https://independent.academia.edu/NAFSIKA

Τρίτη 16 Μαρτίου 2021

Ελληνικός αποικισμός, ελληνική διασπορά, ΕΛΠ 43

φοιτητική εργασία της Ναυσικάς Αλειφέρη                                 

για την ΕΛΠ43, του ΕΑΠ,

ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ

  

📔 📓 📑 📘 📓 📔 📖  📖      9,5

 ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2020

 

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΑΠΟΙΚΙΣΜΟΣ - ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΑΣΠΟΡΑ
 

Εισαγωγή
Η ραγδαία εξάπλωση των Ελλήνων στη Μεσόγειο παρατηρείται στην Αρχαϊκή εποχή (ο λεγόμενος Β΄ Αποικισμός από τα μέσα του 8ου αιώνα έως και καθ’ όλη τη διάρκεια του 7ου) και συνεχίζεται στην Κλασική εποχή με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Η μορφή των αποικιών και οι παράγοντες ¬που οδήγησαν στην υπερεξάπλωση των Ελλήνων θα αναφερθούν στο πρώτο κεφάλαιο. Την ίδρυση Ελληνικών παροικιών κατά την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας, που είναι διαφορετική κατηγορία, πραγματεύεται το δεύτερο κεφάλαιο. 


1.      Ίδρυση αποικιών
Αρχαϊκή περίοδος
Ο αποικισμός (από το ρήμα αποικίζω που σημαίνει φεύγω μακριά από τον οίκο) δήλωνε τη μετακίνηση και τη μόνιμη εγκατάσταση ατόμων σε άλλους τόπους μακριά από κάποια μητρόπολη του ελλαδικού χώρου, η οποία υποστήριζε την εκστρατεία.  Η μητρόπολη  επέλεγε περιοχή ή πόλη –με κλιματολογικές συνθήκες ίδιες με αυτές της μητρόπολης ώστε να μπορούν οι άποικοι να εφαρμόσουν τις γεωργικές τεχνικές καλλιέργειας– είτε ακατοίκητη (π.χ. κοντά στον ποταμό Σύβαρις ή στη λίμνη Κυρήνη) είτε κατοικημένη. Στη δεύτερη περίπτωση προηγούνταν συνεννοήσεις αποίκων και ντόπιων, για παράδειγμα Ρόδιοι και Κνίδιοι συμμάχησαν στη βόρεια Σικελία για να αντιμετωπίσουν τις επιδρομές των Ετρούσκων, γίνονταν επιγαμίες (στη Μασσαλία ο σεγοβρίγιος βασιλιάς συμφώνησε για τον γάμο της κόρης του με τον αρχηγό της αποστολής της Φώκαιας), δωρεάν γαιών ή προνομίων στην περίπτωση του Άμασι στην Αίγυπτο• έτσι οι σχέσεις αποίκων και γηγενών ήταν ειρηνικές όπως μαρτυρούν οι ταφές σε κοινό νεκροταφείο στη Σικελία. Αν υπήρχε αντίσταση από τους γηγενείς, όπως στις Συρακούσες, στον Τάραντα, στη Κυρήνη της Λιβύης διεξαγόταν πόλεμος. Οι άποικοι τούς καταστούσαν δούλους για παράδειγμα τους Κυλλίριους στις Συρακούσες όπως μαρτυρούν τα ελληνικά στατιωτικά φυλάκια ή τους εξόντωναν όπως συνέβη στην Κολχίδα. Το Μαντείο των Δελφών υποδείκνυε ή επιδοκίμαζε την περιοχή που είχε επιλέξει η μητρόπολη, από την οποία οι άποικοι λάμβαναν τη φλόγα για να ανάψουν την εστία του πρυτανείου στην ιδρυθείσα πόλη. Ο καθαγιασμός της αποικίας και η συμμετοχή αντιπροσώπων της αποικίας με τιμητικές θέσεις στις μεγάλες μητροπολιτικές εορτές μαρτυρούν τους δεσμούς θρησκευτικού χαρακτήρα μητρόπολης-αποικίας. Αν δεν συμπληρωνόταν ο απαιτούμενος αριθμός αξιόμαχων ανδρών (200-1.000)[1] καλούνταν πολιτικοί εξόριστοι ή συμμετείχαν άλλες πόλεις και τοποθετούνταν 2 οικιστές (όπως στη Ζάγκλη το 730 π.Χ.). Η Εκκλησία του Δήμου της μητρόπολης διόριζε τον αρχηγό της αποστολής, τον οικιστή που ανήκε στην αριστοκρατική τάξη είτε ήταν ολυμπιονίκης. Ήταν ηγέτης του στρατού αλλά και διαχειριστής της ομαλής συνύπαρξης αποίκων και γηγενών. Αναλάμβανε την ίδρυση, την οργάνωση, την τείχιση της πόλης, τον καθορισμό λατρευτικών και δημόσιων χώρων, τη διανομή γαιών[2] και οικιών, τη θέσπιση νόμων που συχνά ήταν ίδιοι με αυτούς της μητρόπολης. Η ταφή του οικιστή γινόταν στην αγορά της πόλης και καθιερωνόταν ετήσια γιορτή στη μνήμη του. Οι ιδρυθείσες πόλεις διατηρούσαν, όπως μαρτυρούν οι αρχαιολογικές ανασκαφές και τα αρχαία συγγράμματα, δεσμούς με τη μητρόπολη ωστόσο δεν ήταν προεκτάσεις της• επεδίωκαν την αυτονομία, την αυτάρκεια, την ελευθερία –προϋποθέσεις για την ύπαρξη της πόλης-κράτους. Αναπτυσσόταν πολιτική σχέση μεταξύ τους για παράδειγμα οι Κορίνθιοι αξιωματούχοι συμμετείχαν στη Λευκάδα και στην Ποτιδαία• συνεργάζονταν για την ίδρυση νέας αποικίας, (λ.χ. Κορίνθιοι και Κερκυραίοι ίδρυσαν την Απολλωνία στην Ιλλυρία) και σε περίπτωση πολέμου η αποικία έστελνε πλοία και οπλίτες για να βοηθήσει τη μητρόπολη. Εμφανίζονται όπως και διαφοροποιήσεις καθώς οι φυγάδες ή εξόριστοι, όπως οι Παρθενίες στον Τάραντα από τη Σπάρτη, άποικοι θέσπιζαν διαφορετικούς νόμους. Αλλά και πολεμικές συγκρούσεις ανάμεσα στην αποικία και στη μητρόπολη (π.χ. Κέρκυρα και Κόρινθος). (Ζυμή, Ε., 2002, σσ. 72, 77-80, 86• Μosse, G., 2012,  σσ. 169, 172, 178, 180• Μαστραπάς, Α., 2002, σσ. 84, 90• Ράμμου-Χαψιάδη, Α., 2012, σσ. 78-80)
        Από τα μέσα του 8ου αιώνα Έλληνες από την ηπειρωτική χώρα  αλλά και από την Εύβοια (οι Ευβοείς εγκαταστάθηκαν το 775 στις Πιθηκούσες, όπου βρέθηκαν εργαστήρια επεξεργασίας μεταλλευμάτων σιδήρου) μετακινήθηκαν προς τη νότια Ιταλία και τη Σικελία. Από τον β τέταρτο του 7ου αιώνα άποικοι από τα νησιά του Αιγαίου και τη Μικρά Ασία εξακτινώθηκαν από τις Στήλες του Ηρακλέως μέχρι τον Καύκασο. Βόρεια, στο βόρειο Αιγαίο που διέθετε ορυχεία χρυσού, χαλκού, σιδήρου και ξυλεία, χρήσιμα υλικά για την κατασκευή όπλων, εργαλείων, πλοίων, οι Κυκλαδίτες, οι Αιολείς, οι Ίωνες που δημιούργησαν νέες αποικίες (όπως η Θάσος) ή ενισχύθηκαν προγενέστερες στα παράλια της Μακεδονίας, κ.ά.  Νότια, οι Θηραίοι, αντιμετώπισαν την έλλειψη σιτοδείας λόγω ξηρασίας στον τόπο τους, ιδρύοντας την Κυρήνη στην εύφορη με αμπελώνες και βοσκοτόπια Κυρηναϊκή περιοχή στα παράλια της Λιβύης, αντιμετωπίζοντας. Ανατολικά, στον Ελλήσποντο και στον Εύξεινο Πόντο αποικιακή δραστηριότητα ανέπτυξαν οι Μεγαρείς (Βυζάντιον, Ηράκλεια του Πόντου), οι Μιλήσιοι (Σινώπη) αλλά και οι Χιώτες, οι Εφέσιοι, κ.ά. Δυτικά, αποικίες ίδρυσαν στην ανατολική πλευρά της Σικελίας οι Χαλκιδείς, Κορίνθιοι, Μεγαρίτες, ενώ στο δεύτερο αποικιακό κύμα τον 7ο αιώνα η Κρήτη και η Ρόδος ίδρυσαν τη Γέλα, οι Μεσσήνιοι το Μεταπόντιο, αλλά εμφανίζεται και δευτερογενής αποικισμός (π.χ. η Ιμέρα από τη Ζάγκλη). Οι Φωκαείς από την Ιωνία[3] ίδρυσαν αποικίες στη Γαλατία και στην Ιβηρική Χερσόνησο που είχαν μεταλλεύματα, τη Μασσαλία και το Εμπόριο αντίστοιχα, και ανέπτυξαν εμπορικές συναλλαγές με την Ταρτησσό. Τα κίνητρα του αποικισμού εντοπίζονται στην κρίση που είχε εκδηλωθεί από τον 9ο αιώνα λόγω της δημογραφικής αύξησης και της έλλειψης εύφορων γαιών (στενοχωρία). Το δημογραφικό πρόβλημα τακτοποιήθηκε μέσω της εκμετάλλευσης καλλιεργήσιμων εδαφών και της προμήθειας πρώτων υλών (όπως σιτηρά από τις Συρακούσες, από τον Τάραντα σιτηρά και αλιεύματα). Με την απομάκρυνση δυσαρεστημένων ευγενών που ζητούσαν προνόμια στην εξουσία ή/και ακτημόνων χρεωμένων αγροτών αποφεύχθηκαν οι εσωτερικές αναταραχές και έτσι αντιμετωπίστηκε το πολιτικό και κοινωνικό πρόβλημα. Κίνητρο ήταν και το οικονομικό κέρδος από την εξαγωγή ελληνικών αγαθών (όπως καλής ποιότητας κεραμικά, ενδύματα, είδη καλλωπισμού, κ.ά.). Στο εμπορικό δίκτυο που αναπτυσσόταν στη Μεσόγειο εντάσσεται και η ίδρυση εμπορίων (εμπορικών σταθμών) που είχαν ιδρυθεί για να εξυπηρετούν περαστικούς ταξιδιώτες (π.χ. η Αίγινα ίδρυσε τις Κυδωνίες στην Κρήτη). Η αποικιακή εξάπλωση έφερε μεγάλες αλλαγές στον κόσμο της Μεσογείου,  με συνέπειες στον οικονομικό τομέα με την ανάπτυξη του εμπορίου, της ναυτιλίας, τη βελτίωση των μεθόδων κατεργασίας μετάλλων, την εργασιακή εξειδίκευση, την αύξηση της παραγωγής όπως μαρτυρούν οι αγγειογραφικές παραστάσεις του 6ου αιώνα.  Στον κοινωνικό τομέα οι συνέπειες έγιναν εμφανείς δύο αιώνες αργότερα όταν οι πολίτες διεκδικούσαν μερίδιο στην εξουσία αλλά και στα καλλιεργήσιμα εδάφη σύμφωνα με το πρότυπο των αποικιών.  Συνέβαλε στη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού αφού λαοί που δεν διέθεταν γραφή, γλώσσα υιοθέτησαν το ελληνικό αλφάβητο, τους μύθους, τις κοινωνικές πρακτικές και τις τέχνες. (Mosse, G., 2012, σσ. 175, 180, 181• Ζυμή, Ε., 2002, σσ. 76, 80, 81, 84• Μαστραπάς, Α., 2002, σσ. 90-93)  

Κλασικοί χρόνοι

Ο αποικισμός των Κλασικών χρόνων αποσκοπούσε στην εξάπλωση της χώρας διέφερε, όμως, από τον αποικισμό των προηγούμενων αιώνων καθώς αφορά στην ίδρυση αποικιών στην ενδοχώρα ή δευτερογενή αποικισμό (π.χ. η Κυρήνη και η Μασσαλία δέχτηκαν δεύτερο κύμα αποίκων). Μορφή αποικισμού ήταν η εγκατάσταση κληρούχων,[4] στις πόλεις-μέλη της Α΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας προκειμένου  η Αθήνα να έχει τον στρατηγικό έλεγχο. Στο βόρειο Αιγαίο ίδρυσαν αποικίες στην Αμφίπολη πόλη ώστε να κατακτήσουν τα μεταλλεία χρυσού αλλά ηττήθηκαν από τα θρακικά φύλα)• στη Σικελία (τη Θούρια, μαζί με την Αχαΐα κοντά στη παλιά Σύβαριν), στον Εύξεινο Πόντο (τη Σινώπη). Ο Φίλιππος της Μακεδονίας που επίσης ήθελε να επεκτείνει την κυριαρχία του ίδρυσε οικισμούς στην ενδοχώρα της Ιλλυρίας και της Θράκης για να επιτύχει τον στρατιωτικό έλεγχο και απομακρυσμένων περιοχών αυτών, στις οποίες οι άποικοι ήταν κατάδικοι και συνωμότες προκειμένου να συμμορφωθούν. Κατάφερε να νικήσει τα θρακικά θύλα και ίδρυσε τη Φιλιππούπολη στην εύφορη πεδιάδα της Θράκης. (Ζυμή, Ε. 2002, σ. 88-94)


2.  Ίδρυση παροικιών από 15ο έως 18ο αιώνα  
Η ίδρυση παροικίας προϋποθέτει την εγκατάσταση μιας εθνοτικής ομοιογενούς ομάδας σε περιοχή ή πόλη εκτός συνόρων, με ενδοεθνικές σχέσεις, διατηρώντας σχέσεις με το εθνικό κέντρο. Οι ελληνικές παροικίες (ανήκουν στη λεγόμενη Ελληνική Διασπορά) κατά την Τουρκοκρατία δημιουργούνταν συχνά στις ίδιες γεωγραφικές θέσεις όπου είχαν ιδρύσει αποικίες οι αρχαίοι Έλληνες. Ωστόσο θα πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ αποικίας και παροικίας αφού τα ιστορικά τους συμφραζόμενα διαφέρουν καθώς αναπτύχθηκαν σε χρονικές περιόδους που απέχουν περίπου 2.000 χρόνια. Η κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τους Οθωμανούς Τούρκους είχε ξεκινήσει από τον 14ο αιώνα με την κατάκτηση μακεδονικών εδαφών (Καλλίπολης, Διδυμότειχου, Σερρών, Θεσσαλονίκης, κ.ά.), κορυφώθηκε με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 και ολοκληρώθηκε με την κατάκτηση της Κρήτης το 1669. Ο φόβος ήταν η κύρια αιτία που έτρεπε τους Έλληνες σε φυγή, αλλά και ο εποικισμός με μωαμεθανούς των πεδινών και εύφορων περιοχών που προκαλούσε ανακατατάξεις στο γαιοκτησιακό και κοινωνικό καθεστώς. Χώρα προσφυγής ήταν η κοντινή Ιταλία –κυρίως στη Βενετία, στην οποία υπήρχαν ήδη Έλληνες (από τη Λατινική κατοχή το 1204), που από το 1271 διέθεταν επίσημη άδεια εγκατάστασης και από τον 16ο αιώνα υπήρχαν ελληνικά τυπογραφεία. Υπάρχουν, όμως, στα αρχεία πόλεων της Γαλλίας, του σημερινού Βελγίου, Γερμανίας, Ισπανίας, Αγγλίας, καταγεγραμμένοι Έλληνες όπου εγκαταστάθηκαν μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης. Παράγοντες, επίσης, σημαντικοί που δημιούργησαν δημογραφικό πρόβλημα αλλά και οδήγησαν τους Έλληνες στην αποδημία ήταν ο καταναγκαστικός εξισλαμισμός του χριστιανικού μιλέτ,[5] το επαχθές παιδομάζωμα (devsirme)[6] από τα μέσα του 15ου αιώνα έως τις αρχές του 18ου, η υποχρεωτική ναυτολόγηση χριστιανών σε τουρκικά πολεμικά κωπήλατα πλοία με λιγοστές πιθανότητες επιβίωσης και λόγω των άθλιων συνθηκών στα πλοία αλλά και της συμμετοχής τους σε ναυμαχίες Οθωμανών με Ευρωπαϊκές δυνάμεις, η πειρατεία που είχε εξελιχθεί σε μάστιγα για τους παραθαλάσσιους πληθυσμούς. Σημαντικός παράγοντας εκδήλωσης ελληνικών πληθυσμικών μετακινήσεων ήταν η σταδιακή παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και οι διαφόρων μορφών σχέσεις της με την Ευρώπη. Για παράδειγμα οι Βενετοτουρκικοί πόλεμοι (15ος-17ος αιώνας) προκάλεσαν μετακινήσεις από την Πελοπόνησο, Κύπρο, Κρήτη, ενώ μετά τη λήξη του δεύτερου Ρωσοτουρκικού πολέμου (στα τέλη του 18ου αιώνα) κυρίως Πελοποννήσιοι κατέφυγαν στο Αζόφ, τη Μόσχα και στην Οδησσό όπου ιδρύθηκε η Φιλική Εταιρεία (1814). Επίσης οι συνθήκες ειρήνης –όπως του Πασσάροβιτς (1718), του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774)– και οι Διομολογήσεις[7] ευνοούσαν τη διεξαγωγή διεθνών εμπορικών συναλλαγών• αλλά και η ίδρυση ελληνικών Ηγεμονιών Βλαχίας στις περιοχές της Ρουμανίας, όπου μετανάστευσαν μαζικά ποιητές, ιστορικοί, ρήτορες από τις Κυκλάδες και την Πελοπόννησο. (Κόντης, Α. κ. συν., 2002, σ. 36• Βουλή των Ελλήνων, 2006• Brewer, D., 2019, σσ. 21, 22• Σιάμπος, Γ., 2002, σσ. 130, 132).
        Οι παροικίες νομικά αναγνωρίζονταν από τις χώρες υποδοχής  ως κοινότητες με δημοκρατική διοίκηση (εκλογή οργάνων με απλή αναλογική). Οι πάροικοι έπαιρναν άδεια εγκατάστασης και άδεια για την ίδρυση συνεταιρισμού (π.χ. έγκριση άδειας στην Τρανσυλβανία δόθηκε από τον ηγεμόνα Ρακόζι Α΄), αποκτούσαν την ξένη υπηκοότητα, όφειλαν υπακοή στους νόμους και σεβασμό στους ντόπιους κατοίκους της χώρας υποδοχής, και αποφυγή εμπορικών ανταγωνισμών. Αυτοοργανώνονταν προκειμένου να διατηρηθεί η πολιτισμική τους ταυτότητα και στόχοι τους ήταν η συνοχή των μελών, η αλληλεγγύη και στους πρόσφυγες και στους υπόδουλους αδελφούς. Κατά τη λεγόμενη εμπορική φάση (από τις αρχές του 18ου έως τις αρχές του 19ου αιώνα) τους πυρήνες των παροικιών συγκροτούσαν οι μεταπράτες[8] (έμποροι από τη Μακεδονία, Θεσσαλία, Ήπειρο και ναυτικοί κάτοικοι του Αιγαίου και του Ιουνίου Πελάγους) που δραστηριοποιήθηκαν στις εισαγωγές-εξαγωγές προϊόντων με αποτέλεσμα την ίδρυση ή αναζωπύρωση εμπορικών σταθμών στην Κεντρική Ευρώπη, στα λιμάνια της δυτικής Μεσογείου, στις βόρειες βαλκανικές χώρες. 

Ακμάζουσες παροικίες του 18ου αιώνα ήταν η Βενετία, Βιέννη, Βουκουρέστι, Βελιγράδι, Ζέμουν και τα λιμάνια Μασσαλία, Τεργέστη, Λιβόρνο, Άμστερνταμ, κ.ά. Μετανάστευσαν, επίσης, βιοτέχνες, τεχνίτες διαφόρων ειδικοτήτων, γουναράδες, αρτοποιοί, υποδηματοποιοί, χρυσοχόοι κυρίως από τα βόρεια σύνορα του ελλαδικού χώρου (Ιωάννινα, Καστοριά, Κοζάνη).[9] Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα παρατηρείται αύξηση εισαγωγής Ελλήνων φοιτητών σε ξένα πανεπιστήμια και μεγάλη εκπαιδευτική δραστηριότητα στα τυπογραφεία πολλών παροικιών, όπου τυπώνονταν εφημερίδες[10] και συγγράμματα Ελλήνων λογίων (όπως του Αδαμάντιου Κοραή που ζούσε στο Παρίσι, του Ρήγα Βελενστινλή που ζούσε στη Βιέννη) αλλά και μεταφράσεις ξένων εντύπων στη δημοτική γλώσσα, τα οποία προωθούνταν σε σχολεία του υπόδουλου Ελληνισμού. Στην εδραίωση μιας παροικίας συνέβαλε η ίδρυση ελληνικού σχολείου, για παράδειγμα στο Ιάσιο της Μολδαβίας το 1690,  στην Οδησσό εκτός από τα σχολεία ιδρύθηκε η «Ελληνική Εμπορική Σχολή» το 1814. Εύποροι πάροικοι υποστήριζαν την εκπαίδευση χρηματοδοτώντας την ίδρυση σχολείων και στην ιδιαίτερη πατρίδα τους (π.χ. έμπορος από τη Βουδαπέστη χρηματοδότησε την ίδρυση της Γεωργικής Σχολής στην Κοζάνη). Πρώτο μέλημα των παροίκων ήταν η ίδρυση Ορθόδοξων εκκλησιών, αφού υπήρχαν προστριβές σχετικά με τη γλώσσα διεξαγωγής των λειτουργιών (π.χ. στο Ζέμουν η λειτουργία εναλασσόταν στα ελληνικά και στα σέρβικα) αλλά και ανάμεσα στους Χριστιανούς Ορθόδοξους και Καθολικούς, για παράδειγμα στην παροικία της Μινόρκα στην Ισπανία δόθηκε άδεια στους πάροικους για ανέγερση και λειτουργία του ορθόδοξου ναού του Αγίου Δημητρίου παρά τις αντιδράσεις του καθολικού κλήρου. Στη Βουδαπέστη, στο Κάιρο και αλλού εύποροι πάροικοι χρηματοδότησαν την ανέγερση Ορθόδοξων εκκλησιών. Περιπτώσεις όπως του Σίμωνα Σίνα που χρηματοδότησε την κατασκευή της κρεμαστής γέφυρας του Δούναβη μαρτυρούν την αφομοίωση Έλληνων παροίκων στα κράτη υποδοχής. (Κόντης, Α.-Φακιολάς, Ρ., 2002, σ. 36• Brewer, D, 2019, σσ. 292-97• Σιάμπος, Γ., 2002, σσ. 86, 133-141• Γάσπαρης, Χ., 1999, σ. 179)
 

Συμπεράσματα
Οι άποικοι και οι πάροικοι επεδίωκαν τη βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου πρωτίστως, όμως, την επιβίωσή τους λόγω της έλλειψης φυσικών αγαθών οι πρώτοι και της ξένης υποδούλωσης οι δεύτεροι. Οι Έλληνες αποικιοκράτες ήταν αποφασισμένοι να εγκατασταθούν μακριά από το μητροπολιτικό κέντρο σε μακρινές περιοχές είτε με ειρηνικά μέσα είτε να κατισχύσουν τους γηγενείς με στρατιωτικά μέσα. Οι αρχαίες αποικίες κερδίζουν τον θαυμασμό καθώς επηρέασαν αλλά και, έστω σε μικρό βαθμό, αφομοίωναν στοιχεία ξένων πληθυσμών εμπλουτίζοντας και διαδίδοντας ταυτόχρονα την έννοια Ελληνικός Πολιτισμός.
            Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας οι Έλληνες πρώτα θα χαρακτηριστούν πρόσφυγες και μετά την εγκατάστασή τους σε μια χώρα υποδοχής πάροικοι. Οι ελληνικές παροικίες δημιουργήθηκαν σε μακρά ιστορική περίοδο, στη διάρκεια της οποίας οι νεωτερικοί Ευρωπαϊκοί λαοί αναζητούσαν την εθνική τους ταυτότητα και βάσει αυτής συγκρότησαν οργανωμένα κράτη σε συγκεκριμένα γεωγραφικά όρια. Ως πληθυσμιακές ομάδες –με τόπος προέλευσης την ιδιαίτερη πατρίδα τους  καθώς δεν υπήρχε εθνικό κέντρο έως το 1830– δεν ήταν σε θέση να επηρεάσουν τις ευρωπαϊκές εξελίξεις.  Συνέβαλαν, όμως, στη διαμόρφωση εθνικής ελληνικής συνείδησης μέσω της ίδρυσης σχολείων, τυπογραφείων που μετακένωναν τις ριζοσπαστικές ιδέες περί ισότητας, και ελευθερίας στους υπόδουλους αδελφούς.

📎Έλληνες ευεργέτες και κερδοσκόποι
 
Βιβλιογραφικές αναφορές
Γάσπαρης, Χ., (1999), «Ο Ελληνισμός υπό ξένη κυριαρχία», στο Γάσπαρης, Χ., κ.ά., Ελληνική Ιστορία, τόμ. Β΄, Πάτρα, ΕΑΠ, (σελ. 117-220).
Ζυμή, Ε., (2002) «Ο ελληνικός αποικισμός από το 700 ως το 31 π.Χ.» στο Βογαζιάνος-Ρόϋ, Στ., κ.ά., Ελληνισμός της Διασποράς, τόμ. Α, Πάτρα, ΕΑΠ. (σελ. 69-109).
Κόντης, Α.-Φακιολάς, Ρ., (2002) «Βασικές έννοιες της διαδικασίας και του φαινομένου της διασποράς» στο Βογαζιάνος, Στ., κ.ά., Ιστορική Αναδρομή: Εννοιολογικές Αποσαφηνίσεις, τόμ. Α, Πάτρα, ΕΑΠ, (σελ. 19-40).
Μαστραπάς, Α., (2002),  «Η πόλη-κράτος» στο Βερέμης Θ., κ.ά., Ελληνική Ιστορία, τόμ. Α, Πάτρα, ΕΑΠ, (σελ. 73-126).
Μπιργάλιας, Ν., (2000), «Ο αρχαίος δημόσιος βίος, πολιτική ζωή και τάξεις: δικαστική, στρατιωτική, και θρησκευτική ζωή», στο Μήλιος, Α., κ.ά. Δημόσιος και Ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα Ι: Από την Αρχαιότητα έως και τα Μεταβυζαντινά Χρόνια, Πάτρα, ΕΑΠ, (σελ. 115-238).
Σιάμπος, Γ., (2002), «Ο Ελληνισμός από την εποχή της Ρωμαιοκρατίας μέχρι σήμερα» στο Βογαζιάνος-Ρόϋ, Στ., κ.ά., Ελληνισμός της Διασποράς, τόμ. Α, Πάτρα, ΕΑΠ, (σελ. 109-161).
 Brewer, D., (2019), Ελλάδα 1453-1821, μτφρ. Γάσπαρης, Ν., 7η έκδοση, Αθήνα, Πατάκη.
Mosse, G., (2012), Επίτομη Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδα (2000-31 π.Χ.), μτφρ. Στεφάνου Λ., 13η έκδοση, Παπαδήμας, Αθήνα.
Ηλεκτρονικές πηγές
ΧΑΣΙΩΤΗΣ, Ι., ΚΑΤΣΙΑΡΔΗ-HERING, Ο., ΑΜΠΑΤΖΗ,  Ε., (2006), Ο Ελληνισμός στη Διασπορά, 15ος-21ος αιώνας, Αθήνα, Βουλή των Ελλήνων, http://www.hellenicparliament.gr/Enimerosi/Ektheseis/?press=cbdd6be2-db69-45de-b4e5-599d95ccd5c8 (10 Νοεμβρίου 2020, 10.00 π.μ.)

Σημειώσεις
[1]. Δεν είναι γνωστό αν οι άντρες έφευγαν μόνοι ή με τις οικογένειές τους. (Ζυμή, Ε., 2002, σ. 78)
[2]. Χάρη στις ανασκαφές έχουν βρεθεί ίχνη δρόμων και πολεοδομικά στοιχεία στα Υβλαία Μέγαρα στη Σικελία. Ωστόσο δεν είναι βέβαιο ότι η διανομή της γης γινόταν με κλήρωση ίσων  μεριδιών π.χ. οι κάτοικοι των νησιών Λιπάρι της Σικελίας καλλιεργούσαν τα εδάφη μαζί με τους αποίκους από τη Κνίδο και τη Ρόδο. (Mosse, 2012, σσ. 178-179)
[3] Κατά τον Ηρόδοτο οι θαλασσοπόροι Φωκαείς ταξίδευαν με μεγάλα πλοία, τις πεντηκοντόρους (Ιστορίαι Α 163-165). (Ζυμή, Ε., 2002, σ. 83)
[4]. Οι κληρουχίες ήταν στρατιωτικές εγκαταστάσεις. Με εντολή της Εκκλησίας του Δήμου παραχωρούνταν γαίες σε νευραλγικά σημεία του Αιγαίου, στους ακτήμονες πολίτες. χωρίς να χάνουν τα πολιτικά τους δικαιώματα. (Ζυμή, Ε. 2002, σ. 88-89•  Μπιργάλιας, Ν., 2000, σ. 147)
 [5]. Μολονότι οι χριστιανοί επέλεγαν την αλλαξοπιστία προκειμένου να αποφύγουν τη βαριά φορολόγηση και παρέμεναν "κρυπτοχριστιανοί" (ιδιαιτέρως στα παράλια της Μικράς Ασίας) ή επέλεγαν την αποδημία.  (Σιάμπος, Γ., 2002, σσ. 130)
[6]. Η αναγκαστική στρατολόγηση νεαρών Χριστιανών που είτε επαάνδρωναν τα επίλεκτα σώματα των Γενιτσάρων είτε προορίζονταν για διοικητικές θέσεις. (Σιάμπος, Γ., 2002, σσ. 130, 132)
[7]. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία εκχωρούσε ειδικά προνόμια σε δυτικές χώρες που ενδιαφέρονταν για τη διεξαγωγή εμπορίου στην ανατολική Μεσόγειο. (Βουλή των Ελλήνων, 2006)
[8]. Οι ναυτικοί εκμεταλλεύτηκαν τους ναυτικούς αποκλεισμούς επιδόθηκαν στο λαθρεμπόριο δημητριακών στα λιμάνια της Ιβηρικής Χερσονήσου και μέσω αυτών στη Λατινική Αμερική κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων ενώ οι έμποροι εκμεταλλεύτηκαν τους ανεξέλειγκτους από τους βρετανικούς αποκλεισμούς βαλκανικούς χερσαίους δρόμους. (Βουλή των Ελλήνων, 2006)
[9]. Οι πρόσφυγες επιβίωναν είτε με τις πλούσιες κληρονομιές που διέθεταν (όπως η κόρη του Λουκά Νοταρά, Άννα) είτε δίδασκαν την ελληνική γλώσσα ή τη μουσική (λαούτο και άρπα) και αντέγραφαν χειρόγραφα. Οι πλουσιότεροι κύκλοι των παροικιών συγκροτήθηκαν από τους κατασκευαστές χρυσού σύρματος, από τους ιατρούς, που διέθεταν το πλεονέκτημα να διαβάζουν τα αρχαία ελληνικά συγγράμματα του Ιπποκράτη, του Γαληνού κ.ά. (Brewer, D., 2019,  σσ. 291-93)
[10]. Το πρώτο τεύχος της δεκαπενθήμερης με τίτλο «Εφημερίς» εκδόθηκε στις 31 Δεκεμβρίου του 1790. (Brewer, D., 2019,  σ. 298)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου