Πέμπτη 19 Οκτωβρίου 2017

Serge Noiret : «Ο καθένας μας είναι ιστορικός του παρελθόντος του»


Συνέντευξη στον Σπύρο Κακουριώτη

Ο ιστορικός Serge Noiret γεννήθηκε στο Βέλγιο, όμως ζει στην Ιταλία περισσότερη από τη μισή του ζωή, εργαζόμενος στο Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο της Φλωρεντίας. Με ειδίκευση στη σύγχρονη ιστορία, σύντομα έστρεψε το επιστημονικό του ενδιαφέρον στους σύγχρονους τρόπους και τα μέσα διαμόρφωσης της ιστορικής συνείδησης, ασχολούμενος με νέα ερευνητικά πεδία, όπως αυτό της δημόσιας και της ψηφιακής ιστορίας. Από το 2012 είναι πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας για τη Δημόσια Ιστορία (International Federation for Public History). Πρόσφατα βρέθηκε στη χώρα μας, προσκεκλημένος ομιλητής στο επιστημονικό συνέδριο για τη «Δημόσια Ιστορία στην Ελλάδα», που διεξήχθη στον Βόλο (30/8-1/9). Με την ευκαιρία αυτή, συζητήσαμε μαζί του για τη δημόσια ιστορία και το ρόλο της στις σύγχρονες κοινωνίες

* Τι είναι η δημόσια ιστορία και γιατί είναι τόσο σημαντική;
Θα έλεγα ότι η δημόσια ιστορία είναι σημαντικότερη κι από την ίδια την ακαδημαϊκή ιστορία, που απευθύνεται σε αρκετά περιορισμένο κοινό. Η δημόσια ιστορία ασχολείται με την ιστορία που βρίσκεται γύρω μας. Ερμηνεύει το παρελθόν για διαφορετικά ακροατήρια, διαφορετικές κοινότητες ανθρώπων, σε διάφορα επίπεδα, από το τοπικό μέχρι το παγκόσμιο, χρησιμοποιώντας ποικίλα μέσα, ιδιαίτερα το Διαδίκτυο, ένα από τα σημαντικότερα κανάλια διάδοσης της δημόσιας ιστορίας παγκοσμίως, απ' όπου οι ακαδημαϊκοί ιστορικοί απουσιάζουν. Είναι εντέλει πολύ σημαντική για τον καθένα μας, γιατί ο καθένας μας είναι ιστορικός του παρελθόντος του, κατά κάποιον τρόπο.

Τετάρτη 17 Μαΐου 2017

Ιστοριογράφοι: Προκόπιος, Άννα Κομνηνή

φοιτητική εργασία της Ναυσικάς Αλειφέρη για το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, ΕΛΠ 21
βαθμός 9,2




Ιστοριογράφοι της Πρώιμης και Μέσης βυζαντινής περιόδου
Προκόπιος (6ος αι. μ.Χ.), Άννα Κομνηνή (11ος αι. μ.Χ.)

Ανέκδοτα ή Απόκρυφη ιστορία
του Προκόπιου

Εισαγωγή

Η ιστοριογραφία είναι η σημαντικότερη πτυχή της βυζαντινής λογοτεχνίας. Κατά την Πρώιμη βυζαντινή περίοδο (4ος-7ος αιώνας) ο Χριστιανισμός εδραιώθηκε και έτσι η Ιστορία αποδεσμεύτηκε από τη θρησκευτική θεώρηση∙ στη «θύραθεν» ιστορία θέση πια είχαν τα πολιτικά και πολεμικά γεγονότα.[1]  Στη Μέση βυζαντινή περίοδο (8ος-12ος αιώνας), με γεγονότα αναφοράς το Σχίσμα της χριστιανικής Εκκλησίας (1054) και τη μάχη στο Ματζικέρτ (1071), γίνονταν προσπάθειες ετεροπροσδιορισμού της πολιτισμικής ταυτότητας της Ανατολικής Ρωμανίας σε σχέση και με τον πολιτισμό των λατινόφωνων της Δύσης και παραδοσιακά με τον πολιτισμό των βάρβαρων λαών της Ανατολής.
            Με τον ιστοριογράφο «πολύ Προκόπιο»[2]  –κατά την Γλύκατζη-Αρβελέρ– και το έργο Ανέκδοτα ή Απόκρυφη Ιστορία που  έγραψε το 550 θα ασχοληθούμε στην πρώτη ενότητα. Ο Προκόπιος (490/507-562) επί αυτοκρατορίας Ιουστινιανού (482-565) ήταν νομικός σύμβουλος και γραμματέας του στρατηγού Βελισσάριου· πήρε μέρος σε αρκετές στρατιωτικές αποστολές και εκστρατείες.[3]
Στη δεύτερη ενότητα μέσα από τα προοίμια της «Απόκρυφης ιστορίας» του Προκόπιου και του έργου της Άννας Κομνηνής (1083-1153) με τίτλο «Αλεξιάς», θα προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε τα χαρακτηριστικά της βυζαντινής ιστοριογραφίας όπως διαμορφώθηκαν στην πάροδο των χρόνων.
Στην τρίτη ενότητα θα "διαβάσουμε" το προφίλ της Άννας Κομνηνής, όπως η ίδια το αναδεικνύει στο προοίμιο της «Αλεξιάδας»: κόρη με υψηλή μόρφωση του αυτοκράτορα Αλέξιου Α΄ Κομνηνού  (1048-1118) .

           
Προκόπιος

Ο Προκόπιος στα Ανέκδοτα εξιστορεί «με κάθε λεπτομέρεια»[4] τις βδελυρές πράξεις του βασιλικού ζεύγους (Ιουστινιανός και Θεοδώρα) αλλά και του αρχιστράτηγου Βελισσάριου. Ο Ιουστινιανός εμφανίζεται ως «ηγεμών των δαιμόνων»[5], που σφετερίστηκε κτήματα και πλούτισε εις βάρος των ευγενών». Ο Βελισσάριος, κατά τον Προκόπιο, είναι ανίσχυρος άντρας, υπάκουος στις αυτοκρατορικές διαταγές. Επίσης, στο βιβλίο γίνεται –με αρνητικό πρόσημο– εκτενής και λεπτομερής αναφορά στην ερωτική δράση της Θεοδώρας.[6] Για του λόγου το αληθές ο Προκόπιος

Κυριακή 30 Απριλίου 2017

"Η δικτατορία του 1/4"

Γαλλικές προεδρικές εκλογές 23/04/2017: δεξιός Μακρόν 24,1%, ακροδεξιά Λεπέν 21,3, κεντρώος Φιγιόν 20, ακροαριστερός Μελανσόν 19,58, σοσιαλιστής Αμόν 6,3, εθνικιστής Ενιάν 4,7

 συμβολική γαλλική φράση: ni-ni (ούτε ούτε)

Το οικονομικό πρόγραμμα του Μακρόν εγκρίθηκε από το 24,1% των εκλογέων της Γαλλίας, δηλαδή από το 1/4.  Τα υπόλοιπα 3/4 (το 75% του εκλογικού σώματος) ένα όχι ευκαταφρόνητο ποσοστό διαφώνησε. Διαχρονικά μπροστά στον κίνδυνο του «Άλλου», είτε είναι υπαρκτός είτε κατασκευασμένος εχθρός υπάρχει συσπείρωση. Πάντα το διπολικό σύστημα -όπως αριστερά ή δεξιά, Αμερική ή Ρωσία, Ανατολή ή Δύση, μέσα ή έξω- είναι πιο εύκολα διαχειρίσιμο από το πολλαπλό. Στις παρούσες περιστάσεις ο «Άλλος» είναι η Λεπέν. Έτσι εκ των συνθηκών κατασκευάζεται δίπολο, που έχει δεξιό πρόσημο: Μακρόν ή Λεπέν. Παρ’ όλα αυτά δημιουργείται η ψευδαίσθηση ότι ο λαός αποφασίζει ελεύθερα και συνεπώς η Δημοκρατία λειτουργεί αποτελεσματικά ακόμα και σε περίπτωση μονομαχίας, που δεν θα είχε θέση σε ένα αναλογικό σύστημα ψηφοφορίας. Η αναδιανεμητική πολιτική -διακαής πόθος της λεγόμενης Αριστεράς- που έτεινε να γίνει κάθετη, κυρίως λόγω των μετακινήσεων ανατολικών πληθυσμών έγινε οριζόντια. Στις εκλογές εθνικές ή ευρωπαϊκές της τελευταίας πενταετίας αναδεικνύεται ο συντηρητισμός ως τρόπος ζωής,  η επιστροφή σε παλαιά μοντέλα διακυβέρνησης, και η παρελθοντολογία σχεδόν επιβεβλημένη. Συνεπώς τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα (μείγμα ελεύθερης αγοράς με ελεγχόμενες κρατικές παροχές), που διατηρούν ακόμα  τον νεωτερικό χαρακτηρισμό τους στο διάβα της Ιστορίας, χάνουν ποσοστά. 
             Για κάποιους η Δημοκρατία είναι η «δικτατορία των πολλών» με τη μειοψηφία να αγνοείται επιδεικτικά από τους νικητές. Αν παραμείνουμε στους πρώτους γύρους των εκλογών (εθνικών ή ευρωπαϊκών) η μειοψηφία των πολιτών (το 1/4) κυβερνά και  εφαρμόζει το προεκλογικό πρόγραμμα που "κατέβασε". Μειοψηφία που σαφώς και δεν έχει τα χαρακτηριστικά μιας μειονότητας: συγκεκριμένα και οριοθετημένα αιτήματα. Ούτε λόγος για λίγους και άριστους. Πρόκειται για ένα μειοψηφικό δίκτυο με ποικίλους δεσμούς, όπως φυλετικούς, ταξικούς, θρησκευτικούς, σεξουαλικούς,

Τρίτη 18 Απριλίου 2017

O Ήλιος βασιλεύει....

«... κι αυτό γιατί ντύνεται, λίγο πριν τη δύση του, με τα χρώματα της αυτοκρατορικής βυζαντινής
Κωνσταντινούπολη ή Istanbul
πορφύρας. Το αμετάφραστο σε άλλη γλώσσα «ο ήλιος δύει». Θεωρώ την παράδοξη αυτή έκφραση ως αδιάψευστη απόδειξη της συνέχειας, ως κληρονομιά μιας διαχρονικής αψεγάδιαστης εμπειρίας».
Σελίδα 46 από το βιβλίο Πόσο ελληνικό είναι το Βυζάντιο; Πόσο Βυζαντινοί οι Νεοέλληνες, εκδ. Gutenberg 2016,

της ακάματης Ελένης Γλύκατζη-Αρβελέρ.











-Η πορφύρα, χρωστική ουσία, παράγεται από ένα σπάνιο όστρακο που αποδίδει κόκκινο, μενεξεδί έως μπλε χρώμα. Συλλογή οστράκων γινόταν στη σημερινή Παλμύρα (αρχαία Φοινίκη) της Συρίας! Η παρασκευή πορφυρών ενδυμάτων ήταν δαπανηρή. Εξ αυτού (το χρώμα της χαράς!)  ήταν προνόμιο των αυτοκρατόρων, βασιλιάδων.

Έτσι. Για χάρη της συζήτησης... 
Βρήκε απάντηση η απορία μου: γιατί λέμε ότι ο Ήλιος βασιλεύει ενώ κατευθύνεται στο κατώτατο σημείο και τελικώς χάνεται από τον ορίζοντα!

Κυριακή 9 Απριλίου 2017

ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΚΑΙ ΡΗΤΟΡΑΣ ΔΙΩΝ, ΕΛΠ 21

φοιτητική εργασία της Ναυσικάς Αλειφέρη για το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, ΕΛΠ 21
(βαθμός 9)



Εισαγωγή

Κατά την Ελληνιστική περίοδο (323 π.Χ.-31 π.Χ.) η δημιουργία βασιλείων είχε ως συνέπεια οι πόλεις-κράτη να χάσουν την αυτονομία τους. Kαθώς οι πολιτειακοί θεσμοί λειτουργούσαν τυπικά το άτομο έχασε τον πολιτικό του ρόλο και η συνυφασμένη με την άμεση δημοκρατία ρητορική έχασε τη δυναμική της.  Η αγάπη για τη γνώση (φιλοσοφία), η αναζήτηση αιώνιων αρχών (χαρακτηριστικό της Κλασικής περιόδου) υποχώρησε προς χάρη της αναζήτησης της προσωπικής ευδαιμονίας.[1] Η λογιοσύνη και η έρευνα της αρχαίας λογοτεχνίας ευνόησαν τη φιλολογία.[2] Οι λόγιοι επέλεγαν είτε τον λιτό αττικισμό είτε τον περίτεχνο ασιανισμό –αντί της Κοινής γλώσσας. Ο αλεξανδρινός Καλλίμαχος (320-240 π.Χ.), με έργο του οποίου θα ασχοληθούμε στην πρώτη ενότητα, που θεωρείται ο κορυφαίος εκπρόσωπος της ελληνιστικής διανόησης έγραφε στην αττική διάλεκτο. Με το πλούσιο συγγραφικό του έργο αποτέλεσμα της πολύχρονης μελέτης της λογοτεχνικής παράδοσης αλλά και με τα νεωτεριστικά στοιχεία που εισήγαγε επηρέασε τη φιλολογία όχι μόνον της εποχής του αλλά και τη μεταγενέστερη.[3]
Στην παγκόσμια ρωμαϊκή αυτοκρατορία η εξαφάνιση των πόλεων-κρατών ολοκληρώθηκε. Στους λεγόμενους Αυτοκρατορικούς χρόνους (31 π.Χ.-330 μ.Χ.) πόλεις με αίγλη όπως η κλασική Αθήνα, η ελληνιστική Αλεξάνδρεια μετατράπηκαν σε επαρχίες. Στις νέες αυτές συνθήκες το άτομο έχασε εντελώς τον πολιτικό του ρόλο. Και ενώ η επίδειξη πλούτου, η υπερβολή χαρακτήριζε την εύπορη τάξη η κατώτερη ζούσε στην ένδεια. Επιπλέον, οι βραχύβιες ρωμαϊκές δυναστείες και οι συχνοί εμφύλιοι πόλεμοι των δυναστειών οδηγούσαν το άτομο σε αβεβαιότητα αλλά και σε απογοήτευση αναφορικά με τα εγκόσμια. Λύτρωση σε αγωνιώδη ερωτήματα που γεννούσε η εσωστρέφεια επεδίωξαν να δώσουν διάφορα φιλοσοφικά ρεύματα, όπως ο Κυνισμός, ο Στωισμός,

Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2017

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, Η ΡΗΤΟΡΙΚΗ ΤΟΥ 4ου αι. π.Χ., ΕΛΠ 21

Φοιτητική εργασία της Ναυσικάς Αλειφέρη για το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, ΕΛΠ 21
βαθμός 8


 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Εισαγωγή

Η Ρητορική είναι η τέχνη της σύνθεσης πειστικών επιχειρημάτων του προφορικού και γραπτού λόγου. Εμφανίστηκε τον 5ο αιώνα π.Χ. στην Αθήνα και θεωρήθηκε απαραίτητο εφόδιο προκειμένου ο πολίτης να συμμετέχει στα κοινά. Η ισηγορία ήταν πλέον δικαίωμα του πολίτη, ο οποίος είχε ευκαιρίες να ρητορεύσει -προκειμένου να εκφέρει άποψη, να επεξεργαστεί νόμους, να κρίνει πράξεις, να υποστηρίξει το δίκιο του, να απαντήσει σε λεκτικές επιθέσεις- στα νέα θεσμικά δημοτικά όργανα, όπως τα λαϊκά δικαστήρια, η Εκκλησία του Δήμου, η Βουλή, αλλά και στις εορταστικές εκδηλώσεις. Οι ρητοροδιδάσκαλοι ανέλαβαν επ’ αμοιβή την εκπαίδευση εύπορων νέων που ήθελαν να ακολουθήσουν πολιτική σταδιοδρομία.[1] Κατά τον Αριστοτέλη αναπτύχθηκαν τρία είδη ρητορικού λόγου: το δικανικόν, το συμβουλευτικόν (πολιτικός), το επιδεικτικόν (πανηγυρικός).[2]
Στην πρώτη ενότητα θα παρουσιάσουμε ένα απόσπασμα από τη Ρητορική του Αριστοτέλη. Η Ρητορική βασίζεται στα χειρόγραφα του Αριστοτέλη, στα οποία περιγράφονται με επιστημονικούς όρους οι πρακτικές, οι μέθοδοι της ρητορικής τέχνης.[3]
Στη δεύτερη ενότητα θα ασχοληθούμε με τους δικανικούς λόγους του Απολλόδωρου «Κατά Νεαίρας» και του Αισχύνη «Περὶ τῆς παραπρεσβείας» (34), που γράφτηκαν τον 4ο αιώνα π.Χ., όταν η Αθήνα είχε περιέλθει σε παρακμή. Η μήνυση που κατέθεσε ο Απολλόδωρος το 342 π.Χ. κατά της εταίρας Νεαίρας είναι δείγμα διαβολής, αφού αναφερόταν σε γεγονότα που είχαν συμβεί πριν