Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014

Μινωίτες και Μυκηναίοι, ΕΛΠ 12

Ναυσικά Αλειφέρη για "Πολεοδομία-Αρχιτεκτονική" με βαθμό 8
 








ΠΑΛΑΤΙ ΚΝΩΣΟΥ








Εισαγωγή
Η διαφορετική έκφραση της Τέχνης προσδίδει ατομικότητα σε κάθε πολιτισμό. Οι αρχαιολόγοι διακρίνουν τις αλληλεπιδράσεις των πολιτισμών στα αντικείμενα δημόσιας και ιδιωτικής χρήσης (χρηστικά και διακοσμητικά αντικείμενα), λατρείας (ειδώλια, ταφικά σήματα), στα αρχιτεκτονικά λείψανα κτισμάτων (οικιών και τάφων).
Στην πρώτη ενότητα θα μελετήσουμε τα μινωικά και μυκηναϊκά ανάκτορα της Εποχής του Χαλκού (3000-1100 π.Χ.) και θα προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε ομοιότητες και διαφορές.
Στη δεύτερη ενότητα θα ασχοληθούμε με τις τοιχογραφίες, που σώθηκαν μετά την καταστροφή των προϊστορικών ανακτόρων.
Στην τρίτη ενότητα θα αναφέρουμε στοιχεία που μαρτυρούν τη συνέχεια της ελληνικής αρχιτεκτονικής στην πάροδο των αιώνων και πως η ανασκαφική έρευνα των προϊστορικών οικιών συνδέεται με τον τομέα του τουρισμού, τον τριτογενή παράγοντα της οικονομίας.

Η Αρχιτεκτονική των Προϊστορικών οικισμών    
O μινωικός πολιτισμός, του νησιού Κρήτη, κατά το τέλος της Μέσης Χαλκοκρατίας (1600-1100 π.Χ.) βρέθηκε στην ακμή του. Οι Μίνωες, ισχυρή ναυτική δύναμη, είχαν αναπτύξει εμπορικές
σχέσεις με λαούς του Αιγαίου, και της Μεσοποταμίας και την Αίγυπτο.[1] Το καθεστώς της Κρήτης [συγκεντρωτικός χαρακτήρας της εξουσίας (όπως προκύπτει από την ανάγνωση των πινακίδων της Γραμμικής Β γραφής[2]), ιεράρχηση της κοινωνίας και αναδιανεμητικό οικονομικό σύστημα (ο βασιλιάς-Μίνωας[3] συγκέντρωνε ως φορολογία τα αγαθά, και τα διένεμε στο λαό)] ήταν σύμφωνο με τα ανατολικά δεσποτικά καθεστώτα. Ωστόσο, υπήρχαν, διαφοροποιήσεις και προσαρμογές που επέβαλλαν γεωγραφικοί παράγοντες, όπως η μορφολογία του νησιού (ακτές, πανύψηλα βουνά, οροπέδια, φαράγγια, καλλιεργούμενες εκτάσεις), οι κλιματικές συνθήκες (εύκρατο κλίμα με  λίγες βροχοπτώσεις), αφενός. Αφετέρου, υπήρχαν κοινωνικές παράμετροι, όπως η φιλοσοφική άποψη των Κρητών για την εγκόσμια ζωή αλλά και η αναγκαία άμυνα του νησιού από τις επιδρομές.[4]
Από το καθεστώς διάσπαρτων μεγάλων χωριών -βασισμένο στην αγροτική οικονομία- η κρητική κοινωνία οργανώθηκε σε μεγάλες περιφέρειες με βασικό οικονομικό πυλώνα το εμπόριο.  Στην κάθε περιφέρεια διοικητικό, οικονομικό και στρατιωτικό κέντρο ήταν το Ανάκτορο. Ο βασιλικός οίκος -διαχρονικά σύμβολο εξουσίας και μέσο επίδειξης πλούτου- χτιζόταν σε ύψωμα, στην ακρόπολη[5]. Κοντά στα ανάκτορα κτίζονταν οι πολυτελείς κατοικίες των εύπορων, ενώ στην ύπαιθρο χώρα υπήρχαν οι κατοικίες των μεγαλοτσιφλικάδων (μεταγενέστερος όρος), οι αγροικίες κτηνοτρόφων και γεωργών και τα νεκροταφεία.[6]
Το  ανάκτορο της Κνωσού, με έκταση 13.000 τ.μ. (εικ. 1)[7] -όπως και αυτά της  Φαιστού, Ζάκρας, Μαλίων-[8] χτίστηκαν κοντά σε λιμάνια ώστε να διευκολύνεται και να ελέγχεται η διακίνηση των εμπορευμάτων. Το ανάκτορο ήταν ένα πολυώροφο συγκρότημα σε ορθογώνιο σχήμα  με παραλληλόγραμμη αυλή στο κέντρο, γύρω από την οποία ήταν τοποθετημένοι εξειδικευμένοι χώροι.[9]




Εικ. 1. Ανάκτορο της Κνωσού  











Οι είσοδοι στο ανάκτορο ήταν στον βορά -το σημείο επικοινωνίας με το λιμάνι και στο νότο. Οι χώροι συνδέονταν οριζόντια με μακριούς δαιδαλώδεις[10] διαδρόμους, λιθόστρωτες στοές, πρόπυλα με κιονοστοιχίες και πολύθυρα. Υπήρχαν κάθετοι φωταγωγοί απαραίτητοι για τον φωτισμό και αερισμό των κάτω διαμερισμάτων και μεγάλα κλιμακοστάσια. Στις δυο διώροφες πτέρυγες βρίσκονταν η αίθουσα του θρόνου, οι ιδιωτικοί χώροι των μελών της βασιλικής οικογένειας, οι επαύλεις των εύπορων, οι αίθουσες αρχείων, ο προμαχώνας, το θησαυροφυλάκιο του ιερού. Η αίθουσα των «διπλών πελέκεων», η «δεξαμενή των καθαρμών» είναι χώροι που, μάλλον, συνδέονται με θρησκευτική λατρεία.[11] Υπήρχαν αποθήκες εμπορευμάτων και χώροι επεξεργασίας μετάλλων, όπου ήταν εγκατεστημένοι οι τεχνίτες-καλλιτέχνες, και ως ισόβιοι δούλοι κατασκεύαζαν τα έργα τους κατόπιν παραγγελίας του βασιλιά και των ιερέων.[12]
Τα οικοδομικά υλικά που χρησιμοποιήθηκαν ήταν ο λίθος, το μάρμαρο και το ξύλο. Οι τετραγωνισμένοι ωμόπλινθοι χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή τοίχων και οι χρωματιστοί πωρόλιθοι για την κατασκευή δαπέδων και βάση κιόνων. Το μάρμαρο, στις ορθομαρμαρώσεις[13]. Το ξύλο, ως σύνδεσμος των λίθων, ως ενίσχυση αλλά και υποστύλωμα τοίχων και οροφών, ως πλαίσιο παραθύρων και για την κατασκευή κιόνων.[14]
Η εξειδίκευση των τεχνιτών στην μεταλλοτεχνία, ειδωλοπλαστική, λιθοτεχνία, σφραγιδολιθία, κοσμηματοποιία, ελεφαντουργία, ζωγραφική, ο περίτεχνος εξοπλισμός των ανακτόρων, αλλά και η ύπαρξη οδικού και υδρευτικού δικτύου μαρτυρούν έναν εκλεπτυσμένο πολιτισμό, στον οποίο η άρχουσα τάξη της Νεοανακτορικής περιόδου απολάμβανε τα οφέλη της οικονομικής ευμάρειας -απόρροια της Pax Minoica. Επιπλέον, η έλλειψη οχυρωματικών τειχών και τύμβων, είναι ενδείξεις της ειρήνης που επικρατούσε μεταξύ των περιφερειών.[15]

Κατά την ΎστεροΕλλαδική περίοδο (1550-1100 π.Χ.) οι Μυκηναίοι -μέσω των Κυκλαδιτών[16]- είχαν έρθει σε επαφή με το μινωικό πολιτισμό· είχαν υιοθετήσει την αναδιανεμητική οικονομία και χρησιμοποιούσαν τη Γραμμική Β. Παρ’ όλα αυτά, οι αριστοκράτες του ηπειρωτικού χώρου διατήρησαν τα χαρακτηριστικά πολεμικού λαού, που αφομοιώνει και επωφελείται από την τεχνογνωσία ενός πολιτιστικά ανώτερου λαού (όπως ο μινωικός), αλλά μιμείται και δεν εξελίσσει τα πολιτισμικά αγαθά, όπως αυτά εκδηλώνονται μοναδικά από την Τέχνη -με την ευρύτερη έννοια. Μετά την καταστροφή των ανακτορικών κέντρων (το 1450 π.Χ.,) οι Μυκηναίοι ανέλαβαν τα σκήπτρα του εμπορίου[17] στο Αιγαίο και σταδιακά αναβάθμισαν τις σχέσεις τους με τις ανατολικές χώρες -χωρίς ωστόσο να μιλάμε για μυκηναϊκή αυτοκρατορία. Η Κρήτη και οι αποικίες της -Κέα, Μίλητος, Τριάντα της Ρόδου- βρέθηκαν υπό μυκηναϊκή κατοχή.[18]
Οι Μυκηναίοι, έχτισαν κι αυτοί τα ανάκτορά τους κοντά σε παράλιες θέσεις -σταθμοί των τότε διεθνών εμπορικών δρόμων. Αντιγράφοντας, τα αρχιτεκτονικά πρότυπα της ανατολικής τεχνικής -χαρακτηριστικό της οποίας ήταν η "μεγαλομανία"- κατασκεύασαν μνημειώδη (λίθινα μεγάλου μεγέθους) κτίσματα, στα οποία το μέγεθος είναι αυτό που προσδίδει μεγαλοπρέπεια και κύρος στους θεσμούς. Οι άρχοντες, όμως, του ηπειρωτικού χώρου εμφανίζονται εσωστρεφείς σε σχέση με τους νησιώτες, όπως προκύπτει από την κατασκευή τειχισμένων ανακτόρων[19] και τη θεματολογία της Τέχνης.
Ένα από τα δείγματα της μυκηναϊκής αρχιτεκτονικής τεχνοτροπίας είναι η Ακρόπολη των Μυκηνών (εικ. 2)[20], που επεκτείνεται σε περιοχή 30.000 τ.μ. στρεμμάτων, κοντά στον Αργολικό κόλπο.

            





Εικ. 2. Ακρόπολη των Μυκηνών


Η αποτελεσματικότητα της άμυνας εξασφαλιζόταν από τη φυσική προστασία που προσέφεραν τα φαράγγια και οι υψηλοί λόφοι και τα οχυρωματικά έργα: τείχος κατασκευασμένο από "κυκλώπειων"[21] διαστάσεων τετραγωνισμένους λίθους, τούνελ, πέτρινες γέφυρες, υπόγεια κρήνη και αγωγό για τη μεταφορά του νερού μέσα στην ακρόπολη, με δύο εισόδους στην ακρόπολη -η κύρια ήταν  η «Πύλη των Λεόντων»[22] και μια πυλίδα. Σε αντίθεση, με τη μινωική νοοτροπία, κατά την οποία ο βασιλικός οίκος ήταν ενσωματωμένος στο μεγάλο οικοδόμημα, ο μυκηναίος βασιλιάς διέμενε σε αυτόνομο μέγαρο, χτισμένο στο λόφο και εντός των τειχών. Το Μέγαρο περιελάμβανε μια μεγάλη αίθουσα, που συνδεόταν μέσω -όχι δαιδαλωδών- διαδρόμων με τα βασιλικά δωμάτια, τους ξενώνες, τους χώρους διοίκησης και τελετουργιών. Εντός της ακρόπολης υπήρχε και πλήθος άλλων κτισμάτων όπως:, εργαστήρια, βασιλικοί τάφοι, σιταποθήκη, οικίες στρατιωτικών κτίριο για τη φρουρά,  θρησκευτικό κέντρο. Εκτός των τειχών βρίσκονταν οι επαύλεις, οι αγροικίες, αλλά και οι τάφοι των πολεμιστών, οι επιτύμβιες στήλες -χαρακτηριστικά των πολεμικών λαών του ηπειρωτικού χώρου.[23]
Τα κοινά σημεία του Μεγάρου και του Ανακτόρου είναι: το πρόπυλο, η αυλή, η κιονοστοιχία, κλιμακοστάσιο. Το μυκηναϊκό κτίσμα, όμως, είχε μεγαλύτερο πλάτος από βάθος (το αντίθετο του μινωικού) και διέθετε λιγότερους φωταγωγούς -άρα ήταν πιο σκοτεινό από το φωτεινό μινωικό. Στα υλικά δόμησης του μεγάρου προστίθενται τα πλακίδια από ψημένο πηλό -πιθανόν τοποθετούνταν σε κεραμοσκεπές. Ένα κοινό χαρακτηριστικό του ανακτόρου και του μεγάρου είναι ο τοιχογραφικός διάκοσμος, μια από τις ενδείξεις πολυτελούς διαβίωσης της άρχουσας τάξης.[24]

Τοιχογραφίες
Η τέχνη της τοιχογραφίας[25], που εφαρμόστηκε σε οροφές, δάπεδα, τοίχους φαίνεται ότι γεννήθηκε στην Κνωσό· πιθανολογείται, ότι οι κρητικοί τεχνίτες τη δίδαξαν στην ηπειρωτική Ελλάδα. Η αγάπη των Κρητών για τη ζωή εξεικονίστηκε στη ζωγραφική και παρότι η τέχνη είχε αυλικό χαρακτήρα, αναδύεται «το στοιχείο του ροκοκό, η χαρά του πολύπειρου και του διασκεδαστικού, το λεπτό και το κομψό»[26]. Οι ανθρώπινες δραστηριότητες (πομπές, αθλητισμός) και οι εκδηλώσεις της Φύσης (άνθη, πουλιά, χταπόδια) ήταν ανεξάντλητες πηγές θεμάτων για την τοιχογραφία, που επηρέασε στη συνέχεια και τη ζωγραφική σε κεραμικά. Τα χρώματα που χρησιμοποιούνταν ήταν «το κυανό, το τεφρό, το κίτρινο και το λευκό»[27].

                                       


Εικ. 3. «Ο Πρίγκιπας με τα κρίνα»
Μουσείο Ηρακλείου Κρήτης










Μία από τις τοιχογραφίες της Νεοανακτορικής περιόδου είναι «Ο Πρίγκιπας με τα κρίνα» (εικ. 3)[28], που ανήκει στο θεματολογικό κύκλο: απεικόνιση ανθρώπινης δραστηριότητας. Σε ερυθρό φόντο απεικονίζεται νεαρός άντρας, του οποίου το πρόσωπο και τα πόδια αποδίδονται κατά τομή. Αντιθέτως ο κορμός του σώματος -όπως επίσης ο οφθαλμός και το φρύδι- κατά μέτωπο. Είναι εμφανής η προσπάθεια του καλλιτέχνη για μίμηση (φυσιοκρατική απόδοση), που εκδηλώνεται στις λεπτομέρειες της μυολογίας του σώματος, στην απόδοση του κυματισμού των μαύρων μακριών μαλλιών.
Οι μυκηναϊκές τοιχογραφίες ακολουθούν τον μινωικό ρυθμό χωρίς να παρουσιάζουν εξέλιξη.[29] Οι -κατά τον Van Effenterre, «βασιλιάδες της μυϊκής δύναμης»[30]- Μυκηναίοι, χρησιμοποιούν, ως επί το πλείστον, πολεμικά στοιχεία (άρματα, όπλα, κράνη) και θρησκευτικά (θεότητες, λατρευτικές τελετές) -η θρησκεία ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την κοσμική ζωή.









Εικ. 4. Λεπτομέρεια από την τοιχογραφία του Θρησκευτικού Κέντρου Μυκηνών
Μουσείο Ναυπλίου







Στην τοιχογραφία (εικ. 4)[31] από το Θρησκευτικό Κέντρο των Μυκηνών απεικονίζονται, σε δυσδιάστατη πραγματικότητα, δύο σχηματοποιημένες αντικριστές γυναίκες μεταξύ των οποίων αιωρούνται δυο μικρότερες μορφές (πιθανόν ψυχές). Τα πρόσωπα αποδίδονται κατά τομή και τα σώματα κατ’ ενώπιον. Οι γυναικείες ενδυμασίες αποδίδονται χωρίς πτυχώσεις και δεν ακολουθούν τη στάση του σώματος. Η μίμηση του μινωικού προτύπου εκδηλώνεται στην περίτεχνη κόμη και, ειδικότερα, στην ενδυμασία της αριστερής γυναίκας -χαρακτηριστική η μινωική φούστα[32] με τους φραμπαλάδες και τα κεντήματα.[33]
Οι δύο τοιχογραφίες αντανακλούν τη νοοτροπία των δύο λαών. Ο μυκηναίος καλλιτέχνης περιορίζεται και μέσω του συμβολισμού (γυναίκες -ίσως θεές- κρατούν σπαθί και σκήπτρο) "περνά" μηνύματα/εντολές. Ο ζωγράφος της Κρήτης, όμως, φαίνεται να εντυπωσιάζεται από τη θέα του "πρίγκιπα" που φορά καπέλο διακοσμημένο με άνθη και φτερά παγωνιού.
Η ελληνική ζωγραφική -και περισσότερο η μινωική- είχε διαφοροποιηθεί από τη φορμαλιστική αιγυπτιακή και βαβυλωνιακή και ως προς την τεχνοτροπία (εγκατάλειψη της αυστηρής θεματολογίας και -εν μέρει- της αρχής της μετωπικότητας[34]) αλλά και ως προς τη "φιλοσοφική" τοποθέτηση. Οι καλλιτέχνες υμνούσαν την εγκόσμια ζωή, απέδιδαν τιμή σε πολεμιστές και οι ζωγραφιές είχαν θέση στο εσωτερικό των κατοικιών· στην Πύλο, μάλιστα, κοσμούσαν και εξωτερικούς χώρους. Αντιθέτως, οι Αιγύπτιοι ζωγράφιζαν ταφικούς τοίχους, καθώς η δοξασία περί μεταθανάτιας ζωής επέβαλλε την τέρψη των νεκρών.[35]

Εξέλιξη της ελληνικής αρχιτεκτονικής
Προϊστορικοί οικισμοί και τουρισμός 
Προς το τέλος του 19ου αιώνα και αρχή του 20ού, η ανακάλυψη των προϊστορικών οικισμών -των «πολύχρυσων Μυκηνών» από τον Schliemann, των κυκλαδικών οικισμών από τον Χρήστο Τσούντα και της Κνωσού από τον Evans- αναζωπύρωσε τον ενθουσιασμό για την αρχαία ελληνική ζωή.[36]
Στο μεταξύ, κοινωνικοί, οικονομικοί, πολιτικοί παράγοντες είχαν διαμορφώσει ένα αρχιτεκτονικό μοντέλο στο οποίο συνυπήρχαν χαρακτηριστικά προηγούμενων ελληνικών ιστορικών περιόδων σε ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο.[37] Οι «αιώνιες αρχές», όμως, που κατά τον αρχιτέκτονα Άρη Κωνσταντινίδη διέπουν την ελληνική αρχιτεκτονική, φαίνεται να διαπερνούν και να συνδέουν τα προϊστορικά μέγαρα (της Πελοποννήσου και της Θεσσαλίας), τα μεταγενέστερα παραδοσιακά -και κυρίως νησιωτικά- οικοδομήματα και κάποια δημόσια κτίρια του Μεσοπολέμου.[38]
Η συντήρηση και διατήρηση των προϊστορικών οικισμών είναι σαφώς επιβεβλημένη, καθώς αυτοί οι οικισμοί είναι οι βαθιές ρίζες του ανθρώπινου είδους και ως ιστορική εξέλιξη αφορά τόσο την επιστημονική κοινότητα όσο και τους απλούς περιηγητές. Οι  αρχαιολογικές ανακαλύψεις είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τον τουρισμό, ο οποίος είναι πηγή κρατικών εσόδων.
Όσον αφορά το ελληνικό κράτος, η έκθεση και προβολή των προϊστορικών αρχιτεκτονικών επιτευγμάτων στους ξένους διατρανώνει την άποψη περί συνέχειας του ελληνισμού. Ωστόσο, ο στόχος προσέλκυσης τουριστών, δεν θα πρέπει να λειτουργεί ως τροχοπέδη στη δημιουργική έκφραση σύγχρονων αρχιτεκτόνων, γιατί τότε δεν θα μιλάμε για συνέχεια της ελληνικής αρχιτεκτονικής αλλά για στασιμότητα.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η άποψη του Tzvetan Todorov, ότι «οι κουλτούρες δεν είναι μονολιθικά νησιά αλλά διασταυρούμενες προσχώσεις»[39] αποτυπώνει γλαφυρά τη μέθοδο διαμόρφωσης του μινωικού πολιτισμού. Η  Κρήτη ήταν κέντρο που επηρέαζε και επηρεαζόταν από τους ανατολικούς και αιγαιακούς πολιτισμούς. Η συγχώνευση αυτή είχε ως αποτέλεσμα, από τη μια πλευρά, την πολιτιστική ενοποίηση του χώρου του Αιγαίου με την ηπειρωτική χώρα και από την άλλη τη δημιουργία ενός νέου μοντέλου πολιτισμού -του μυκηναϊκού.[40]
Όσον αφορά τα διατηρούμενα έργα τέχνης, όπως οι προϊστορικές τοιχογραφίες έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον και για τους μελετητές της κοινωνιολογίας της Τέχνης. Επειδή, κατά τον Hauser, στους προϊστορικούς πολιτισμούς είναι πιο ευδιάκριτη -όσο σε καμιά άλλη χρονική περίοδο- «η σύνδεση ανάμεσα σε μια αλλαγή τεχνοτροπίας και στην ταυτόχρονη αλλαγή στις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες».[41]
Καταλήγοντας, τα αρχαιολογικά ευρήματα είναι αντικείμενο μελέτης μιας μεγάλης γκάμας ερευνητών και μελετητών. Ως εκ τούτου, η ορθολογική αξιοποίησή τους είναι προς όφελος μιας χώρας.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βασιλικού Ντόρα, Ο ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ, Αθήνα 1995.
Βούρτσης Ι. Μανακίδου Ε., Πασχαλίδης Γ., Σμπόνιας Κ., ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ, τόμ. Α, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999.
Γιαννόπουλος Ιω., Κατσιαμπούρα Γ., Κουκουζέλη Α., ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ, τόμ. Β, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2000.
Λουκάκη Αργυρώ, ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΗ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ, εκδ. ΚΑΡΔΑΜΙΤΣΑ, Αθήνα 2007.
Παπαγιαννοπούλου Α., Πλάντζος Δ., Σουέρεφ Κ., ΤΕΧΝΕΣ Ι: ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ, τόμ. Α, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999.
Φιλιππίδης Δ., ΤΕΧΝΕΣ Ι: ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ, τόμ. Δ, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2001.
Claude Mosse, Scnapp Annie-Gourbeillon, ΕΠΙΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ, μτφ. Λύντια Στεφάνου, εκδ. ΠΑΠΑΔΗΜΑ, Αθήνα 2013.
Dickinson Oliver, ΑΙΓΑΙΟ -ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ, μτφ. Θ. Ξένος, εκδ. ΚΑΡΔΑΜΙΤΣΑ, Αθήνα 2003.
Hauser Arnold, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ, τόμ. 1, μτφ. Τ. Κονδύλη, εκδ. ΚΑΛΒΟΣ, Αθήνα 1984.
Tzvetan Todorov, Ο ΦΟΒΟΣ ΤΩΝ ΒΑΡΒΑΡΩΝ, μτφ. Γιώργος Καράμπελας, εκδ. ΠΟΛΙΣ, Αθήνα 2009.

ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
http://minoan.yolasite.com
http://odysseus.culture.gr



[1]. Εισήγαν πρώτες ύλες: μεταλλεύματα όπως χαλκό, χρυσό, κασσίτερο, μόλυβδο, άργυρο, αλλά και ξυλεία (έλλειψη που οφειλόταν στις μειωμένες βροχοπτώσεις αλλά ήταν απαραίτητη και για την κατασκευή πλοίων). Εξήγαν αγροτικά προϊόντα, χρηστικά και διακοσμητικά αντικείμενα που κατασκεύαζαν στα εργαστήρια. Claude Mosse, Scnapp Annie-Gourbeillon, Επίτομη Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας, μτφ. Λύντια Στεφάνου, εκδ. ΠΑΠΑΔΗΜΑ, Αθήνα 2013, σ. 68.
[2]. Οι Κρητικοί χρησιμοποιούσαν τρία συστήματα γραφής: Ιερογλυφική, Γραμμική Α και την αποκρυπτογραφημένη Γραμμική Β. Με την τελευταία καταγράφονταν οι οικονομικές και εμπορικές δραστηριότητες της κοινωνίας. Βούρτσης Ι. Μανακίδου Ε., Πασχαλίδης Γ., Σμπόνιας Κ., ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ, τόμ. Α, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σσ. 260-271.
[3]. Η λέξη «Μίνως» πιθανόν να ήταν ο τίτλος του βασιλιά. Claude Mosse, ό.π., σ. 67.
[4]. Παπαγιαννοπούλου Α., Πλάντζος Δ., Σουέρεφ Κ., ΤΕΧΝΕΣ Ι: ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ, τόμ. Α, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σ. 33 και Λουκάκη Αργυρώ, ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΗ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ, εκδ. ΚΑΡΔΑΜΙΤΣΑ, Αθήνα 2007, σ. 195.
[5]. Μετά τον 8ο αιώνα, όταν πρωτοεμφανίστηκαν οι πόλεις-κράτη, η ακρόπολη μετατράπηκε σε ιερό τόπο, όπου τελούνταν λατρευτικές εκδηλώσεις· η γύρω περιοχή το άστυ, που βρίσκονταν οι κατοικίες των πολιτών έγινε ο πυρήνας της διοίκησης. Γιαννόπουλος Ιω., Κατσιαμπούρα Γ., Κουκουζέλη Α., ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ, τόμ. Β, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2000, σ. 76.
[6]. Claude Mosse, ό.π., σσ. 67, 70.
[7]. http://minoan.yolasite.com
[8]. «Τα μινωικά ανάκτορα χτίστηκαν το 2000 π.Χ., καταστράφηκαν ταυτόχρονα το 1700 π.Χ. από μια φοβερή καταστροφή και ξαναχτίστηκαν αμέσως στις ίδιες θέσεις, ως το 1400 π.Χ.». Παπαγιαννοπούλου Α., κ.ά., ό.π., σ. 165.
[9]. Claude Mosse, ό.π., σσ. 66, 69.
[10]. Κατά την ελληνική Μυθολογία, ο αθηναίος τεχνίτης Δαίδαλος σχεδίασε αυτό το πολύπλοκο οικοδομικό συγκρότημα (Λαβύρινθος) και οι σύγχρονοί του θεωρούσαν ότι «μπορούσε να δώσει ζωή στο ξύλο και να κάνει τις πέτρες να βαδίσουν». Hauser Arnold, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ, τόμ. 1, μτφ. Τ. Κονδύλη, εκδ. ΚΑΛΒΟΣ, Αθήνα 1984, σ. 81.
[11]. Η έλλειψη μνημειακών ιερών κτισμάτων αλλά και αγαλμάτων θεών στην Κρήτη, υποδηλώνει τη μικρή επιρροή της θρησκείας στη δημόσια ζωή, σε αντιδιαστολή με τον καταπιεστικό ρόλο των ανατολικών θρησκειών. Ίσως, ήταν ένας από τους παράγοντες, που λειτούργησε υπέρ της ελευθερίας στην καλλιτεχνική έκφραση. Hauser Arnold, -"-, σ. 73
[12]. Φιλιππίδης Δ., ΤΕΧΝΕΣ Ι: ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ, τόμ. Δ., εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2001, σ. 165 και Hauser Arnold, -"-, σ. 48.
[13] «Επένδυση τοίχων με μαρμάρινες πλάκες». Παπαγιαννοπούλου Α., ό.π., σ. 134.
[14]. Dickinson Oliver, ΑΙΓΑΙΟ -ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ, μτφ. Θ. Ξένος, εκδ. ΚΑΡΔΑΜΙΤΣΑ, Αθήνα 2003, σσ. 213-215.
[15]. Παπαγιαννοπούλου Α., κ.ά., ό.π., σσ. 34-35.
[16]. Οι Κυκλάδες ήταν από τους αιγαιακούς πολιτισμούς που διέθεταν ισχυρό στόλο, ανεπτυγμένο πολιτισμό και ο ρόλος τους ήταν διαμετακομιστικός. Παπαγιαννοπούλου Α., κ.ά., -"-, σ. 135.
[17]. Εισήγαν μέταλλα, όπως χαλκό, κασσίτερο, χρυσό, ορυκτά (κεχριμπάρι, λαζουρίτη, υαλόμαζα), πολυτελή υφάσματα, ελεφαντόδοντο και ξυλεία. Τα εξαγώγιμα προϊόντα ήταν δημητριακά, έλαια, οίνος, μέλι, αγγεία, μάλλινα και λινά υφάσματα, ασήμι και μόλυβδο (της Αττικής). Claude Mosse, ό.π.,  σ. 98.
[18]. Παπαγιαννοπούλου Α., ό.π., σσ. 37, 43, 48 και Claude Mosse, ό.π., σ. 72.
[19]. Τειχισμένες ακροπόλεις ήταν η Τίρυνθα και η Θήβα. Η Πύλος, είναι η μόνη μη τειχισμένη ακρόπολη. Παπαγιαννοπούλου, -"-, σσ. 47-48.
[20]. http://odysseus.culture.gr
[21]. Η ελληνική Μυθολογία, αναφέρει ότι οι Κύκλωπες, φυλή της Ασίας, είχαν χτίσει την ακρόπολη. Βασιλικού Ντόρα, Ο ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ, Αθήνα 1995, σ. 150.
[22]. «Ονομάστηκε έτσι από τις  δύο αντικριστές μορφές ανάγλυφων λιονταριών στο «ανακουφιστικό» τρίγωνο, πάνω από το υπέρθυρό της». Φιλιππίδης Δ., ό.π., σ. 164.
[23]. Claude Mosse, ό.π., σσ. 84-85.
[24]. Dickinson Oliver, ΑΙΓΑΙΟ -ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ, μτφ. Θ. Ξένος, εκδ. ΚΑΡΔΑΜΙΤΣΑ, Αθήνα 2003, σσ. 225, 237 και Βασιλικού Ντόρα, ό.π., σσ. 148-149.
[25]. Η τεχνική δεν είναι σαφής. Μοιάζει, όμως, με την τεχνική της υστερότερης νωπογραφίας: επίθεση του χρώματος σε ασβεστοκονίαμα που ήταν υγρό. Dickinson Oliver, σ. 234.
[26]. Hauser Arnold, ό.π., σ. 74.
[27]. Dickinson Oliver, ό.π., σσ. 236-237.
[28]. http://odysseus.culture.gr.
[29]. Η απόδοση ψυχογραφίας (ήθος και πάθος) των μορφών, η φωτοσκίαση και οι χρωματικοί τόνοι για την απόδοση του πλαστικού όγκου και η χρήση γραμμικής και χρωματικής προοπτικής ώστε να αποδοθεί το βάθος του χώρου, είναι επιτεύγματα της ελληνικής ζωγραφικής της περιόδου: 5ος-2ος αιώνας π.Χ. Γιαννόπουλος Ιω. Κατσιαμπούρα Γ., Κουκουζέλη Α., ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ, τόμ. Β, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2000, σσ. 169-171.
[30]. Claude Mosse, ό.π., σ. 65.
[31]. http://odysseus.culture.gr
[32]. Στην Κνωσό, όπως και στην Πύλο, η υφαντουργία ήταν πηγή εσόδων και ελεγχόταν αυστηρά από το ανάκτορο. Claude Mosse, ό.π., σ. 96.
[33]. Παπαγιαννοπούλου Α., κ.ά. ό.π., σ. 107.
[34]. Λέγοντας «μετωπικότητα» εννοούμε το νόμο που διέπει την αναπαράσταση της ανθρώπινης μορφής, σύμφωνα με το οποίο σε οποιαδήποτε θέση κι αν απεικονίζεται το σώμα, όλη η επιφάνεια του θώρακα μπορεί με μια κάθετη γραμμή να χωριστεί σε δύο ίσα μέρη. Hauser Arnold, ό.π., σ. 60.
[35]. Παπαγιαννοπούλου Α., κ.ά., ό.π., σ. 118.
[36]. Φιλιππίδης Δ., ό.π., σ. 161.
[37]. Η ίδρυση του αυτόνομου ελληνικού κράτους το 1830 σηματοδοτήθηκε από την οικοδόμηση της χώρας και χάραξη εθνικών δρόμων. Ο σχεδιασμός των πόλεων ανατέθηκε σε βαυαρούς αρχιτέκτονες, οι οποίοι ακολούθησαν την ευρωπαϊκή τάση για ορθολογικό σχεδιασμό και συγχρόνως υιοθέτησαν τον αρχιτεκτονικό ρυθμό του αρχαίου ελληνικού Κλασικισμού. Ο Νεοκλασικισμός που εισήχθη στην Ελλάδα αφορούσε την Αθήνα. Στην υπόλοιπη επικράτεια διατηρήθηκε, ως επί το πλείστον, η παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Τουρκοκρατίας. Φιλιππίδης Δ., -"-, σσ. 27-29.
[38]. Φιλιππίδης Δ., -"-, σσ. 166, 170.
[39]. Tzvetan Todorov, Ο ΦΟΒΟΣ ΤΩΝ ΒΑΡΒΑΡΩΝ, μτφ. Γιώργος Καράμπελας, εκδ. ΠΟΛΙΣ, Αθήνα 2009, σ. 100.
[40] Παπαγιαννοπούλου, κ.ά., ό.π., σ. 35.
[41]. Hauser Arnold, ό.π., σ. 40.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου