https://independent.academia.edu/NAFSIKA

Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2014

Η δημιουργία του Ελληνικού αλφάβητου και τα αίτια της διγλωσσίας, ΕΛΠ 10

Ναυσικά Αλειφέρη, για ΕΛΠ 10, ΕΑΠ
Ιανουάριος 2014.



ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η ελληνική γραφή από την πρώτη εμφάνισή της –κατά το τέλος της Παλαιολιθικής εποχής– έως τον 9ο αιώνα πέρασε από πέντε στάδια:
α) Το εικονόγραμμα που εμφανίζεται σε σπήλαια και απεικονίζει σκηνές κυνηγιού ή μάχης β) Το ιδεόγραμμα στα μέσα της 4ης π.Χ. χιλιετίας που εξεικονίζει και αντικείμενα γ) την εξέλιξη του ιδεογράμματος το οποίο γίνεται πιο γραμμικό και ο γραφέας προσπαθεί να αντιστοιχίσει ήχο με εικονίδιο δ) το συλλαβόγραμμα, που απομονώνει φθόγγους και τους εξεικονίζει σε συλλαβές μιας λέξης. Τέτοιου είδους γραφικό σύστημα είναι η μινωική Ιερογλυφική ή Εικονική που εμφανίζεται σε σφραγιδόλιθους της Κρήτης στα τέλη του 19ου αιώνα και η Γραμμική Α (και οι δύο δεν έχουν αποκρυπτογραφηθεί). Στα τέλη του 15ου αιώνα η Γραμμική Β –ένα σύστημα 88 συλλαβογραμμάτων και 260 ιδεογραμμάτων– κάνει την εμφάνισή της σε πήλινα αγγεία, πινακίδες, σφραγίδες και αφορά απογραφές, και λογαριασμούς[1] ε) Το γράμμα, το οποίο αντιστοιχεί σ’ έναν φθόγγο. [2]
            Από τον 12ο αιώνα, που ολοκληρώθηκε η εισβολή των βόρειων λαών στον ελλαδικό χώρο με την κάθοδο των Δωριέων έως τον 9ο αιώνα παρατηρείται δημογραφική κάμψη και οπισθοδρόμηση του πολιτισμού των πληθυσμών. Οι αιώνες αυτής της περιόδου χαρακτηρίζονται από τους ιστορικούς μελετητές ως «Σκοτεινοί» (ιδίως ο 11ος και ο 10ος) λόγω της έλλειψης αρχαιολογικών τεκμηρίων. Τα ελληνικά φύλα που προωθήθηκαν στη Βαλκανική χερσόνησο ήρθαν σε επαφή με τους αυτόχθονες πληθυσμούς, όπως οι Πελασγοί, Λέλεκες, οι Κάρες. Από τη συνύπαρξη των επιδρομέων και των αυτόχθονων πληθυσμών προέκυψε η ελληνική γλώσσα. Οι προηγούμενες γραφές φαίνεται ότι εγκαταλείφθηκαν· παρ’ όλα αυτά κάποιες λέξεις φτάνουν έως τη νεοελληνική γλώσσα.

Η επαναδραστηριοποίηση των Ελλήνων ξεκίνησε τον 9ο αιώνα. Τα μακρινά ταξίδια, οι εμπορικές συναλλαγές έφεραν τους λαούς του Αιγαίου σε επαφή με τους λαούς της Εγγύς Ανατολής. Σε αυτή την χρονική περίοδο τοποθετείται η γνωριμία με τα –κατά τον Ηρόδοτο[3]– «Φοινικήια γράμματα».
            Στην πρώτη ενότητα θα ασχοληθούμε με τη διαμόρφωση και τελειοποίηση του φοινικικού αλφάβητου από τους Έλληνες και την εγχάρακτη επιγραφή γνωστή ως «το ποτήρι του Νέστορα».
            Στη δεύτερη ενότητα θα αναφέρουμε τις ιστορικές συνθήκες της δημιουργίας της Αττικής διαλέκτου και της Κοινής γλώσσας των Ελληνιστικών Χρόνων.  


ΠΡΩΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ
Το ελληνικό αλφάβητο και το «ποτήρι του Νέστορα»
Οι γλωσσολόγοι βασιζόμενοι στα έως τώρα αρχαιολογικά γραπτά τεκμήρια καταλήγουν στο ότι το αλφαβητικό σύστημα είναι εφεύρεση των Φοινίκων.[4] Οι  Φοίνικες από τα μέσα της 2ης χιλιετίας π.Χ., χρησιμοποιούσαν ένα συλλαβικό σύστημα, που περιελάμβανε 22 σύμβολα· μόνο σύμφωνα, τα περισσότερα συρριστικά.[5] Η κατεύθυνση της γραφής ήταν από τα δεξιά προς τα αριστερά, όπως στο σύγχρονο αραβικό.
Η καινοτομία των Ελλήνων έγκειται στο ότι με την αντικατάσταση πέντε συμβόλων του φοινικικού αλφάβητου και την προσθήκη δύο ακόμη φωνηέντων διαμορφώθηκε ένα φωνολογικό γλωσσικό σύστημα με επτά φωνήεντα, στο οποίο σύστημα κάθε φθόγγος αντιστοιχεί σε ένα γράμμα. Επιπλέον καθώς τα γράμματα έχουν συγκεκριμένη θέση, σε κάθε γράμμα αντιστοιχεί ένας αριθμός, το αλφάβητο χρησιμοποιείται και ως αριθμητικό σύστημα.[6]
Η χρησιμοποίηση της νέας αλφαβητικής γραφής στον ελλαδικό χώρο χρονολογείται στα τέλη του 8ου αιώνα, όπως προκύπτει από τις λίγες χαραγμένες ή γραπτές επιγραφές σε αγγεία, πέτρες, μέταλλο.[7] Η γραφή, η μεγαλύτερη εφεύρεση του ανθρώπου, κατά τον ιστορικό Will Durant «δημιούργησε σχεδόν τον πολιτισμό ενώ η εμφάνισή της καθορίζει το σημείο από το οποίο αρχίζει η Ιστορία».[8] Η εύκολη ανάγνωση και γραφή του νέου αλφάβητου και «των γραμμάτων οι συνθέσεις», βοήθησε στη «μνήμη των πάντων»[9]. Η συζήτηση επί των γραπτών κειμένων –στα οποία αναγράφονται νόμοι, συμφωνίες, ψηφίσματα– ανέπτυξε την αμφισβήτηση, την επιχειρηματολογία, την ανάλυση, το κριτικό πνεύμα θέτοντας έτσι, τις βάσεις του επιστημονικού λόγου[10], «μια και οι ιδέες έχουν ως όχημα τις λέξεις»[11].
Οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί υιοθέτησαν το νέο αλφάβητο.  Η απομόνωση, όμως, των οικιστικών πυρήνων –η οποία οφειλόταν στην ελληνική γεωγραφική ιδιαιτερότητα (ορεινοί όγκοι, περίκλειστες πεδιάδες, νησιά)– είχε συντελέσει, στις αρχές των ιστορικών χρόνων, στην ανάπτυξη τοπικών διαλέκτων. Οι κυριότερες διάλεκτοι ήταν η Ιωνική και η Αττική (που ανήκουν στην Ανατολική ομάδα), η Αιολική και η Αρκαδοκυπριακή (στη Κεντρική) και η Δωρική (στη Δυτική). Οι ιδιομορφίες, λοιπόν, των τοπικών διαλέκτων αποτυπώθηκαν στα τοπικά αλφάβητα, τα οποία είχαν από 21-23 γράμματα.[12] Παρ’ όλες τις διαφοροποιήσεις των διαλέκτων η επικοινωνία μεταξύ των ελληνόφωνων ήταν εφικτή.
Κατά τον 8ο αιώνα η "στενοχωρία", δηλαδή η έλλειψη καλλιεργήσιμης γης, οδήγησε τους Έλληνες στον αποικισμό των περιοχών της Δύσης, ο οποίος διευκόλυνε τη διασπορά του ελληνικού αλφαβήτου. Οι ταξιδευτές μετέφεραν στα μέρη που αποίκησαν, το αλφάβητο της μητρόπολής τους. Σε τάφο των Πιθηκουσών της κάτω Ιταλίας, που ήταν αποικία των Χαλκιδέων της Εύβοιας, βρέθηκε μία από τις αρχαιότερες διασωθείσες επιγραφές σε θραύσμα πήλινου αγγείου.[13] 

ΝΕΣΤΟΡΟΣ:[ΕΜΙ]:ΕΥΠΟΤ[ΟΝ]:ΠΟΤΕΡΙΟ[Ν]
ΗΟΣΔΑΤΟΔΕΠ[ΙΕΣΙ]:ΠΟΤΕΡΙ[Ο]:AΥΤΙΚΑΚΕΝΟΝ
ΗΙΜΕΡ[ΟΣΗΑΙΡ]ΕΣΕΙ:ΚΑΛΛΙΣΤ[ΕΦΑΝ]Ο:ΑΦΡΟΔΙΤΕΣ

Το περιπαιχτικό σχόλιο του ιδιοκτήτη του πήλινου κυπέλλου –οι εγχάρακτες επιγραφές σε ευτελή αντικείμενα συνηθίζονταν «σε συμποτικό περιβάλλον»[14]– παραπέμπει στον στίχο της Ιλιάδας (Λ, 632-637) του Ομήρου, που αναφέρεται στο περίφημο χρυσό κύπελλο του Νέστορα (μυθικού βασιλιά της Πύλου).
Η εγχάρακτη επιγραφή που τοποθετείται χρονικά στο β΄ μισό του 8ου αιώνα,  είναι γραμμένη σύμφωνα με το χαλκιδικό αλφάβητο, που ανήκει στη Δυτική ομάδα· το χαλκιδικό αλφάβητο συγχωνεύτηκε με το ετρουσκικό και στη συνέχεια διαμορφώθηκε το λατινικό[15]. Το χαρακτηριστικό της επιγραφής είναι η μεγαλογράμματη γραφή, η οποία έχει κατεύθυνση «επί τα λαιά» (από τα δεξιά προς τα αριστερά).
Ο ρυθμός της προσωδίας –η εναλλαγή σε μακρόχρονες και βραχύχρονες συλλαβές, με έμφαση στο ύψος και όχι στην ένταση του τόνου της φωνής– εμφανίζεται σε εγχάρακτες επιγραφές καθώς και στο έπος του Ομήρου, Ιλιάδα, η οποία πιθανολογείται ότι γράφτηκε την ίδια περίοδο.[16] Η διάκριση σε μακρόχρονα και βραχύχρονα φωνήεντα υπήρχε σε αρκετά αλφάβητα –μεταξύ αυτών και στο χαλκιδικό. Ο προσωδιακός χαρακτήρας της χαλκιδικής επιγραφής φαίνεται από τη θέση του ΗΤΑ μπροστά από φωνήεν για να δηλώσει μακρύ χρόνο, στις λέξεις: ΗΟΣ, ΗΙΜΕΡΟΣ, ΗΑΙΡΕΣΕΙ. 
Ο άρχοντας της Αθήνας Ευκλείδης, το 403/2 π.Χ., ακολουθώντας την προτροπή του Αχίνου, αντικατέστησε το αττικό αλφάβητο με το αλφάβητο της Μιλήτου –μεγάλο πολιτιστικό και πνευματικό κέντρο της Ιωνίας: [17]
  Το ιωνικό ή αλλιώς «ευκλείδιο» αλφάβητο με τα 24 γράμματα καθιερώθηκε ως επίσημη γραφή της Αθήνας και τελικώς επικράτησε σε όλον τον ελληνόφωνο κόσμο. Οι διαφορές του χαλκιδικού αλφάβητου από το ιωνικό καθιστούν αδύνατη την εγχάραξη της επιγραφής στο κύπελλο του Νέστορα, μετά τον 5ο αιώνα, για τους εξής λόγους:
Με την υιοθέτηση του ιωνικού αλφάβητου οριστικοποιήθηκε η γραφή «ες ευθύ» (όπως στη Γραμμική Β[18])· καταργήθηκε η χρήση του [Η] ως σύμβολο του δασέος πνεύματος και χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον φθόγγο e μακρό (ē)· αντικαταστάθηκε το [ου] με το [ο]· τα γράμματα [Γ, Λ, Μ, Π, Σ] πήραν την τελική τους μορφή ενώ το γράμμα [Q] διατηρήθηκε ως δηλωτικό του αριθμού 90.
Η επιγραφή μεταγραμμένη, σε συνδυασμό και με τη χρήση τόνων και πνευμάτων που εισήχθησαν τον 3ο αιώνα π.Χ. από τον Αλεξανδρινό γραμματικό Αριστοφάνη τον Βυζάντιο[19], έχει ως εξής:
Νέστορος [εμ] εποτ[ον] ποτήριο[ν]·
ς δ’ ν τοδε π[ίησι] ποτηρί[ου] ατίκα κνον [= κενον]
μερ[ος αρ]ήσει καλλιστ[εφάν]ου φροδίτης.

Αρκετές από τις λέξεις της επιγραφής συναντώνται και στο νεοελληνικό λεξιλόγιο:
-Αμετάβλητες όπως: ΠΟΤΗΡΙΟ, ΝΕΣΤΟΡΟΣ, ΑΦΡΟΔΙΤΗ (λέξη των προελληνικών πληθυσμών[20])· η σπάνια λέξη (ο) ΙΜΕΡΟΣ [(=ερωτική επιθυμία), ομόρριζη με τη λέξη «μέριμνα»][21] είναι τοπωνύμιο της Μακεδονίας.
-Ως συνθετικό μέρος σύνθετων λέξεων όπως: το [ΕΥ] (ευγενής, ευανάγνωστο, ευάλωτος), το [ΑΙΡΩ] (διαιρώ, εξαιρώ, κ.ά.).
-Οικείες λέξεις αν και δεν χρησιμοποιούνται συχνά όπως: ΤΟΥΔΕ, ΕΙΜΙ, ΚΑΛΛΙΣΤΕΦΑΝΟΥ.
Η διάσωση στη νεοελληνική γλώσσα αρχαίων λέξεων καθώς και η –σχεδόν αναλλοίωτη– γραμματικοσυντακτική δομή (ουσιαστικό, ρήμα, αντωνυμία, επίθετο, πτώσεις, αριθμός) μαρτυρούν τη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας στη μακραίωνη περίοδο των 4.000 ετών ώστε «να μιλάμε για ενιαία ελληνική γλώσσα».[22]



ΔΕΥΤΕΡΗ  ΕΝΟΤΗΤΑ      
Τα αίτια της ελληνικής διγλωσσίας
Ο Browning R. στο βιβλίο Η μεσαιωνική και νέα ελληνική γλώσσα, χρησιμοποιεί δύο γραπτές πηγές –τα χωρία της Καινής Διαθήκης του 1ου αιώνα μ.Χ. και τις γλωσσικές παρατηρήσεις του αττικίζοντα γραμματικού Φρύνιχου του 2ου αιώνα μ.Χ.–  για να αποτυπώσει την εικόνα της διγλωσσίας που είχε προκύψει από τον 1ο π.Χ.[23]

Πάτερ εχαριστ σοι. (Ιωάν. 11.41).
Φρύνιχος: Εχαριστεν οδες τν δοκίμων επεν, λλ χάριν εδέναι.
ρον τν κράββατόν σου κα περιπάτει  (Μάρκ. 19.24).
Φρύνιχος: Σκίμπους λέγε, λλ μ κράββατος.
Κρούσαντος δ ατο τν θύραν (Πράξ. 12.3).
Φρύνιχος: Κροσαι τν θύραν σως μέν που παραβεβίασται χρσις· μεινον δ τ κόπτειν τν θύραν.
Μακάριος στις φάγεται ριστον (Λουκ. 14.15).
Φρύνιχος: Φάγομαι βάρβαρον. Λέγε ον δομαι κα κατέδομαι· τοτο γρ ττικόν.
πελεύσοντες οτοι ες κόλασιν αώνιον (Ματ. 25.46).
Φρύνιχος: πελεύσομαι παντάπασι φυλάττου· οτε γρ ο δόκιμοι ήτορες, οτε ρχαία κωμδία, οτε Πλάτων κέχρηται τ φων· ντ δ’ ατο τ πειμι χρ κα τος μοειδέσιν σαύτως.
Από τον 5ο αιώνα π.Χ. η ανάδειξη του ηγεμονικού ρόλου της Αθήνας στην Α΄ Αθηναϊκή Συμμαχία καθώς και η φήμη της πόλης ως πνευματικό και πολιτιστικό κέντρο συνέβαλε στην ευρεία χρήση της αττικής διαλέκτου. Ο βασιλιάς της Μακεδονίας, Φίλιππος, φιλομαθής και λάτρης της αθηναϊκής φιλοσοφίας, επέβαλε την αττική διάλεκτο στη διοίκηση, στην εκπαίδευση, στο στρατό. Οι κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τον 4ο αιώνα π.Χ., έκαναν γνωστή την αττική γλώσσα στους λαούς της αχανούς αυτοκρατορίας του. Οι επίγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου διατήρησαν την αττική διάλεκτο ως επίσημη γλώσσα των ελληνιστικών βασιλείων που ίδρυσαν.[24]
Στον γραπτό λόγο παρέμεναν ζωντανές και οι άλλες διάλεκτοι, λόγω του ότι οι ιστορικοί, λογοτέχνες, ποιητές έγραφαν όχι στη μητρική τους διάλεκτο αλλά χρησιμοποιούσαν γλωσσικά στοιχεία από τη διάλεκτο στην οποία πρωτοπαρουσιάστηκε το αντίστοιχο λογοτεχνικό είδος.[25] Στον προφορικό λόγο, όμως, η αττική διάλεκτος είχε δεχθεί εσωτερικές μεταβολές από τους ελληνόφωνους, οι οποίοι διατηρούσαν στοιχεία των τοπικών διαλέκτων τους, κυρίως από τη Δωρική και την Ιωνική. Συγχρόνως, δέχθηκε εξωτερικές αλλοιώσεις και γλωσσικά δάνεια, λόγω της μακροχρόνιας καθημερινής τριβής της, από τους αλλόγλωσσους, οι οποίοι εξακολουθούσαν να μιλάνε και τη μητρική τους γλώσσα.
Οι αλλοιώσεις διαμόρφωσαν –κατά τον γλωσσολόγο Χατζηδάκη, μια πέμπτη διάλεκτο–[26]  την Κοινή Αλεξανδρινή διάλεκτο ή Κοινή των Ελληνιστικών Χρόνων, με κορμό την αττική διάλεκτο. Οι πηγές από τις οποίες αντλούν πληροφορίες οι γλωσσολόγοι για τη διαμόρφωση της προφορικής αβίαστης ομιλίας, είναι οι πάπυροι της Αιγύπτου, στους οποίους η αλληλογραφία των απλών πολιτών εμφανίζεται ανεπιτήδευτη και αρκετές φορές ανορθόγραφη.[27]
Η γλωσσική τάση ήταν να απλοποιηθεί η γλώσσα της επικοινωνίας εκατομμυρίων ανθρώπων με διαφορετικό πολιτισμό, θρησκεία, και κοινωνικοοικονομικό επίπεδο, οι οποίοι δήλωναν τα σημαίνοντα και τα σημαινόμενα με διαφορετική γλώσσα.[28] Ενδεικτικά αναφέρουμε αλλαγές που υπέστη η Κοινή στη φωνολογία: καθώς όλα τα φωνήεντα έγιναν βραχύχρονα έχασε τον αττικό προσωδιακό της χαρακτήρα και με την εισαγωγή των τόνων απέκτησε δυναμικό χαρακτήρα· στη μορφολογία: κατάργηση του δυικού αριθμού και σταδιακή κατάργηση της δοτικής, η οποία ολοκληρώθηκε τον 10 αιώνα μ.Χ.· στο λεξιλόγιο: παραγωγή νέων λέξεων, χρήση υποκοριστικών και εισαγωγή ξένων λέξεων.[29]
H παγκόσμια λαλιά (lingua franca) με το πέρασμα των αιώνων ξεπέρασε τα σύνορα της διοικητικής και εμπορικής χρήσης και έκανε αισθητή την ύπαρξή της στη λογοτεχνία, φιλοσοφία, επιστήμη και στην καταγραφή της ιστορίας. H Κοινή σταδιακά εξαφάνισε από το προσκήνιο τις αρχαίες ελληνικές διαλέκτους, ενώ παράλληλα εμπλουτίστηκε με γλωσσικά δάνεια από πολυάριθμες γλώσσες. Η μετάφραση των εβραϊκών κειμένων της «Παλαιάς Διαθήκης», (γνωστή ως «Η Μετάφρασις των Ο΄» που πραγματοποιήθηκε τον 3ο αιώνα π.Χ. από ελληνίζοντες Εβραίους με σκοπό τη διάδοση και διάσωση της θρησκείας τους) στην Κοινή ομιλούμενη γλώσσα, μαρτυρά τη δυναμική τάση και την εμβέλεια της γλώσσας.[30]
Η ρωμαϊκή κυριαρχία επιβλήθηκε στον ελλαδικό χώρο μετά την ολοκληρωτική καταστροφή της Κορίνθου το 146 π.Χ. Οι άλλοτε κραταιές ελληνικές πόλεις –μεταξύ αυτών και η Αθήνα– μετατράπηκαν σε επαρχίες της πολυεθνικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο ελληνικός πολιτισμός επηρέασε τους επιφανείς Ρωμαίους, οι οποίοι εκπαιδεύονταν από έλληνες διδάσκαλους, υιοθέτησαν αρκετά στοιχεία από τον ελληνιστικό τρόπο ζωής και χρησιμοποιούσαν την ελληνική γλώσσα.[31]
Ενώ η Κοινή θριάμβευε στη λεκάνη της Μεσογείου, οι λόγιοι των πνευματικών κέντρων (όπως  η Αλεξάνδρεια, η Πέργαμος, η Αντιόχεια, που είχαν ήδη αναπτυχθεί κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους,) νοσταλγώντας το κλέος του «χρυσού αιώνα του Περικλή», από τον 1ο αιώνα π.Χ. υποστήριζαν –ως έναυσμα για τη συγγραφή κειμένων αντάξιων των κειμένων των μεγάλων διανοητών– την εκμάθηση της περίτεχνης και εκφραστικής Αττικής διαλέκτου αντί της παρακμιακής και χυδαίας Κοινής.[32] Οι λεγόμενοι αττικιστές θεωρούσαν ότι είναι εφικτό να εμποδίσουν τις μεταβολές που αναπόφευκτα η ομιλούμενη γλώσσα υφίσταται, καθώς προσαρμόζεται, εμπλουτίζεται, ανανεώνεται από τους χρήστες της. 
Οι αττικιστές, εκτιμώντας ότι η ανάγνωση των ελληνικών κειμένων και έργων στα οποία εκθειάζονταν τα κατορθώματα των προγόνων τους –μεταξύ αυτών και η εκπληκτική πορεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου– θα αφύπνιζε τους Έλληνες ώστε να επαναστατήσουν κατά της ρωμαιοκρατίας, είχαν έναν επιπλέον λόγο να επιμένουν στη γνώση της αρχαίας γλώσσας. Οι αττικίζοντες ρητοδιδάσκαλοι και γραμματικοί απευθυνόμενοι στους λόγιους, τους εκπαιδευτικούς και στους μαθητές της φιλοσοφίας και της ρητορικής  κατάφεραν και επέβαλαν για δύο περίπου αιώνες την αρχαία αττική γλώσσα στην εκπαίδευση.[33]
 Οι μεταβολές που υφίσταται η ομιλούμενη γλώσσα δεν αποτυπώνονται την ίδια χρονική περίοδο και στον γραπτό λόγο. Το επακόλουθο της διχογνωμίας –των Αττικιστών από τη μια πλευρά και των υποστηρικτών της Κοινής από την άλλη– μεγάλωσε το χάσμα ανάμεσα στη λόγια γλώσσα και στο δημώδη λόγο, με αποτέλεσμα τα γραπτά κείμενα να απέχουν αρκετά από την ομιλούμενη γλώσσα, θέτοντας έτσι τις ρίζες της διγλωσσίας.[34]
            Η αντιπαράθεση οξύνθηκε τον 1ο αιώνα μ.Χ. με την εμφάνιση του Χριστιανισμού, μια νέα θρησκεία, προερχόμενη από την Παλαιστίνη, η οποία  ήταν μία από τις κτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Οι Ιουδαίοι είχαν γνωρίσει τον ελληνικό πολιτισμό και αρκετοί εξ αυτών είχαν ενστερνιστεί την ελληνική κουλτούρα. Οι πιστοί της νεόκοπης θρησκείας θεωρώντας ειδωλολατρικό, οτιδήποτε σχετιζόταν με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, το απέκλειαν· κατ’ επέκταση και τη γλώσσα. Παρόλα αυτά, οι Αποστολικοί Πατέρες, όπως ο Παύλος και ο Ιωάννης, επιδιώκοντας τη διάδοση της θρησκείας τους και τον προσηλυτισμό ελληνόφωνων πολιτών, έγραψαν απευθείας την «Καινή Διαθήκη» –τα ιερά βιβλία του Χριστιανισμού– στην Κοινή γνωρίζοντας ότι μ’ αυτόν τον τρόπο η διδασκαλία τους θα γίνει κατανοητή. 
Από την άλλη πλευρά, οι Εθνικοί –οι επιφανείς μορφωμένοι και υπέρμαχοι της ελληνορωμαϊκής παιδείας– θέλοντας να τονίσουν την περιφρόνησή τους για τον Χριστιανισμό, θεωρώντας τον μια ακόμη ανατολική μυστηριακή λατρεία των χαμηλότερων τάξεων, μιλούσαν την ορθή ελληνική γλώσσα, δηλαδή την Αττική.[35]
  Οι αττικιστές του 1ου και 2ου αιώνα μ.Χ. ακολουθούσαν την πρακτική των πρωτεργατών του "αττικού κινήματος" του 1ου αιώνα π.Χ., με σκοπό να προστατεύσουν την πολιτιστική κληρονομιά τους από τους μισαλλόδοξους χριστιανούς. Τα λεξικά που εξέδωσαν περιείχαν κανόνες, ερμηνευτικά σχόλια και αποσπάσματα κειμένων· χρήσιμα βοηθήματα για τη θεωρητική κατάρτιση των μαθητών και πολύτιμη βοήθεια για τους λογοτέχνες και τους ρητοροδιδάσκαλους, οι οποίοι  ενδιαφέρονταν να διανθίσουν τα κείμενα ή τις ομιλίες τους με αττικές λέξεις.  Ως κριτήριο εγκυρότητας μιας λέξης ήταν η παρουσία της στην αρχαία ελληνική γραμματεία, κάτι που είναι ολοφάνερο στο παράθεμα του R. Browning. Ο αττικιστής Φρύνιχος δεν διορθώνει τα λάθη των κειμένων του Χριστιανισμού· αλλά, προτείνει στους μαθητές του την αντικατάσταση λέξεων της καθομιλουμένης με τις κατάλληλες αρχαίες ελληνικές, όπως: «σκίμπους» αντί «κράββατον», «έδομαι και κατέδομαι» αντί «φάγομαι».
Οι υποστηρικτές του Αττικισμού επέμεναν να γράφουν σε μια γλώσσα η οποία δεν τους ήταν οικεία και λόγω έλλειψης βαθιάς γνώσης της Αττικής κάλυπταν τα γλωσσολογικά κενά με ψευτοαττικισμούς, σολικισμούς και με την επαναφορά γλωσσικών τύπων που είχαν καταργηθεί. Ελάχιστοι συγγραφείς, όπως ο Πλούταρχος και ο Γαληνός, τολμούσαν να αντλήσουν λέξεις από τη μεγάλη ποικιλία του δημώδους λόγου.[36] 
Ο Αττικισμός, παρόλα τα λάθη και τις παραλείψεις του, ήταν το ανάχωμα στην ακατάσχετη εισροή ξένων λέξεων, το οποίο προφύλαξε την ελληνική γλώσσα. Η αδιάλλακτη, όμως, στάση των αττικιστών απέναντι στη ζωντανή προφορική γλώσσα ήταν η αιτία του ελληνικού γλωσσικού διχασμού.[37]

 ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ενώ αρχικά παρατηρείται κατακερματισμός της προφορικής γλώσσας λόγω της διασποράς των ελληνόφωνων φύλων, στη συνέχεια οι μετακινήσεις τους, οι συμμαχίες εναντίον των βαρβάρων είχαν ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση ενιαίας γλώσσας.[38]
H δεύτερη σε αρχαιότητα ελληνική γλώσσα, ανήκει στην ινδοευρωπαϊκή οικογένεια γλωσσών, μιλιέται αδιάκοπα για 4.000 χρόνια και γράφεται για περίπου 3.500 χρόνια (με κενό από τον 13ο έως τον 8ο αιώνα π.Χ.). Η ελληνική γλώσσα, παρ’ όλες τις αλλοιώσεις που υπέστη σε τόσο μάκρος χρόνου και το πρόβλημα της διγλωσσίας που έφτασε έως τον 20ό αιώνα, διατηρεί τη δομική και λεξικολογική συνοχή της.[39]


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αισχύλος, Προμηθεύς δεσμώτης, εκδ. ΚΑΚΤΟΣ, Αθήνα 1992.
Βερέμης Θ., Γιαννόπουλος Ι., Ζουμπάκη Σ., Ζύμη Ελ., Ιωάννου Θ., Μαστραπάς Α., Ελληνική Ιστορία, τόμ. Α, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2002.
Βούρτσης Ι., Μανακίδου Ε., Πασχαλίδης Γ., Σμπόνιας Κ., Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, τόμ. Α, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999.
Γιαννόπουλος Ιω., Κατσιαμπούρα Γ., Κουκουζέλη Α., Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, τόμ. Β, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2000.
Κοπιδάκης Μ.Ζ., Ιστορία της ελληνικής γλώσσας, εκδ. Ε.Λ.Ι.Α, Αθήνα  2000.
Κυριακόπουλος Παναγιώτης, Η Ελληνική γλώσσα, Η πατρίδα του Πολιτισμού, εκδ. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΔΟΤΙΚΗ, Αθήνα 2008.
Μπαμπινιώτης Γεώργιος, ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, εκδ. ΚΕΝΤΡΟ ΛΕΞΙΚΟΛΟΓΙΑΣ ΕΠΕ, Αθήνα 2002.
Τομπαΐδης Ε. Δημήτριος, ΕΠΙΤΟΜΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Γ΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ, ΟΕΔΒ, Αθήνα 1980.
Browning, R., Η μεσαιωνική και νέα ελληνική γλώσσα, μτφρ. Μ. Κονομή, εκδ. ΠΑΠΑΔΗΜΑ, Αθήνα 2008.
Guarducci Μ., Η ελληνική επιγραφική. Από τις απαρχές ως την ύστερη ρωμαϊκή αυτοκρατορική περίοδο, μτφ. Κ. Κουρεμένος, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 2008.
Klaffenbach Günther, Ελληνική επιγραφική, διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο study.eap.gr., ημερ. ανάκτησης Δεκέμβριος 2013.
Mosse Glaude, Schnapp-Gourbeillon Annie, Επίτομη Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας (2.000-31π.Χ.), μτφ. Λύντια Στεφάνου, εκδ. ΠΑΠΑΔΗΜΑ, Αθήνα 2013.






[1]. Klaffenbach Günther, Ελληνική επιγραφική, διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο study.eap.gr., ημερ. ανάκτησης Δεκέμβριος 2013.
[2]. Βούρτσης Ι., Μανακίδου Ε., Πασχαλίδης Γ., Σμπόνιας Κ., Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, τόμ. Α΄, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σσ. 252-253.
[3]. Klaffenbach Günther, ό.π., σ. 57.
[4]. Mosse Glaude, Schnapp-Gourbeillon Annie, Επίτομη Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας (2.000-31π.Χ.), μτφ. Λύντια Στεφάνου, εκδ. ΠΑΠΑΔΗΜΑ, Αθήνα 2013, σ. 154.
[5]. Βούρτσης Ι., κ.ά., ό.π., σ. 266.
[6].      -"-, σ. 268.
[7].      -"-, σ. 266.
[8]. Κυριακόπουλος Παναγιώτης, Η Ελληνική γλώσσα, Η πατρίδα του Πολιτισμού, εκδ. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΔΟΤΙΚΗ, Αθήνα 2008, σ. 193.
[9]. «…γραμμάτων συνθέσεις, μνήμην απάντων, μουσομήτορ’ εργάνην…», Αισχύλος, Προμηθεύς δεσμώτης, εκδ. ΚΑΚΤΟΣ, Αθήνα 1992, σ. 66, στίχ. 472-473.
[10]. Mosse Glaude, ό.π., σ. 156.
[11]. Μπαμπινιώτης Γεώργιος, ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, εκδ. ΚΕΝΤΡΟ ΛΕΞΙΚΟΛΟΓΙΑΣ ΕΠΕ, Αθήνα 2002, σ. 15.
[12]. Βούρτσης Ι., κ.ά., ό.π., σ. 271-272.
[13]. Ματθαίος Μπέσιος, Γιάννης Ζ. Τζιφόπουλος και Αντώνης Κοτσώνας, Μεθώνη Πιερίας Ι: Επιγραφές, χαράγματα και εμπορικά σύμβολα στη γεωμετρική και αρχαϊκή κεραμική από το ‘Υπόγειο’, εκδ. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη 2012, σ. 21.
[14].   -"-,  σ. 30.
[15]. Βούρτσης Ι., κ.ά., ό.π., σ. 268.
[16]. Γιαννόπουλος Ιω., Κατσιαμπούρα Γ., Κουκουζέλη Α., Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, τόμ. Β, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2000, σ. 219.
[17]. Guarducci Μ., Η ελληνική επιγραφική. Από τις απαρχές ως την ύστερη ρωμαϊκή αυτοκρατορική περίοδο, μτφ. Κ. Κουρεμένος, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 2008, σσ. 49-50.
[18]. Βούρτσης Ι., κ.ά., ό.π., σ. 263.
[19].     -"-, σ. 376.
[20]. Πελασγοί, Λέλεγες και Κάρες. Βούρτσης Ι., κ.ά., ό.π., σ. 259.
[21]. Μπαμπινιώτης Γεώργιος, ό.π., σ. 1074.
[22].     -"-, σ. 16.
[23]. Browning R., Η μεσαιωνική και νέα ελληνική γλώσσα, μτφ. Μαρία Κονόμη, εκδ. ΠΑΠΑΔΗΜΑ, Αθήνα 2008, σσ. 69-70.
[24]. Βούρτσης Ι., κ.ά., ό.π.,  σσ. 282-283.
[25].    -"-,  σ. 275.
[26]. Κοπιδάκης, Ιστορία της ελληνικής γλώσσας, εκδ. Ε.Λ.Ι.Α, Αθήνα  2000, σ. 85.
[27]. Βούρτσης Ι., κ.ά., ό.π., σ. 283.
[28]. Κοπιδάκης, ό.π.,  σ. 87.
[29]. Τομπαΐδης Ε. Δημήτριος, ΕΠΙΤΟΜΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Γ΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ, ΟΕΔΒ, Αθήνα 1980, σσ. 28-31.
[30]. Βούρτσης Ι., κ.ά., ό.π., σ. 284.
[31]. Βερέμης Θ., Γιαννόπουλος Ι., Ζουμπάκη Σ., Ζύμη Ελ., Ιωάννου Θ., Μαστραπάς Α., Ελληνική Ιστορία, τόμ. Α΄, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2002, σσ. 201-203.
[32]. Browning, R., ό.π., σ. 64.
[33].   -"-,  σ. 64.
[34]. Browning R., ό.π., σ. 65.
[35]. Βερέμης Θ., κ.ά., ό.π., σ. 233.
[36]. Browning, R., σσ. 66-67.
[37].   -"-, σσ. 68-69.
[38]. Βούρτσης Ι., κ.ά., ό.π., σ. 271.
[39]. Μπαμπινιώτης Γεώργιος, ό.π., σ. 16.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου