https://independent.academia.edu/NAFSIKA

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2016

ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΟΙΗΣΗ (8ος-μέσα 5ου αιώνα π.Χ.), ΕΛΠ 21

Φοιτητική εργασία της Ναυσικάς Αλειφέρη για το Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο (βαθμός 9,3)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 


Ο Απόλλων και η λύρα του
Η ποίηση -επική και λυρική- είναι είδος της λογοτεχνίας.[1] Τα έπη αφηγούνται ηρωικές πράξεις ανθρώπων και δράσεις θεών. Οι ήρωες  κερδίζουν τον απεριόριστο θαυμασμό και γίνονται πρότυπα προς μίμηση. Η απαγγελία ποιημάτων γινόταν από τους ραψωδούς σε θρησκευτικές εορτές, που περιλάμβαναν μουσικούς και αθλητικούς αγώνες. Στην πρώτη ενότητα θα ασχοληθούμε με το απόσπασμα (ραψωδία μ, 153-200 στ.) από την ομηρική Οδύσσεια, που πιθανολογείται ότι γράφτηκε τον 7ο αι. π.Χ. Το έπος που ανήκει στον κύκλο Νόστος περιγράφει τις περιπέτειες του Οδυσσέα και τον διακαή πόθο για επιστροφή στην πατρίδα.[2]


Κατηγορίες της λυρικής ποίησης είναι η μελική και η χορική. Η μελική ποίηση εκφράζει προσωπικά συναισθημάτα, απόψεις, εμπειρίες και στοχεύει στην αισθητική απόλαυση. Η θεματολογία της μελικής ποίησης είναι απλή, αντλείται από καθημερινές δράσεις ανθρώπων∙ ωστόσο η ηρωική δράση, ως ένθετη διήγηση, δεν εξαφανίζεται. Ο ποιητής εκτελεί μόνος το έργο του (εξού και όρος μονωδία) με τη συνοδεία λύρας. Καθώς ο ποιητής εκμυστηρευόταν προσωπικές εμπειρίες το κοινό ήταν σαφώς μικρότερο.
            Με τη μονωδία της Σαπφώς και με το Απόσπασμα 1, 36-77, Παρθένειο του Αλκμάνα, θα ασχοληθούμε στη δεύτερη ενότητα. Η Σαπφώ ήταν μέλος της  αριστοκρατικής τάξης και έγραφε στην αιολική διάλεκτο της Λέσβου. Στη Σπάρτη γεννήθηκε η χορική ποίηση -χορός των γυναικών σε δημόσια θέα. Στη χορική ποίηση, ο ποιητής ήταν και συνθέτης, χορογράφος, και συνήθως συνόδευε τον χορό με την κιθάρα του. Ο Αλκμάνας, έγραψε χορικά ποιήματα στο «λακωνικό ιδίωμα».[3]
            Στην ίδια ενότητα θα προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε την άποψη των αρχαίων Ελλήνων για την ωραιότητα. Στην εννοιολογική ελληνική γλώσσα, η λέξη «ωραίο» προέρχεται από τη λέξη
«ώρα», και σημαίνει αυτό που καρπίζει-εκδηλώνεται στην κατάλληλη εποχή, στον καιρό του. Οι αρχαίοι Έλληνες την ωραιότητα την απέδιδαν με τις λέξεις καλός, άριστος -αυτοί/ές που βρίσκονταν σε αρμονία με τις αξίες και τα πρότυπα της κοινωνίας.

1. ΕΠΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ-ΟΔΥΣΣΕΙΑ

Τότε κι εγώ στράφηκα στους συντρόφους, μιλώντας με βαριά καρδιά:
«Καλοί μου φίλοι, ένας δεν φτάνει μήτε δυο να ξέρουν
όσα η Κίρκη λέγοντας μου προφήτεψε, σεμνή θεά 155
Γι’ αυτό κι εγώ θα σας μιλήσω, ώστε γνωρίζοντας ή να πεθάνουμε
ή να γλιτώσουμε τον θάνατο και να ξεφύγουμε τη μαύρη μοίρα.
Λοιπόν η πρώτη συμβουλή της ήταν πώς θα αποφύγουμε
το θείο τραγούδι των Σειρήνων και το ανθισμένο τους λιβάδι.
Μόνο σ’ εμένα επέτρεψε ν’ ακούσω τη φωνή τους· αλλά θα πρέπει 160
να με δέσετε σφιχτά, τόσο που να πονέσω, να μην μπορώ να κουνηθώ,
όρθιο πάνω στο κατάρτι, με τα σχοινιά πλεγμένα γύρω του.
Κι αν σας παρακαλώ, αν σας φωνάζω να με λύσετε,
εσείς θα πρέπει πιο σφιχτά να με τυλίξετε,
μ’ ακόμη περισσότερα δεσμά.»                           165
Κι ενώ μιλώντας εξηγούσα στους συντρόφους τα καθέκαστα,
πλησίαζε πια το καράβι, γερό σκαρί, στων δύο Σειρήνων
το νησί, γρήγορα όπως το έσπρωχνε πρίμο το αγέρι.
Τότε μεμιάς έπεσε ο άνεμος, η νηνεμία άπλωσε
γαλήνη, κοίμισε ο δαίμονας τα κύματα.
Ευθύς πετάχτηκαν επάνω οι σύντροφοι και μαϊνάρουν τα πανιά, 170
τα μάζεψαν στο κοίλωμα του πλοίου κι έσκυψαν στα κουπιά·
ξύλα καλοξυσμένα ελάτινα λευκαίνουν τώρα το νερό.
Την ίδια ώρα εγώ, με κοφτερό χαλκό, χωρίζω φέτα από κερί,
μεγάλη, στρόγγυλη, και στα γερά μου χέρια μάλαξα
τα κομμάτια της· γρήγορα το κερί ζεστάθηκε 175
απ’ τη δική μου τη μεγάλη δύναμη, αλλά κι από το πύρωμα του ήλιου,
οπού περνά σαν βασιλιάς τον ουρανό.
Με τούτο το κερί, όλους μου τους συντρόφους, τους βούλωσα τ’ αφτιά.
Αλλά κι εκείνοι μ’ έδεσαν στο πλοίο χέρια πόδια,
 όρθιο πάνω στο κατάρτι, με τα σχοινιά σφιγμένα γύρω του.
Ύστερα καθισμένοι στα ζυγά, με τα κουπιά στο χέρι
χτυπούσαν το νερό της γκρίζας θάλασσας.         180
Κι όπως, κωπηλατώντας γρήγορα, σίμωσε τόσο το καράβι
στο νησί, που θα μπορούσε να ακουστεί η φωνή του ανθρώπου,
μας πήραν οι Σειρήνες είδηση, πως προσπερνούσε το σκαρί μας γοργοτάξιδο,
κι άρχισαν το ψηλόλιγνο τραγούδι τους:
 «Έλα, Οδυσσέα περίφημε, δόξα των Αχαιών, πλησίασε,
άραξε εδώ το πλοίο, ν’ ακούσεις τη φωνή μας. 185
Αφού κανείς ποτέ δεν μας προσπέρασε στο μελανό καράβι του,
προτού να ακούσει από το στόμα μας τη μελιστάλακτη φωνή μας·
πρώτα ευφραίνεται κι ύστερα συνεχίζει το ταξίδι του,
κερδίζοντας καινούργια γνώση.
Γιατί τα πάντα εμείς γνωρίζουμε, όσα τραβήξανε στης Τροίας
τον κάμπο Αργείοι και Τρώες – θέλημα των θεών. 190
Κι ακόμη ξέρουμε τα όσα συμβαίνουν πάνω σ’ ολόκληρη τη γη
με τα πολλά γεννήματα.»
Έτσι μιλώντας, τραγουδούσαν με φωνή περίκαλλη, κι εμένα
μέσα μου η καρδιά μου λαχταρούσε να τις ακούσει, παρακαλούσα
τους συντρόφους να με λύσουν, έκανα νόημα γνέφοντας· αλλά εκείνοι
εκεί, σκυμμένοι στα κουπιά, κωπηλατούσαν.
Κι αυτοστιγμεί πετάχτηκαν ο Ευρύλοχος κι ο Περιμήδης, 195
μ’ έδεσαν μ’ άλλα, πρόσθετα σχοινιά, μ’ έσφιγγαν πιο γερά.
Τέλος, όταν τις ξεπεράσαμε, και δεν ακούγαμε
μήτε φωνή μήτε και το τραγούδι των Σειρήνων,
τότε οι καλοί μου εταίροι έβγαλαν το κερί, αυτό που εγώ
τους άλειψα στ’ αφτιά τους, με λύνουν κι εμένα απ’ τα δεσμά μου. 200
                                                                                                                                                                   
Ο Όμηρος στα έπη χρησιμοποιούσε την «τεχνική της αναδρομής»[4]  -χαρακτηριστικό γνώρισμα της επικής ποίησης-  για χάρη της δραματουργικής οικονομίας. Έτσι, ο Οδυσσέας βρισκόμενος στο νησί των Φαιάκων,  τους διηγείται την περιπέτεια, που έζησε σε παρελθοντικό χρόνο, με τις Σειρήνες. Στους στίχους 185-190 υπάρχει σαφής αναφορά στον Τρωικό Πόλεμο και με αυτήν την επινόηση ο Όμηρος συνδέει την Οδύσσεια με την επική Ιλιάδα∙ έτσι επιτυγχάνει συνέχεια και συνέπεια έργων. Οι Σειρήνες σε ρόλο ραψωδών (στ. 184) καλούν τον «περίφημο» Οδυσσέα να πλησιάσει να ακούσει το τραγούδι τους. Στο έπος η επανάληψη ενός συγκεκριμένου επιθέτου (περίφημος, ένδοξος, κ.ά.) ήταν ένα λεκτικό τέχνασμα (formula) που διευκόλυνε τους ραψωδούς στην αποστήθιση ποιήματος, ολόκληρου ή τμήματος. Η χρήση του επιθέτου εξυπηρετεί και έναν άλλον σκοπό αφού ο Όμηρος δεν έκανε μόνον καταγραφή γεγονότων αλλά παρουσίαζε και ψυχικές πλευρές των ηρώων.[5] Ο Οδυσσέας επαναλαμβάνοντας την άποψη "ατόμων κύρους" όπως οι Σειρήνες, προβάλει φιλάρεσκα το βασιλικό του γόητρο, προκειμένου να συνομιλεί επί ίσοις όροις με τον Αλκίνοο -έναν από τους δώδεκα βασιλείς των Φαιάκων.
            Ο Όμηρος στην Οδύσσεια έφερε σε ανθρώπινο μέγεθος τον Οδυσσέα. Ωστόσο παραμένει σκοπός η διατήρηση του μεγαλείου του ανδρός, σε περίοδο ειρήνης πια. Η θέση που επιφύλαξε ο Όμηρος στον Οδυσσέα σε αυτόν τον νέο κύκλο (Νόστος) είναι κεντρική∙ δεν τίθεται καν θέμα σύγκρισης καθώς απουσιάζουν άντρες διαμετρήματος ενός Έκτορα, ενός Αχιλλέα -οι σύντροφοι είναι «νήπιοι και μωροί».[6] Ο "ανθρώπινος" Οδυσσέας συνομιλεί και έχει τη στήριξη των θεών, ερωτοτροπεί με θεές καλλονές, έχει την μοναδική ευκαιρία και προνόμιο να απολαύσει το μελιστάλακτο άσμα των Σειρήνων. Η σωματική δύναμη του ήρωα τονίζεται στον στίχο 176, και στον επόμενο στίχο με πλάγιο τρόπο συγκρίνεται με τη δύναμη του ήλιου που «περνά σαν βασιλιάς τον ουρανό». Οι ομηρικές αρετές ήταν η δικαιοσύνη και η εγκράτεια που σχετίζονται με τη συνεργασία.[7] Ο Οδυσσέας φαίνεται προστατευτικός με τους συντρόφους, τους φτιάχνει ωτοασπίδες με κερί (στ. 178), στη συνέχεια τούς αποκαλεί καλούς εταίρους (στ. 199), αφού συνεργάστηκαν για να υλοποιήσει τη φαντασίωσή του. Η αδύναμη ψυχική πλευρά (στ. 192-195) τονίζεται τόσο πολύ ώστε ο Οδυσσέας αναδύεται ως ήρωας.

Ο Όμηρος αξιοποίησε το προσφιλές θέμα του ναυτικού αλλά βέβαια δεν έχουμε να κάνουμε με «ποιητή των θαλασσών» [χαρακτηρισμός για τον Νίκο Καββαδία], ούτε η Οδύσσεια είναι η ρομαντική νουβέλα ενός θαλασσόλυκου. Η πραγματική ιστορία είναι ο αποικισμός του Εύξεινου Πόντου και των παραλίων της Μεσογείου από τα ελληνικά φύλα. Ένας από τους βασιλιάδες της Ιθάκης  εκστράτευσε με άλλους ομότιτλους του ελλαδικού χώρου κατά της Τροίας. Οι επικοί ήρωες σκοτώνουν, αδικούν, λεηλατούν, καυχώνται, φτάνουν στην ύβρη αλλά πληρώνουν το τίμημα όταν η θεά Δίκη κρίνει ότι ήρθε η ώρα τους. Ο Όμηρος, παραδοσιακός υμνητής της βασιλικής ελίτ, μηχανεύτηκε τρόπους, ενεργοποίησε θεούς (κατά την αρχαϊκή σκέψη ενδιαφέρονταν για τη δικαιοσύνη και τη διατήρηση της κοσμικής τάξης).  Ο -μετά τα πολλά ναυάγια εξιλεωμένος- βασιλιάς έφτασε σώος στην Ιθάκη, φόνευσε τους ταραχοποιούς και πολιτικούς ανατροπείς, τους διεκδικητές του θρόνου, τους ευγενείς μνηστήρες∙ ο ήρωας πιθανόν εκπλήρωσε το αριστοτέλειο τέλος του.


2. ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ-Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΩΡΑΙΟΥ

Και στην ειρηνική, όμως, περίοδο -που δεν έβρισκαν χώρο ανάπτυξης η στρατηγική ευφυΐα και η πολεμική ικανότητα- ο άνθρωπος αναζητούσε διαδρομές ώστε να πετύχει την κοινωνική καταξίωση και διάκριση.[8] Ο προσωπικός μύθος, το ατομικό συμφέρον, ο πλουτισμός ήταν τα επιδιωκόμενα αγαθά και πάλι. Η διαφορά είναι ότι από την ωραία «τέχνη του πολέμου» το ηθικό διακύβευμα περνά στην Τέχνη, η οποία συνδέεται με την κοινωνική ή/και θρησκευτική ζωή. Τη λαϊκή επική ποίηση εμβολίζει η ιδιωτική λυρική.
            Ο 7ος αιώνας, που γράφτηκαν τα ποιήματα χαρακτηρίζεται ως ανατολίζουσα περίοδος. Ο εποικισμός της κοντινής Ανατολής είχε ως αποτέλεσμα την αλληλεπίδραση και ανταλλαγή πολιτισμικών αγαθών∙ θρησκευτικός συγκρητισμός, εμπλουτισμός της θεματολογίας με τη «δαιμονικότητα της φύσης», αλλαγή ή/και βελτίωση τεχνοτροπίας. Άλλωστε, ο τρόπος που διαπλέκονται οι τάσεις δημιουργεί Τέχνη.[9]  
20 πεσδομ]άχεντας.
Άλλοι το ιππικό, άλλοι το πεζικό, κάποιοι το ναυτικό ορίζουν
πως είναι το ομορφότερο πράγμα πάνω στη μαύρη γη. Όμως εγώ εκείνο
[4] που καθένας ερωτεύεται.
Κι έχω εξήγηση απλή, όλοι νομίζω θα την ασπαστούν.
Γιατί εκείνη, η αξεπέραστη στον κόσμο καλλονή, η Ελένη, παράτησε
[8] πανάριστον τον άντρα της κι ανέβηκε στο πλοίο για την Τροία. Ούτε που νοιάστηκε
για το παιδί της, μήτε για τους γονείς της.
[12] Της συνεπήρε η Κύπρις το μυαλό.
 [16] Έτσι κι εγώ τώρα αναμνήστηκα την Ανακτορία4 απούσα.
Πώς θα ᾽θελα το εράσμιο βήμα της να δω, τη φεγγοβόλα λάμψη του προσώπου.
[20] Όχι αμάξια λυδικά και πάνοπλους πεζούς να μάχονται

Η Σαπφώ στο ποίημα[10] αρχίζει και τελειώνει δηλώνοντας αυτό που δεν της αρέσει: ο πόλεμος. Στη συνέχεια, περιμέναμε να διαβάσουμε για την ειρήνη, το αντίθετο του πολέμου. Ωστόσο, η ποιήτρια αντιπαραθέτει τον έρωτα. Βέβαια, ο έρωτας ως αυτόνομη ενέργεια δεν αποκλείεται από τον πόλεμο, ούτε η ειρήνη τού εξασφαλίζει θέση. Όμως, το λυρικό ποίημα δεν διδάσκει, δεν προτρέπει. Η Σαπφώ δεν φιλοσοφεί καν∙ είναι τόσο απλή η προσέγγιση ώστε «όλοι θα συμφωνήσουν».
Στην αρχαϊκή σκέψη, που οι αφηρημένες έννοιες δεν είχαν ορισθεί, ο έρωτας αντιμετωπιζόταν ως αρρώστια.[11] Η Σαπφώ αναφέρει την ιστορία της «ωραίας Ελένης, η οποία, όμως, στην πάροδο των χρόνων θεωρήθηκε η αιτία του δεκαετούς πολέμου, και ηθικά υπεύθυνη για «όσα τραβήξανε στης Τροίας τον κάμπο Αργείοι και Τρώες». Άλλωστε και η ίδια η ποιήτρια, φτιάχνει το πορτρέτο ενός άμυαλου θηλυκού, που εγκατέλειψε τον σύζυγο τον «πανάριστο» (ανάξια να κρίνει), το παιδί (πρότυπο μάνας προς αποφυγή), την πατρίδα για  να βρεθεί στο "στρατόπεδο" των Τρώων (εθνική προδοσία). Η αφροσύνη της Ελένης, επιβεβαιώνεται μέσα από την έκφραση της ποιήτριας «[η Ελένη] ξεμυαλίστηκε από την Αφροδίτη». Ο εγκιβωτισμός συνθλίβει την Ελένη.
Κρίνοντας με τη σύγχρονη σκέψη που ο έρωτας θεωρείται ωραίος, δημιουργικός, τμήμα της αγάπης, βρίσκουμε ατυχές το παράδειγμα της «παλιάς ιστορίας αγάπης», όταν μάλιστα από την αφήγηση απουσιάζουν οι στιγμές ευδαιμονίας που έζησε η ωραία Ελένη με τον ωραίο Πάρι. Η Σαπφώ, όμως, τοποθετημένη ορθά στην εποχή της και συνεπής με τον κανόνα της λυρικής ποίησης καταθέτει βιωματική άποψη. Έτσι, από τις ολέθριες συνέπειες του πολέμου, στρέφοντας το βλέμμα στον δικό της κόσμο επιλέγει το "ξεμυάλισμα" του πάθους προερχόμενο από την ανάμνηση μιας κάποιας ωραίας Ανακτορίας.
Από τον θρήνο της Σαπφώς περνάμε στο ξεφάντωμα του Αλκμάνα:

Υπάρχει αυτό που λένε θεία δίκη.1       
Ο ευτυχισμένος εκείνος που με άδολη καρδιά
έζησε την ημέρα του αδάκρυτος.
Μα εγώ τραγουδάω τη λάμψη της Αγιδώς·40
τη βλέπω, ίδιος ο ήλιος,
που η Αγιδώ για μας τον βάζει μάρτυρα.
Εμένα όμως η ξακουσμένη κορυφαία2
δεν με αφήνει με κανένα τρόπο45
ούτε να την επαινώ ούτε να την ψέγω·3
μοιάζει από μόνη να ξεχωρίζει έτσι
όπως θα ξεχώριζε, αν κάποιος πλάι σε γιδοπρόβατα
έβαζε στιβαρό άλογο αγώνων,
που ηχούν οι οπλές του όταν καλπάζει,
από αυτά που ονειρεύεσαι κάτω απ᾽ τους βράχους.
 Κοίτα, δεν βλέπεις; Το άλογο ιππασίας είναι ενετικό.450
Η χαίτη της Αγησιχόρας, της ξαδέρφης μου,
λάμπει όπως το καθαρό χρυσάφι.
Και το ασημένιο πρόσωπό της55
-τι να σου λέω λόγια κι άλλα λόγια;
Ιδού η Αγησιχόρα.
Η δεύτερη στην ομορφιά μετά την Αγιδώ
άλογο κολαξαίο5 θα τρέξει πλάι σε ιβηνό.6
Γιατί οι Πελειάδες,7 που υψώνονται χαράματα,8 μας πολεμάνε,60
όταν εμείς μέσα στην αθάνατη νύχτα σηκώνουμε το άροτρο,9
όπως υψώνεται ο Σείριος.10
 Και δεν υπάρχει για να αμυνθούμε
ούτε τόσος πλούτος πορφύρας11
ούτε τόσα λεπτοδουλεμένα ολόχρυσα φίδια65
ούτε λυδικοί κεφαλόδεσμοι,
το καμάρι των κοριτσιών με το σκοτεινό βλέμμα,
ούτε η κόμη της Ναννώς,70
ούτε και η θεϊκή Αρέτα,
ούτε η Φυλακίδα και η Κλεησιθήρα·
ούτε θα πας στην Αινησιμβρότα
και θα πεις: «κάνε να γίνει δική μου η Ασταφίς,
να με κοιτά κατάματα η Φίλυλλα75
και η Δαμαρέτα και η εράσμια Ιανθεμίς».
Εμένα η Αγησιχόρα με λιώνει.

Τι να σου λέω! Πληθωρικός Αλκμάν: άντρας μέσα στον κύκλο παίζει κιθάρα, όμορφες γυναίκες χορεύουν, χαίτες γυναικών, αλόγων ανεμίζουν, λάμπουν, άλογα που ήρθαν καλπάζοντας από τη μακρινή Λυδία χτυπούν τις οπλές, ασήμια, χρυσάφια, όνειρα, πορφυρά χρώματα, ολόχρυσα φίδια,  κάπου εκεί η προστάτρια του χορού, της μουσικής, του αλόγου, Αφροδίτη. Έως και τα αστέρια κατεβαίνουν για να πάρουν μέρος στη γιορτή που στήνει ο ποιητής, ο οποίος μάς προτρέπει: «κοίτα δεν βλέπεις;», «ιδού». Όλα μπροστά στα μάτια μας. Τώρα. Απουσιάζουν η παρελθοντολογική αναφορά του Ομήρου προκειμένου να σωθούν τα "μεγάλα" αντρικά κατορθώματα αλλά και η νοσταλγία της Σαπφώς για τον "μικρό" γυναικείο βηματισμό. Αν ο  Οδυσσέας δέθηκε για να αποφύγει τις τερατόμορφες Σειρήνες, στον αντίποδα ο Αλκμάν ελεύθερος αφήνεται να απολαύσει και –γιατί όχι– να παρασυρθεί από τον ωραίο χορό των γυναικών. «…η Αγησιχόρα με λιώνει», λέει, χωρίς πίκρα, αλλά με θέρμη ο Αλκμάν.
           Στην «αγροτική εποχή» η βουκολική ποίηση χρησιμοποιούσε ίδια σύμβολα για να περιγράψει την ομορφιά και γινόταν/γίνεται απολύτως κατανοητή και αποδεκτή. Παρόμοιες εικόνες με αυτές του Αλκμάνα υπάρχουν και στο υπέροχο εβραϊκό «Άσμα ασμάτων» (10ος ή 4ος αιώνας π.Χ.). Μεταξύ άλλων, λέει ο Άντρας στη Νύφη:
σε βλέπω σαν μια φοράδα
… τα μάτια σου περιστέρια πίσω απ’ των μαλλιών σου το θαμνάκι
… αιώνια σαν τα άστρα του ουρανού
… κι αμέτρητες νεαρές παρθένες
… μια και μοναδική είναι η περιστέρα μου η ιδανική μου
            Η με χρονική σειρά αναφορά από τον Αλκμάνα στις Πελειάδες (=περιστέρια) και στον Σείριο, πιθανόν να ανταποκρίνεται  στην επιθυμία των αρχαίων Ελλήνων να βάλουν τάξη στο χάος. Είχαν προηγηθεί ο Ησίοδος με την (παράδοξη) ανάπτυξη γενεαλογικού δέντρου άυλων όντων στη Θεογονία αλλά και ο Όμηρος που συμμάζεψε τα έπεα πτερόεντα και συνάρθρωσε σε γραμμική εξέλιξη (παρά τις αναδρομές) την προγονική ιστορία των διαφόρων φυλών του ελλαδικού χώρου. Και αφού είμαστε στ’ αστέρια, ας δούμε και τη Σελήνη που συνδέεται με την αρχέγονη θηλυκή ενέργεια, σύμφωνα με την πανάρχαια δοξασία όλων των λαών. Η Σελήνη είναι αυτή που δίνει την ασημένια λάμψη, τη φεγγαρένια ομορφιά σε γυναικείο πρόσωπο∙ ο αποκλεισμός της ελλαδικής γυναίκας από τα πολιτικά αξιώματα δεν συγκρίνεται με τον εγκλεισμό των γυναικών σε χαρέμια της Ανατολής, που δεν τις έβλεπε ο ήλιος.
Στην αρχαϊκή σκέψη το «κάλλος» θεωρείτο δώρο από τους θεούς. Η εξωτερική εμφάνιση ήταν ένδειξη μιας ωραίας ψυχής. Το «βάδισμα», και το «πρόσωπο» της Ανακτορίας είναι αυτά που συγκινούν την Σαπφώ. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα της αρχαϊκής Τέχνης, ήταν η εξιδανίκευση, η τάση για ωραιοποίηση. Η γλυπτική (επηρεασμένη από τη συριακή τέχνη) δημιουργεί μνημειακά αγάλματα αποδίδοντάς τους, όπως και η επική ποίηση, υπερφυσική ομορφιά. Οι μορφές αποδίδονται με γεωμετρικό τρόπο, δίνεται έμφαση στη σχηματοποίηση -αυτό που δεν έχει σχήμα είναι ά-σχημο.
Ο γλύπτης σμιλεύει στο μάρμαρο, τη δύναμη και τον πλούτο των ανώτερων τάξεων. Ο Κούρος ήταν ο ρωμαλέος πολεμιστής που ανταποκρινόταν στην ανδρεία, στην αρετή, αξίες της αρχαϊκής σκέψης.[13] Η ωραία αλλά και αξιοπρεπής Κόρη[14] είναι το "καλούπι" της αριστοκρατικής γυναίκας. Σεμνή χαρακτηρίζει ο Όμηρος τη θεά Κίρκη. Τα στοιχεία που δηλώνουν την τάση για ωραιοποίηση στη μνημειακή γλυπτή Κόρη είναι: η περίτεχνη κόμμωση, τα πολυτελή ενδύματα, τα πολυτελή κοσμήματα. Με λέξεις ομορφαίνει ο Αλκμάν την Κόρη: «λυδικοί κεφαλόδεσμοι», «πλούτος πορφύρας», «πέπλος», «λάμπει όπως το καθαρό χρυσάφι», «λεπτοδουλεμένα χρυσά φίδια».
Η Σαπφώ με την έκφραση «ωραίο είναι ότι αρέσει στον καθένα», δείχνει να θέλει να διαφοροποιηθεί από τις υπάρχουσες απόψεις, δοξασίες και να εισάγει στη συζήτηση τα υποκειμενικά κριτήρια που οδηγούν σε ελεύθερη επιλογή πράξεων, σκέψεων. Η ποιήτρια, μάλλον, δεν τα καταφέρνει -τουλάχιστον σε αυτό το ποίημα. Η Ελένη προτίμησε τον Πάρη, η ποιήτρια νοστάλγησε την Ανακτορία επειδή η Αφροδίτη τις ξεμυάλισε. Βέβαια, με αυτή τη λογική σκέψη, οι πολεμοχαρείς έβρισκαν τον πόλεμο ωραίο αφού ξεμυαλίστηκαν από τον Άρη. Συμπερασματικά, ο αρχαϊκός άνθρωπος δεν είχε τον έλεγχο της σκέψης, των συναισθημάτων, την ευθύνη των πράξεων∙ το καλό επιβαλλόταν είτε από τους θεούς είτε από τους ανθρώπους.
Ότι η ύπαρξη του ανθρώπου εξαρτάται από την παντοδυναμία των θεών και από το πεπρωμένο (το λεγόμενο ανατολικό κισμέτ) ήταν εδραιωμένη άποψη στην αρχαϊκή σκέψη.  Έτσι ο Όμηρος μιλάει για τη «μαύρη μοίρα», η Σαπφώ για τη «μαύρη γη». Ο άνθρωπος του Αλκμάνα κάνει ένα μικρό βήμα στην «αθάνατη» -και όχι μαύρη- νύχτα και επιλέγει συνειδητά την «άδολη» -άρα καλή- καρδιά προκειμένου να ευτυχήσει.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Τρία ποιήματα. Τρία διαφορετικά πρόσωπα. Τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις ενός μακρινού παρελθόντος. Βέβαια, διαβάζοντας τα ποιήματα, και αντιμετωπίζοντάς τα, όχι με το δέος που αρμόζει σε εθνικό μουσειακό είδος, αλλά κατανοώντας την ανομολόγητη ανάγκη του ανθρώπου να είναι, διαπιστώνουμε ότι το παρελθόν είναι κοντινό, οι αξίες διατηρούνται και αρκετές φορές ανατροφοδοτούνται –ορίζουν το ωραίο σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης.
Εκφράσεις από την επική ποίηση όπως η «οδύσσεια του ανθρώπου», η «αχίλλειος πτέρνα», ο «δούρειος ίππος» διατηρούν την αξία τους και είναι ωραίες γιατί έχουν θέση στη ροή του σύγχρονου λόγου. Όσο υπάρχουν πολεμικές συγκρούσεις, ο ρωμαλέος άντρας, η ανδρεία θα έχουν αξία. Η λυρική ποίηση, ως είδος έκφρασης έντονων συναισθημάτων, διατρέχει ακόμη τη μουσική: από τα δημώδη τραγούδια έως τις ροκ μπαλάντες. Η Ψυχολογία ανιχνεύοντας σε βάθος βοηθά και κατευνάζει τα πάθη της ψυχής. Ωστόσο, ο έρωτας εξακολουθεί να "ξεμυαλίζει". «Τι να σου λέω, λόγια κι άλλα λόγια;».
Τρία αρχαϊκά ποιήματα. Ήταν και είναι ωραία.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

-Αλεξίου Ε., Αναστασίου Ι., Βερτουδάκης Β., Γιόση Μ.Ι., Λυπουργλής Δ., Στεφανόπουλος Θ.Κ., Τσκμάκης Α., Χριστόπουλος Μ., ΓΡΑΜΜΑΤΑ Ι: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ, τόμ. Α΄, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2001.
-Βερέμης Θ., Γιαννόπουλος Ι. Ζουμπάκη Σ., Ζύμη Σ. Ιωάννου Θ., Μαστραπάς Α., ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, τόμ. Α΄, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2002
-Βούρτσης Ι. Μανακίδου Ε., Πασχαλίδης Γ., Σμπόνιας Κ., ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ, τόμ. Α΄, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999.
-Γιαννόπουλος Ιω., Κατσιαμπούρα Γ., Κουκουζέλη Α., ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ, τόμ. Β΄, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2000.
-Κείμενα από την 3τομη «Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας» (ΟΕΔΒ), εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2016.
-Παπαγιαννοπούλου Α.,  Πλάντζος Δ., Σουέρεφ Κ., ΤΕΧΝΕΣ Ι: ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ, τόμ. Α΄, εκδ. ΕΑΠ,, Πάτρα 1999.
Lesky Albin, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ, μτφ. Αγαπητός Γ. Τσοπανάκης, εκδ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ ΔΕΣΠΟΙΝΑ, Θεσ/νίκη 2014.

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΠΗΓΗ
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/anthology/literature/browse.html?text_id=76



[1]. Στην αρχαϊκή εποχή (8ος-μέσα 5ου αιώνα) το κάθε λογοτεχνικό είδος γραφόταν στη διάλεκτο του ελληνικού φύλου που δημιούργησε το είδος αυτό. Βλ. Βούρτσης Ι., Μανακίδου Ε., Πασχαλίδης Γ., Σμπόνιας Κ., ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ, τόμ. Α΄, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σ. 275.
[2] Αλεξίου Ε., Αναστασίου Ι., Βερτουδάκης Β., Γιόση Μ.Ι., Λυπουργλής Δ., Στεφανόπουλος Θ.Κ., Τσκμάκης Α., Χριστόπουλος Μ., ΓΡΑΜΜΑΤΑ Ι: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ, τόμ. Α΄, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2001, σ. 86.
[3] Αλεξίου Ε., ό.π., σσ. 133, 135, 142.
[4] ΑΛΕΞΙΟΥ Ε., ό.π., σ. 68.
[5] ΑΛΕΞΙΟΥ Ε., ό.π., σσ. 67, 76.
[6] Βλ. Κείμενα από την 3τομη «Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας» (ΟΕΔΒ), σ. 51.
[7] Γιαννόπουλος Ιω., Κατσιαμπούρα Γ., Κουκουζέλη Α., ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ, τόμ. Β΄, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2000, σ. 56.
[8]. Οι δημιουργοί του 7ου αιώνα με εξωστρέφεια απαλλάσσονται από την ανωνυμία και ευάριθμοι   αγγειογράφοι και αγγειοπλάστες υπογράφουν τα έργα τους. Βλ. Γιαννόπουλος Ιω., ό.π., σ, 165.
[9]. Γιαννόπουλος Ιω., ό.π., σ. 163.
[10]. http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/anthology/literature/browse.html?text_id=76
[11]. Lesky Albin, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ, μτφ. Αγαπητός Γ. Τσοπανάκης, εκδ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ ΔΕΣΠΟΙΝΑ, Θεσ/νίκη 2014, σ. 179.
[12]. Η πολεμική αριστοκρατία είχε την οικονομική δυνατότητα να αγοράζει πολεμικό εξοπλισμό (που εξασφάλιζε συμμετοχή στον πόλεμο) και να εκτρέφει άλογα. Το ωραίο/δυνατό άλογο (που περιφρονεί η Σαπφώ) εκτός από την πολύτιμη βοήθεια που πρόσφερε στους ιππείς, συμμετείχε και σε γεωργικές δραστηριότητες. Βλ. Βερέμης Θ., Γιαννόπουλος Ι. Ζουμπάκη Σ., Ζύμη Σ. Ιωάννου Θ., Μαστραπάς Α., ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, τόμ. Α΄, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2002 σ. 88.
[13]. Γιαννόπουλος Ιω., ό.π., σ. 178.
[14]. Παπαγιαννοπούλου Α.,  Πλάντζος Δ., Σουέρεφ Κ., ΤΕΧΝΕΣ Ι: ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕς, ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ, τόμ. Α΄, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σ. 159.

2 σχόλια: