορες, ακόμα και ο Ιουλιανός που κυβέρνησε με αντιχριστιανικό ιδεολόγημα, κυβερνούσαν απολυταρχικά ακολουθώντας δοκιμασμένες μεθόδους: καταστροφή ναών, δίωξη αλλόθρησκων, επιβράβευση ομόθρησκων. Το Μαντείο των Δελφών έκλεισε, οι Ολυμπιακοί Αγώνες και τα Ελευσίνια μυστήρια απαγορεύτηκαν και πολλοί εγκαταλειμμένοι ειδωλολατρικοί ναοί είτε άλλαξαν χρήση είτε τα spolia χρησιμοποιήθηκαν για την ανέγερση εκκλησιών. Οι αυτοκράτορες συγκαλούσαν οικουμενικές συνόδους με κεντρικά θεολογικά θέματα όπως η μόνη φύση του Χριστού, η αποκαθήλωση ή όχι των εικόνων, κ.ά. Ο λεγόμενος καισαροπαπισμός που στόχευε, από την εποχή του Κωνσταντίνου, στην ποδηγέτηση της νεοπαγούς θρησκείας, συγχρόνως, είχε δημιουργήσει έναν δεύτερο εξουσιαστικό πυλώνα, τον θρησκευτικό. Με άλλα λόγια, οι επίσκοποι συνομιλώντας με τον «εκπρόσωπο του Θεού» αποκτούσαν αίγλη και ερείσματα στις τοπικές κοινωνίες ενώ ο χριστιανισμός εξελισσόταν σε δύναμη επιρροής. Η Εκκλησία σταδιακά αύξανε την επιρροή της σε σημείο η έμπρακτη παρουσία του πατριάρχη στη στέψη αυτοκρατόρων να είναι απαραίτητη. Η δε συλλογή και έκθεση θαυματουργών αντικειμένων και λειψάνων άγγιζε τα όρια της μανίας και της ειδωλολατρίας. Η Κωνσταντινούπολη ήταν η έδρα του χριστιανισμού αφού διέθετε Πατριαρχείο με απόφαση της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου στην Έφεσο το 381 μ.Χ. και θεωρείτο ήδη από τους σύγχρονους του 6ου αιώνα αυτοκρατορική πρωτεύουσα σε αντίθεση με τη Ρώμη που παρήκμαζε.12

Συμπεράσματα
Η άποψη ότι ο Κωνσταντίνος ήταν τόσο οξυδερκής, διορατικός ώστε πρόβλεψε την εξέλιξη του χριστιανισμού είναι μάλλον άστοχος. Ήταν ανεξέλεγκτες και άρα απρόβλεπτες οι ευνοϊκές για τη διάδοση του χριστιανισμού πολιτικές σκοπιμότητες, οι συγκυρίες (λ.χ. ο εκχριστιανισμός της πολυπληθούς Ρωσίας που διατηρεί έως σήμερα ψηλά τον χριστιανικό κόσμο, ο βίαιος εκχριστιανισμός της Αμερικής). Ο Κωνσταντίνος μπορεί να θεωρηθεί Μέγας επειδή με τις ηγετικές ικανότητες που διέθετε κατάφερνε να υποτάσσει την παλαιά παράδοση και ταυτόχρονα να ενσωματώνει στην εκκολαπτόμενη θρησκεία παραδοσιακά στοιχεία και επειδή διατηρήθηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο (είτε ως μέλος της τετραρχίας είτε ως μονοκράτορας) επί 31 συναπτά χρόνια και πέθανε από φυσικά αίτια -σπάνια κατάσταση για ρωμαίο αυτοκράτορα.

Βιβλιογραφία
Αθανασιάδη, Π., Η άνοδος της μονοδοξίας στην ύστερη αρχαιότητα, Αθήνα 2017.
Cameron, Α., Η ύστερη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία (284-430 μ.Χ.), μετ. Ι. Κράλλη, Αθήνα 2000.
Cameron, Οι βυζαντινοί, μετ. Γ. Τζήμας, Ψυχογιός, Αθήνα 2017.
Chuvin, P., Οι τελευταίοι εθνικοί. Ένα χρονικό της ήττας του παγανισμού, μετ. Ο. Χειμωνίδου, Αθήνα 2003.
Γλυκατζή-Αρβελέρ Ελένη, Η πολιτική ιδεολογία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, Ψυχογιός, Αθήνα, 1988.
Ευθυμιάδης, Σ., «Ο βυζαντινός θρησκευτικός βίος», στο Σ. Ευθυμιάδης κ.ά., Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα Ι. τ. Β΄: Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στον βυζαντινό και μεταβυζαντινό κόσμο, Πάτρα 2001, σελ. 205-274.
Μπούρας, Χ., Ιστορία της αρχιτεκτονικής, Αθήνα 2001.
Πέννα, Β., «Ο δημόσιος, οικονομικός και κοινωνικός βίος των Βυζαντινών», στο Σ. Ευθυμιάδης κ.ά., Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα Ι. τ. Β΄: Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στον βυζαντινό και μεταβυζαντινό κόσμο, Πάτρα 2001, σελ. 17-204.
Runciman, S., Βυζαντινός πολιτισμός, μετ. Α. Παππάς, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2017.
 
Σημειώσεις
1. Runciman, 2017, σσ. 15-18, 20, 24∙ Chuvin, 2003, σσ. 20-25, 38.
2. Πέννα, 2001, σ. 23.
3. Ανανέωση (renovatio) και αποκατάσταση (restitutio). Βλ. Πέννα, 2001, σ. 186.
4. Chuvin, 2003, σσ. 20-25, 38∙ Cameron, 2017, σ. 47.
5. Τον καθεδρικό αφιερωμένον στην Αγία Ειρήνη στον Κεράτειο κόλπο, τον ναό του Αγίου Ακακίου, του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό. Βλ. Πέννα, σσ. 131,132∙ Cameron, 104, 105, 107. Για τον Πανάγιο Τάφο (κυκλικό κτίριο) και για τη βασιλική της Αναστάσεως στην Ιερουσαλήμ δίνει πληροφορίες ο Ευσέβιος. Όμως, ελάχιστες πληροφορίες υπάρχουν για κάποια λαμπρά κτίρια όπως ο ναός της Αγίας του Θεού Σοφίας (πρώτος μητροπολιτικός ναός), το μαυσωλείο που ετάφη ο Κωνσταντίνος αλλά και για το Κωνσταντίνειο Χρυσό Οκτάγωνο στη Συρία. Βλ. Μπούρας, σσ. 82, 94.
6. Λη, 2000, σσ. 155-157, 160∙ Ευθυμιάδης, 2001, σ. 209∙ Cameron, 2000, σ. 101∙ Chuvin, 2003, σ. 40.
7. Cameron, 2000, σ. 90.
8. Λη, 2000, σσ. 151, 161, 181∙ Chuvin, 2003, σσ. 39, 40∙ Αθανασιάδη, 2017, εικ. 1, Cameron, 2000, σσ. 98, 108∙ Runciman, 2017, σ. 34.
9. Ευθυμιάδης, 2001, σσ. 209, 264.
10. Cameron, 2000, σσ. 99, 100∙ Chuvin, 2003, σσ. 44, 45.
11. Αθανασιάδη, 2017, σ. 96.
12. Αθανασιάδη, 2017, σσ. 172-4, 178∙ Cameron, 2000, σσ 53, 103∙ Αρβελέρ, 1988, σ. 23∙ Πέννα, 2001, σ. 132∙ Ευθυμιάδης, 2001, σσ. 217-219∙ Μπούρας, 2001, σ. 29∙ Cameron, 2017, σ. 48.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου