https://independent.academia.edu/NAFSIKA

Τρίτη 16 Μαρτίου 2021

ΓΑΜΗΛΙΕΣ ΕΘΙΜΙΚΕΣ ΤΕΛΕΤΕΣ & ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ

 Φοιτητική εργασία της Ναυσικάς Αλειφέρη              

για την ΕΛΠ41 του ΕΑΠ,  
ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΙΙ: ΟΙ ΝΕΟΤΕΡΟΙ ΧΡΟΝΟΙ

ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΘΕΜΑΤΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ-

ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΕΑΠ: ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ

 

📔 📓 📑 📘 📓 📔 📖  📖

ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2021

 

Θέμα:  ΓΑΜΗΛΙΕΣ ΕΘΙΜΙΚΕΣ ΤΕΛΕΤΕΣ &

ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ

 

Περιεχόμενα

 

Εισαγωγή..............................................................................................................2

Γαμήλιες εθιμικές τελετές ....................................................................................3

Εναλλακτικές κοινωνικές δομές ...........................................................................7

Συμπεράσματα......................................................................................................10

Βιβλιογραφικές αναφορές....................................................................................11


Εισαγωγή

 

Ο Άγγλος ανθρωπολόγος A.R. Radcliffe-Brown (1881-1955) διατύπωσε τον ορισμό του συγγενειακού συστήματος υποστηρίζοντας ότι «ένα σύστημα συγγένειας και γάμου μπορεί να θεωρηθεί ως μια ρύθμιση η οποία επιτρέπει στους ανθρώπους να ζουν μαζί και να συνεργάζονται στο πλαίσιο μιας διατεταγμένης κοινωνικής ζωής». (Τουντασάκη, Ε., 2018, σ. 106) Η δε τελετουργία είναι ένα πολύπλοκο σύστημα οργάνωσης του χώρου και του χρόνου που δομεί μια ανθρώπινη κοινωνία, προκειμένου να καθορισθούν η σχέση της με το σύμπαν που την περιβάλλει, η ταξινόμηση των ανθρώπινων κατηγοριών και οι δεσμοί που τις συνδέουν. (Zaidman, L.B., 2017, σ. 31)

            Τον ρόλο της τελετουργίας, όπως εμφανίζεται στον ελληνικό δημόσιο βίο, στα συστήματα συγγένειας και συγκεκριμένα στον γάμο πραγματεύεται η πρώτη ενότητα της παρούσας εργασίας. Η δεύτερη ενότητα εστιάζει στις εναλλακτικές κοινωνικές δομές, που χαρακτηρίζονται από σχετική ελευθερία επιλογής, και στη σχέση τους με την παραγωγική βάση της κοινωνίας.

1.   Γαμήλιες εθιμικές τελετές

 Σύμφωνα με τον Γάλλο ανθρωπολόγο Bourdieu P. (1930-2002) ο γάμος πρέπει να αντιμετωπίζεται ως το καταληκτικό αποτέλεσμα μιας στρατηγικής.[1] Μηχανισμός κοινωνικής ανταλλαγής και συμμαχίας, κατά τον λαογράφο Νιτσιάκο Β., που διασφάλιζε την κοινωνική συνοχή στην παραδοσιακή ελληνική κοινότητα αλλά και μέσω κληρονομικών πρακτικών εξισορροπούσε τις αρνητικές συνέπειες του

κατακερματισμού της οικογενειακής περιουσίας. (Τουντασάκη, Ε., 2018, σσ. 65, 268· Νιτσιάκος, Β., 2016, σ. 108)

Στην πατροπλευρική πολυπυρηνική οικογένεια τα μέλη της συνδέονται με δεσμούς αίματος οι οποίοι μεταβιβάζονται δια μέσου της ανδρικής γραμμής και η καταγωγή, η διαδοχή, η κληρονομιά αποκτώνται από την πλευρά του πατέρα.[2] Στην πατροπλευρική διευρυμένη οικογένεια οι γονείς συμβιώνουν με τις οικογένειες των αρσενικών παιδιών, έτσι η έγγεια ιδιοκτησία δεν χωρίζεται σε πολλαπλά μερίδια. Στην κοινότητα των κτηνοτρόφων Καραγκούνηδων της Θεσσαλίας, όπου οι πατρογραμμικές συγγενειακές ομάδες ενώνονταν και συγκροτούσαν κοινότητες, η οικονομία της οικογένειας στηριζόταν στην παραγωγικότητα των εργατικών χεριών. Έτσι, πριν την αγροτική μεταρρύθμιση (1922-25) –με την οποία τα κατακερματισμένα τσιφλίκια διανεμήθηκαν σε ακτήμονες– ο πατέρας της νύφης για τη ζημιά που προκαλούσε η αποχώρησή της δεχόταν ως αποζημίωση χρηματικό ποσό από τον γαμπρό. Κατά την περιγραφή της ανθρωπολόγου-λαογράφου Σκουτέρη-Διδασκάλου Ε., στο πατροπλευρικής οργάνωσης Ρουμλούκι της κεντρικής Μακεδονίας στα τέλη του 19ου με αρχές του 20ού αιώνα, ο άνδρας συγκεντρώνει χρήματα για να κάνει «νύφη αγοραστή»: καταβάλλει χρηματικό ποσό για το «γάλα της μάνας» και για τα έξοδα του γάμου («ξοδευτά») –πράξεις που συμβολίζουν την αξιοσύνη και την εργατικότητά του. Ο γαμπρός πριν το «νυφόπαρμα» χαιρετιέται τελετουργικά και ιεραρχικά με τους συγγενείς της νύφης. Η έκθεση και η τελετουργική μεταφορά των προικιών της νύφης εντάσσονται στο πλαίσιο του κοινωνικού ελέγχου· τα εργόχειρά της πιστοποιούν το μέγεθος της εργατικότητάς της. Η νύφη προσκυνά αμίλητη τους συγγενείς του συζύγου της, προσφέρει δώρα και κάθεται αμίλητη δίχως να συμμετέχει στο φαγοπότι. Επιπλέον η παρθενία, η αγνότητα, η σεμνότητα, η λιτότητα, η υποταγή της νύφης είναι εγγυήσεις για την απόκτηση νόμιμων παιδιών, για τη συνέχιση της με την ευρεία έννοια οικογένειας και για τη διατήρηση της μεταξύ των δύο συγγενειακών ομάδων καλής σχέσης, της αγχιστείας, η οποία  θεμελιώνεται με τη γαμήλια ανταλλαγή. Από μελέτες στα νησιά του Αιγαίου (Κάρπαθο, Νήσο, Θήρα, Ρόδο), παρουσιάζεται μητρογραμμική οργάνωση, διαφοροποίηση που οφείλεται στη μακρόχρονη απουσία των συζύγων-ναυτικών· εμφανίζεται εκτεταμένη μητρωνυμία, τα παιδιά χρησιμοποιούν το όνομα της μητέρας ως επώνυμο, και ισχύει η διγραμμαική κληρονομικότητα: δηλαδή οι κανακάρηδες και οι κανακάρες –τα πρωτότοκα παιδιά– κληρονομούν την πατρική και τη μητρική περιουσία αντίστοιχα. Στην Κάρπαθο, που ακόμα και σήμερα διατηρεί στοιχεία της παρελθοντικής κοινωνικής οργάνωσης, ισχύει ο γυναικοτοπικός γάμος· ο γαμπρός μετακομίζει στη γυναικοτοπική κατοικία, από την οποία οι γονείς της νύφης αποχωρούν με τα υπόλοιπα παιδιά τους και το ζευγάρι εγκαθίσταται στο σπίτι Η κανακάρα είναι συμβολικός φορέας της ταξικής ισχύος της οικογένειάς της, χωρίς ωστόσο να έχει δικαίωμα συμμετοχής στην πολιτική ζωή. (Νιτσιάκος, Β., σσ. 99, 100, 104· Μερακλής Μ., 2011, σσ. 59, 103· Σκουτέρη-Διδασκάλου Ε., σσ. 90, 92, 95, 178, 194)    

Με τις εθιμικές τελετές ή διαβατήριες τελετουργίες –πρόκειται για επιβιώσεις εθίμων βασισμένων σε αρχέγονες δοξασίες τα οποία αφομοιώθηκαν στις χριστιανικές τελετές– σηματοδοτείται η μετάβαση των έφηβων ανύπαντρων ατόμων στην έγγαμη κατάσταση που ξεκινά από τον αρραβώνα (μεθοριακή περίοδος) και ολοκληρώνεται με τις μεταγαμήλιες τελετές αλλά και κοινοποιείται η δημιουργία μιας νέας μικρομονάδας στην κοινωνία. Σε μεταφυσικό επίπεδο υποτίθεται ότι τα άτομα που συμμετέχουν στις τελετές του γάμου θα καλέσουν τις καλές δυνάμεις ώστε να επιτευχθεί η  οικονομική ευμάρεια του ζευγαριού, η πολυτεκνία (κυρίως η αρρενογονία) αλλά και θα αποτρέψουν τη δράση βλαπτικών δυνάμεων μέσω μιας ποικιλίας συμβολικών προκαθορισμένων αντικειμένων, πράξεων, λόγων· όπως η παρασκευή των γαμήλιων ψωμιών, το λούσιμο της νύφης (εξαγνιστική λειτουργία),[3] το ξύρισμα του γαμπρού πριν τον γάμο, το ντύσιμο και της νύφης[4] και του γαμπρού από πρωτοστέφανα άτομα, ο στολισμός του σπιτιού με φλάμπουρα[5], η ρήψη στο ζευγάρι κατασχυμάτων (άνθη λεμονιάς, ρύζι, νομίσματα). Σε κοινωνικό επίπεδο μέσω των γαμήλιων εθίμων εξωτερικεύεται μια κοινωνική ιεραρχημένη δομή (για παράδειγμα η πατροπλευρική πυρηνική οικογένεια τελούσε υπό την απόλυτη εξουσία του «πατριάρχη» πατέρα/συζύγου (patrie potestas), ένα σύστημα των κοινωνικά αποδεκτών σχέσεων που συνδέουν άτομα και ομάδες. Τα γαμήλια έθιμα συνιστούν για τη Σκουτέρη-Διδασκάλου Ε., «ιδεολογικό μηχανισμό» θεμελιωμένο στο εξουσιαστικό πρότυπο των πατριαρχικών κοινωνιών, συμβολικές πράξεις που διαιωνίζουν την κοινωνική αντίθεση των φύλων και κυρίως την υποτέλεια της γυναίκας. (Μερακλής Μ., 2011, σσ. 59· Θανόπουλος, Γ., 2002, σσ. 95- 97· Σκουτέρη-Διδασκάλου Ε., 1980, σσ. 160, 162, 190· Van Gennep, A., 2016, σσ. 54-56)

      Στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία με την αστικοποίηση του αγροτικού πληθυσμού, τη μεταβολή της δομής της οικογένειας σε πυρηνική[6] (στην οποία η σύζυγος εργάζεται εκτός σπιτού και είναι μισθωτή σε αντίθεση με τη μισθωτή γυναίκα της διευρυμένης οικογένειας), την εμπορευματοποίηση του θεσμού του γάμου, την αυξανόμενη τάση –σύμφωνα με μελέτες που βασίζονται σε συγχρονική επιτόπια έρευνα στην Ελλάδα– για αμφιπλευρικά[7] συστήματα συγγένειας, κάποια παραδοσιακά γαμήλια έθιμα αντικαταστάθηκαν ή ατόνησαν. Κατά τον λαογράφο-φιλόλογο Μερακλή Μ. «η γοητεία του τελετουργικού στοιχείου, καθεαυτό, ανεξάρτητα από το υποκρυπτόμενο ιδεολογικό περιεχόμενό του, το οποίο, μάλιστα, σε πάρα πολλές περιπτώσεις λησμονήθηκε και παρερμηνεύθηκε» είναι ο λόγος που οι νεότερες γενιές εξακολουθούν να υποδύονται προδιατεταγμένους ρόλους στις γαμήλιες τελετές και που κάποια έθιμα βρίσκουν χώρο στα δημαρχεία όπου τελούνται πολιτικοί γάμοι από το 1982.  (Θανόπουλος, Γ., 2002, σ. 99· Μερακλής Μ., 2011, σσ. 177, 188· Νιτσιάκος Β.,  2016, σ. 91)

 

2. Εναλλακτικές κοινωνικές δομές

 Στις αγροτικές παραδοσιακές κοινότητες τα δομικά κενά συνοχής και αλληλεγγύης που αφήνουν οι δεσμοί αιματικής ή εξ αγχιστεία συγγένειας συμπληρώνονται από πλασματικούς δεσμούς, εκτός των ορίων πραγματικής συγγένειας, που δημιουργούν κοινωνικές συμμαχίες. Πρόκειται για δεσμούς πνευματικής συγγένειας που επισφραγίζονται κατά κανόνα με τελετουργίες καθιαγιασμού –θεμελιώνονται στα χριστιανικά μυστήρια, τη βάπτιση ή τον γάμο– προκειμένου να εξισωθούν με τους δεσμούς της αιματοσυγγένειας. Η δόμηση των σχέσεων της κουμπαριάς ακολουθούσε τα πρότυπα της οικογενειακής οργάνωσης και του συστήματος συγγένειας κάθε κοινότητας· για παράδειγμα σε πατροπλευρική οργάνωση, που ίσχυε η αρχή της αρρενογονικής κληρονομιάς της κουμπαριάς,  δικαίωμα να στεφανώσει ή να βαπτίσει είχε ο νονός του γαμπρού. (Νιτσιάκος, Β., 2016, σσ. 87,  88, 112)

Στην εθνογραφία η κουμπαριά θεωρείται πρόφαση δημιουργίας κοινωνικών σχέσεων που αποτελεί το «νευρικό σύστημα» στις σχέσεις πελατείας (patronage), αφού μετατράπηκε σε μηχανισμό «ελέγχου των απρόσωπων δομών μέσω προσωπικών σχέσεων», σύμφωνα με τον Νιτσιάκο Β., με αποτέλεσμα η κοινωνική διάσταση του πνευματικού θεσμού να υποβαθμίζει τη θρησκευτική. Από εθνογραφικές μελέτες έχουν γίνει γνωστές περιπτώσεις πελατειακών σχέσεων θεμελιωμένες στη κουμπαριά. Σε προγενέστερες περιόδους στον αγροτικό κόσμο γίνονταν ενδοκοινοτικές κουμπαριές μεταξύ γαιοκτημόνων και αγροτών αλλά και χωρικών και κλεφτών της περιοχής. Στην επιτόπια έρευνα που έκανε ο Αμερικανός ανθρωπολόγος Herzfeld M. (1947-) σε ορεινά κτηνοτροφικά χωριά της δυτικοκεντρικής Κρήτης, διαπίστωσε ότι ο «κοζαλής», ο ισχυρός βοσκός κάποιας περιοχής, είχε 50 ή ακόμα και 100 σύντεκνους (=κουμπάρους) από τη βάπτιση ενός και μόνο  παιδιού του ενώ στις ίδιες περιοχές οι γεωργοί καλούσαν για κουμπάρο μόνον έναν. Επιδίωξη του κτηνοτρόφου ήταν, μέσω της θρησκευτικά κατοχυρωμένης υποχρέωσης αμοιβαίου σεβασμού που προέκυπτε από την πνευματική συγγένεια, η προστασία της απειλούμενης από τους ζωοκλέφτες κινητή περιουσία του. (Νιτσιάκος, Β., σσ. 69, 112-114· Herzfeld, M., 1988, σσ. 345, 360)

Η σύναψη κουμπαριάς χρησιμοποιείται επίσης στη διαδικασία της ενσωμάτωσης απομονωμένων αγροτικών κοινοτήτων σε ευρύτερα συστήματα κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων. Η κουμπαριά εμπλέκεται στο πλαίσιο των εθίμων της άνευ αμοιβής αλληλοβοήθειας, συνδεόμενα με φάσεις της παραγωγικής διαδικασίας, όπως ο τρύγος στη γεωργία, ο κούρος στην κτηνοτροφία –χωρίς το ηθικό πλαίσιο (ethos) να ανταποκρίνεται στις επιταγές του σύγχρονου οικονομικού ορθολογισμού. Έτσι μολονότι δεν υπάρχει άμεση αμοιβή ή οικονομική συναλλαγή των δυο μερών (των κουμπάρων) οι ισχυρές ηθικές δεσμεύσεις που προκύπτουν από την πνευματική συγγένεια δημιουργούν κύκλο ανταλλαγών· για παράδειγμα  ένας κτηνοτρόφος δίνει τη γαλακτοπαραγωγή του σε φτηνότερη τιμή στον κουμπάρο-έμπορο, ο οποίος με τη σειρά του είτε με δανεισμό είτε με "αξιοποίηση" των γνωριμιών του στην πόλη, αν παραστεί ανάγκη, θα υποστηρίξει τον κτηνοτρόφο.  Όπως προκύπτει από τις μελέτες (στα μέσα του 20ού αιώνα) των Αμερικανών ανθρωπολόγων Campbell J. και Friedl  Ε., οι Σαρακατσάνοι της Ηπείρου, χρησιμοποίησαν την εξωκοινοτική κουμπαριά προκειμένου να συνδεθούν με τα κέντρα εξουσίας μέσω πολιτικών παραγόντων. Η κουμπαριά με την επέκταση των δικτύων της εκτός κοινότητας εμφανίζει εξωστρέφεια σε αντίθεση με την εσωστρέφεια της αγχιστείας λόγω της κοινοτικής ενδογαμίας. (Νιτσιάκος Β., 2016, σσ. 109, 114, 186-188)

Στη σύγχρονη εποχή στην οποία το άτομο αυτονομείται και δημιουργεί το δικό του δίκτυο κοινωνικών σχέσεων η κουμπαριά αποκτά ατομικιστικό χαρακτήρα και διαφοροποιείται από τα παραδοσιακά μοντέλα στα οποία οι συλλογικές μορφές κουμπαριάς συνδέονταν με την παρουσία της διευρυμένης οικογένειας και με τη λειτουργία ευρύτερων συγγενειακών δικτύων. Η σύγχρονη τάση κυρίως στα αστικά κέντρα για σύναψη κουμπαριάς στους κόλπους των συγγενειακών ομάδων ή ακόμα και της ίδιας οικογένειας είναι αντίθετη με τη νοοτροπία των παραδοσιακών μορφών  κοινωνικής συγκρότησης. (Ν., 2016, σ. 116)

           Η αδελφοποιία, έθιμο ανατολικής προέλευσης, ανήκει στις αποκαλούμενες εναλλακτικές κοινωνικές δομές, «δομικά αλλόμορφα» κατά τον Αμερικανό ανθρωπολόγο Hammel Ε. (1930-). Η τελετουργία του συνίστατο στην κοινωνία αίματος· αντικαταστάθηκε με συμβολικές πράξεις  –ανταλλαγή ρούχων, περικοπή μαλλιών, και κυρίως από κάποια ιεροτελεστία στην εκκλησία– μετά την εξάπλωση του Χριστιανισμού.[8] Ωστόσο υπάρχουν πληροφορίες για την επιβίωση τελετουργιών ανταλλαγής αίματος στην περιοχή της Μάνης και τη δεκαετία του 1950. Ο αδελφικός δεσμός δύο ατόμων –σπανιότερα περισσότερων– συνδέθηκε με τη βεντέτα αφού είχαν την υποχρέωση, σύμφωνα με τον ορισμό που έδωσε ο λαογράφος Κυριακίδης Στ., «να αλληλοβοηθώνται εις πάσαν του βίου περίστασιν, εν περιπτώσει δε φόνου του ετέρου να εκδικώνται τον φονευθέντα». Η αδελφοποιία είχε αποτρεπτικό χαρακτήρα ως προς την εχθρότητα αλλά μάλλον λειτουργούσε καιροσκοπικά, όπως υποδηλώνει η ευκολία με την οποία αδελφοποιούνταν Έλληνες με Τούρκους αλλά και εχθρικές εθνοτικές ή κοινωνικές ομάδες.  Ο Νιτσιάκος Β.,  σε επιτόπια έρευνα σε χωριά της βόρειας Ελλάδας διαπίστωσε τις «δομικές συνέπειες» του θεσμού. Με τη διεύρυνση της αδελφοποιίας και με δεδομένη την ενδογαμία οι κάτοικοι δεν μπορούσαν να παντρευτούν με μέλη της κοινότητας, εφόσον και στις πραγματικές και στις πλασματικές σχέσεις απαγορεύεται η αιμομιξία. (Νιτσιάκος, 2016, σσ. 111, 117-119)

 

Συμπεράσματα

 Η τήρηση των τελετών του γάμου διασφαλίζει τη διατήρηση της παράδοσης, τη συνοχή συγγενειακών ομάδων και της κοινωνίας. Επιπλέον έχει εκπαιδευτικό χαρακτήρα, αφού μέσω των διαβατήριων τελετουργιών το άτομο μυείται και εκπαιδεύεται ώστε να αναλάβει διαφορετική κοινωνική θέση που απαιτεί διαφορετικό κοινωνικό ρόλο και να κοινωνικοποιηθεί ομαλά σε νέο περιβάλλον.

            Οι εναλλακτικές κοινωνικές δομές βασίζονται στην εφευρετικότητα των ανθρώπων προκειμένου να δημιουργήσουν κοινωνικές σχέσεις σύμφωνα με τα δικά τους κριτήρια. Δημιουργούνται για συναισθηματικούς λόγους ή για να εξυπηρετήσουν προσωπικές ανάγκες, φιλοδοξίες οπότε μπορεί να γίνει λόγος για σχέσεις πατρωνείας.

 Βιβλιογραφικές αναφορές

 Θανόπουλος  Γ., 2002, «Ο κύκλος της ζωής: Γέννηση-Γάμος Θάνατος» στο Γ. Αικατερινίδης, κ.ά., Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι, τόμος Α΄, ΕΑΠ, Πάτρα.

Μερακλής, Μ., 2011, Ελληνική λαογραφία, Καρδαμίτσα, Αθήνα.

Νιτσιάκος, Β., 2016, Παραδοσιακές κοινωνικές δομές, Ισνάφι.

Πέννα, Β., 2001, «Ο δημόσιος, οικονομικός και κοινωνικός βίος των Βυζαντινών» στο Ευθυμιάδης, Σ., κ.ά., Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα Ι: Από την Αρχαιότητα έως και τα Μεταβυζαντινά Χρόνια, τόμ. Β., ΕΑΠ, Πάτρα.

Σκουτέρη-Διδασκάλου, Ν., 1980, «Για την ιδεολογική αναπαραγωγή των κατά φύλα κοινωνικών διακρίσεων. Η σημειοδοτική λειτουργία της "τελετουργίας του γάμου"», στο Σημειωτική και κοινωνία, Διεθνές Συνέδριο της Ελληνικής Σημειωτικής Κοινωνίας, Karin Boklund-Λαγοπούλου (επιμλ.),  Οδυσσέας, Αθήνα.

Τουντασάκη, Ε., 2018, 3η έκδοση, Ανθρωπολογικές θεωρήσεις της συγγένειας κατά τον 20ό αιώνα, Πατάκη, Αθήνα.

ΥΠΘΠΑ, Κοινωνιολογία, Βιβλίο Μαθητή, 2013.

Herzfeld, M., (1988), «Η ρητορική των αριθμών. Συντεκνία και κοινωνική υπόσταση στην ορεινή Κρήτη», στο Παπαταξιάρχης, Ε.,-Παραδέλλης, Θ. (επιμ., μτφρ.),

Van Gennep A., (2016), Τελετουργίες διάβασης. Συστηματική μελέτη των τελετών,  Παραδέλλης, Θ. (επιμ., μτφρ.), Ηριδανός, Αθήνα, σσ. 54-56.  

Zaidman, L.B., 2017, 10η έκδ., Η θρησκεία στις ελληνικές πόλεις της Κλασικής εποχής, μτφρ, Μπούρας Κ., Πατάκη, Αθήνα.



[1]. «Στρατηγική που προσανατολισμένη στη μεγιστοποίηση του υλικού και συμβολικού κεφαλαίου, ιτρέπει να επισωρεύονται τα οφέλη της πρακτικής και τα πλεονεκτήματα της συμμόρφωσης στα κανονιστικά πρότυπα». Βλ. Τουντασάκη, Ε., 2018, σ. 260.

[2]. Στοιχεία πατρογραμμικού συστήματος έχουν καταγραφεί κυρίως στον κορμό του ελλαδικού χώρου, για παράδειγμα στους ορεινούς όγκους της Πίνδου όπου βρίσκονταν οι κοινότητες των κτηνοτρόφων Βλάχων, στη Θράκη· στη Μάνη διατηρείται έως σήμερα το πατριαρχικό σύστημα, παρ’ ότι φθίνει από τον 19ο αιώνα. Βλ.

[3]. Αρχαϊκό έθιμο που εμφανίζεται και στη Βυζαντινή περίοδο: «το λουτρό της νύφης αποτελούσε αναπόσπαστη τελετή του βασιλικού γάμου και ελάμβανε χώρα τρεις μέρες μετά το Μυστήριο». Βλ., Πέννα, Β., 2001, σ. 51.

[4]. Στα Τελώνια της Λέσβου, σύμφωνα με μαρτυρίες γυναικών, στα προτινά χρόνια  κάθε σόι είχε ένα βρακί που του φορούσε όποια γινόταν νύφη. Το βρακί βαστούσε 30-40 χρόνια. Βλ. Μερακλής, Μ., 2011, σ. 174.

[5]. Το φλάμπουρο ήταν δέντρο φυσικό (στις Καριές της Θράκης το έλεγαν «μηλιά») ή τεχνητό που φορτιζόταν με ερωτικούς συμβολισμούς (λεμόνια, ρόδια, μήλα). Ένας γέρος από τη Σιάτιστα έλεγε το 1979: «Εμείς δίναμε εθνική σημασία στο γάμο γιατί, με το γάμο, θα είχαμε νέαν γενιά. Και αυτό είχε σημασία για το γένος. Γι’ αυτό το λόγο σηκώναμε, στο γάμο, το φλάμπουρο. Το είχαμε στη θέση της σημαίας». Βλ. Μερακλής, Μ., 2011, σ. 172.

[6]. Οι νέοι τύποι της πυρηνικής οικογένειας είναι: η οικογένεια διπλής σταδιοδρομίας, η ελεύθερη συμβίωση, η μονογονεϊκή, η οικογένεια δεύτερου γάμου. Βλ. ΥΠΘΠΑ, 2013, σ. 77.

[7]. Κάποιες πλευρές αυτού του συστήματος παρατηρούνται στους Σαρακατσάνους της Ηπείρου. Στην εργασία του ο Campbell μεταξύ άλλων περιγράφει: «...υπάρχει πάντα μια πολύ ισχυρή ηθική υποχρέωση να βοηθά κανείς κάθε αμφιπλευρικό συγγενή... Και οι δυο σύζυγοι συμβάλλουν στη σύσταση της οικογενειακής τους περιουσίας. Η κοινή περιουσία της οικογένειας αποτελείται από ζώα, χρήματα, και αγαθά, από τα οποία παίρνουν αγόρια και κορίτσια». Βλ. Ν., 2016, σ. 94.

 [8]. Η Ιερά Σύνοδος είχε κηρύξει την αδελφοποία εκκλησιαστικό παράπτωμα το 1859, 1862, 1863. Βλ. Νιτσιάκος, 2016, σ. 117.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου