Κείμενα
του Νίκου Τσιφόρου (27/8/1909-6/8/1970) στο βιβλίο
Η Αθήνα σήμερα-Κρουαζιέρες μέσα
στην Ιστορία (1955).
Αφηγήσεις που
εμπλουτίζονται από το κυνικό χιούμορ και τις ιστορικές γνώσεις του συγγραφέα,
ο
οποίος κινείται με μεγάλη ευκολία (και ευστοχία) ανάμεσα στη δημώδη καθημερινή
γλώσσα και στον καθαρευουσιάνικο λόγο.
ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ
Άνευ ή μετά χαρτοφυλακίου! Πάντα
ευπροσήγορος. Μεταξύ δύσκολου και αδυνάτου να τον πετύχετε στο γραφείο του,
γιατί πάντα λείπει. (Σημ. Πάντα είν’ εκεί).
Κανών εις και μοναδικός. Έχει δεν
έχει δουλειά θα σας δώσει:
α) το χέρι β) Διαβεβαιώσεις γ)
υποσχέσεις δ) ευχάς.
Υπηρεσιακώς: Εντολή στον κλητήρα.
Αν σας ξαναμπάσει μέσα, θ’ απολυθεί.
Προεκλογικώς: Γράμμα εγκάρδιο. Την ψήφο σας.
Προεκλογικώς: Γράμμα εγκάρδιο. Την ψήφο σας.
Εορταστικώς: Τηλεγράφημα ατελές.
ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΩΝ 7-10 Μ.Μ.
Εσπέραν τινά του φθινοπώρου, νέος
τις, άψογως ενδεδυμένος, ήτοι με σακάκι μοντέρνο κοντό και σκιστό, ήτο
εγκατεστημένος εις τα πεζοδρομιακά καθίσματα του κοσμικού εκείνου κέντρου, όπερ
ευρίσκεται ακριβώς εις την υπό των οδών Πανεπιστημίου και Βουκουρεστίου
σχηματιζόμενην γωνίαν. Η εσπέρα ήτο θερμή και γλυκεία, ήτοι έσκαζε ο τζίτζικας
και η κίνησης εντονότατη, ήτοι πήχτρα. Και το λοιπόν, ο λαμπρός αυτός
εκκολαπτόμενος ανήρ, που μύριζε απενταρία, ροκ εν ρολ και θράσος, ητένιζε τα
κοράσια, ήτοι τα θηλυκά, με βλέμμα αδηφάγον και πονηρόν κι εμένα που καθόμουν
απέναντί του μου ’ρχόταν να σηκωθώ και να τον αρχίσω στις φάπες.
[…] Η Αθήνα ξυπνούσε. Τα δειλινά ζώα της, οι
Αθηναίοι, τρέχαν στις αφετηρίες των λεωφορείων, φορτωμένα ανακούφιση και
κούραση. Πολλά αυτοκίνητα, πολλές επιγραφές, άδεια τα ταμεία των χειμερινών
κινηματογράφων, κουφόβραση, πόλισμαν, ένα σωρό ενοχλήσεις […] συλλογίστηκα το
τέλος του μηνός, το νοίκι, την πολιτική κατάσταση, την αρθρίτιδα που έχει αρχίσει
να μ’ ενοχλεί, μιαν αρραβωνιαστικιά που μ’ εγκατέλειψε προ δεκαετίας, την τιμή
των χειμερινών κοστουμιών, ένα μικρό χρέος που κάποτε ελπίζω να το εξοφλήσω,
όλα εκείνα τα παράσιτα, όσα δεν έχουν φτερά και απομυζητικές προβοσκίδες, αλλά
τα έστειλε ο πολιτισμός να βασανίζουνε τους τίμιους λογιστές.
… Έχω ακούσει για τους πολύ
κοσμικούς κύκλους. Τα γιώτινγκ, τα τένις κλαμπ, τα χολ των μεγάλων ξενοδοχείων.
Για να μπω εκεί μέσα θα ’πρεπε να κατέχω το μαγικό λυχνάρι του Αλαντίν ή το
λιγότερο κάμποσες χιλιάδες κίτρινες λίρες και τρεις γλώσσες σε ημιμάθεια. […]
Οι χαριτωμένες κοπέλες, ψεύτικα βαμμένες, ψεύτικα ποζάτες, ψεύτικα
πολιτισμένες, οι αστές κυρίες που ήρθανε να ποζάρουν πλάι στην παρθενιά μιας
κόρης διψασμένης για αποκατάσταση, οι νεάζουσες κυρίες, πάνω από εξήντα, τα
καπέλα στο κεφάλι τους είναι γεμάτα βιολέτες, η φλυαρία στο στόμα τους γεμάτη
δηλητήριο, πλάσματα που θυμίζουνε πολύ τις Φραγκόκοτες, την μπαγιατίλα, εκείνη
την ψαλμωδία «άμωμοι εν οδώ» και το αμάρτημα της κουταμάρας. […] υπάρχουν τα
μικρά ανήλικα κοριτσόπουλα, που τρέφουνε μέσα τους το μικρόβιο μιας Νινόν ντε
Λανγκλό, λένε τολμηρά ανέκδοτα, καπνίζουνε αμερικάνικα τσιγάρα, αδειάζουνε
ασυνείδητα ποτήρια, διηγούνται κυνικούς έρωτες και προετοιμάζονται ν’
αντιμετωπίσουν τη ζωή «δι’ ιδίων μέσων». […] Ο περασμένος άντρας: Ένας κόκορας
που δεν του απομείνανε παρά τα φτερά, πολύ προσεγμένα από το ράφτη του. Ο χρόνος τελειοποίησε τους καλούς του τρόπους, δεν βλέπει με ένα τηλεσκόπιο, αλλά
υποφέρει φορώντας ένα μονόκλ. Ο Παράδεισός του βεντούζες και χαμομήλι.
Προτιμάει την Κόλαση, κορτάροντας ανώφελα με παν ον φέρον θήλυ σχήμα. Λέει
ανέκδοτα, κάνει τον μπον βιβιάν, παλικαρίζει. Αν δώσει μια κλωτσιά θα χάσει το
πόδι του, αν δώσει ένα φιλί θα χάσει τις μασέλες του, δίνει ερωτικές
υποσχέσεις, δεν είναι σε θέση να τις κρατήσει, ένας πολιτευόμενος στον κύκλο
του. Οι κρόταφοι στάζουνε νεότητα καραμπογιάς. Κάτω από τα καφετιά μαλλιά οι
τρίχες λευκές…........
ΚΟΝΣΕΡΤΟ ΣΤΟ ΑΓΑΛΜΑ
[…] οι πόλισμαν χαιρετάνε, ο
κοσμάκης με τ’ αρνίσια μάτια στέκεται προσοχή, οι φωτορεπόρτερ, που δε σέβονται
καμιά στιγμή τραβάνε πλάκες…
Χειροκροτήματα. Ο χοντρός
σύμβουλος δοκιμάζει τη φωνή του, «κμ, κμ», μπροστά στο μικρόφωνο, ύστερα βγάζει
από την τσέπη του κάτι παλιόχαρτα κι αρχίζει τον δεκάρικο του με στόμφο
σαιξπηρικού πρωταγωνιστή.
«Συνηθροίσθημεν όλοι ενταύθα, ίνα
αποτίσωμεν φόρον τιμής εις τον άνδρα τούτον, οίτινος ο ανδριάς απεκαλύφθη προ
ολίγου και θα κοσμεί του λοιπού την πλατείαν, εις ένδειξιν ευγνωμοσύνης απάντων
ημών… […] Γόνος ευκλεούς οικογενείας της Ηπείρου…», απαγγέλλει ο χοντρός.
«Μένα μου λες;», σκέφτεται ο
αδύνατος σύμβουλος, «ένας χωριάταρος εκεί πέρα που οι πατεράδες του βοσκάνε
γίδια και κατσικοκλέβανε στα ρουμάνια, τον κάναμε τώρα γόνο ευκλεούς. Ήρθε στην
Αθήνα και δεν ήξερε να πλύνει τα πόδια του, τώρα θα μου τον βγάλεις αριστοκράτη…».
«Ήρχισεν το στάδιον του ως πτωχός
και τίμιος βιοπαλαιστής», λέει ο χοντρός, «αλλά δια της φιλοπονίας του και της τιμιότητός
του…»
«Μμμμ! Μάλιστα», συλλογίζεται ο
αδύνατος σύμβουλος, «άρχισε με την ατιμία». «Άσε μας κάτω καημένε. Ποιος κάνει
λεφτά σήμερα άμα αρχίσει ως πτωχός και τίμιος βιοπαλαιστής; Ο άνθρωπος ήρθε και
κόλλησε τότε στον υπουργό των Οικονομικών, άλλος λωποδύτης και κείνος ο
μακαρίτης. Εδώ το ξέρουν κι οι πέτρες. Ό,τι δουλειά ήθελε να κάνει ο υπουργός,
για να μη φαίνεται έβαζε μπροστά τον τίμιο και πτωχό βιοπαλαιστή σου και πίνανε
το αίμα του κοσμάκη. Τότε στη ματσαράγκα βγάλανε εκατομμύρια δραχμές. […]
Παράδειγμα! Αμ, αν πάρουνε παράδειγμα όλοι τούτοι που μας κοιτάνε με τα αρνίσια
μάτια τους, κι άμα αρχίσουνε τα ίδια, εμείς τι θα φάμε αύριο, μεθαύριο; Θα μου
πεις ότι πρέπει να τα λέμε κάτι τέτοια, γιατί άμα δεν τα λέμε, πώς θα τον
κρατάμε αφιονισμένο τον κοσμάκη να κάνουμε κι εμείς τη δουλειά μας να
βολευόμαστε; Μάλιστα, αλλά πρόσεχε κιόλας, κύριε συνάδελφε. Εδώ είναι άνθρωποι
που τον ξέρανε και μπορεί να μας κάνουνε και ρεζίλι».
[…] τον αρχιλωποδύτη, τον
μασκαρά, που έκαψε τον κοσμάκη! Αναλαβών την οικονομικήν διεύθυνσιν, έπεσε μέσα
στο μέλι και δεν έγλειψε τα δάχτυλά του, το ’φαγε όλο. Τίμιος! Τίμιος είναι
εκείνος που σκάβει θεμέλια και παίρνει ένα μεροκάματο. […] Τάτσι μίτσι κότσι τα
’κανε με τους κατακτητές και για να βουλώσει τα μάτια οργάνωσε κι ένα λαϊκό
συσσίτιο με κάτι σαπιορέβυθα που τα ’τρωγε ο κοσμάκης και πέθαινε από
δυσεντερία. Εις τα δύσκολους στιγμάς πούλησε όλη τη χώρα που λες εσύ, κι έκανε
λίρα με ουρά, όπως έκανες κι εσύ βρε άτιμε που βρίσκεσαι σήμερα με τρεις
πολυκατοικίες. ……………………………………….
ΝΥΧΤΑ ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΑΣ
Η Πολιτεία στέλνει στον ουρανό
την κνίσα των φώτων της. Δε μιλάω για τ’ αστέρια, αυτά τα ανόητα «σπυράκια
νεότητος» του φθινοπωρινού ουρανού, που με κάνουν να νιώθω στενοχωρημένος μέσα
στο καλοσιδερωμένο κοστούμι μου. Απόψε έδεσα τη γραβάτα μου με την επιμέλεια
ενός Μπρούμελ, οι πολύ πλούσιοι φίλοι μου θα ’ρθουν να με πάρουν με την πολύ
πλούσια κούρσα τους για να μου προσφέρουνε μια πολύ πλούσια νύχτα.
Πάντα αισθάνομαι στενοχωρημένος
όταν βρίσκομαι ανάμεσα σε ανθρώπους που σκορπάνε τα συμπαθητικά καφέ χιλιάρικα
ανάμεσα σε δυο αγγλογαλλικές φράσεις. Μου θυμίζει τη σπατάλη της «Αλλιάνς» στον
πόλεμο του ’14. Για μένα κάθε χιλιόδραχμο είναι ένα μικρό κύπελλο από ιδρώτα,
αυτό μου διώχνει τα άλατα και μου φέρνει
τεράστια εκτίμηση στα χαρτονομίσματα.
[…] Η ανωτερότης στα κέντρα
πολυτελείας συνίσταται στο να μην υψώνεις τη φωνή. Μιλάμε σιγά σαν συνωμότες.
Που και που ένα καμπανάτο γέλιο ξεφεύγει από κάποια κυρία και ηχεί σαν παράφωνη
νότα χαράς μέσα στη συγκλητική σοβαρότητα. Οι βοηθοί κουβαλάνε τόσα ποτήρια όσα
θ’ αρκούσανε να εξυπηρετήσουνε μια διμοιρία διψασμένων Βεδουίνων… Η κυρία του
γειτονικού τραπεζιού έχει τα νύχια της βαμμένα ασημιά, αλλά πιάνει το
μαχαιροπίρουνο με τρόπο μαγείρισσας σε χωριάτικο πανδοχείο. Πλάι της ένας
κύριος με κοιλιά βιομηχάνου χτυπάει τη γλώσσα του σε κάθε μπουκιά. Είναι χωρίς
άλλο πλούσιοι, ανεξάρτητοι κι ευτυχείς, όπως οι μοταρντέλες, πριν τις
ξεκρεμάσουνε ή οποιοδήποτε άλλο χορινό.
Δεν μένει παρά να διασκεδάσουμε.
Ο πρόεδρος των «πέντε τεράστιων» κάνει μια γοριλική γκριμάτσα. Όχι εδώ. Εδώ
ήρθαμε για να φάμε. Πρέπει να διασκεδάσουμε κάπου αλλού, σ’ ένα από εκείνα τα
μέρη που ο καλός Θεός τα φύτεψε για να διασκεδάζουν οι πλούσιοι και τα στόλισε
με παράξενα τύμπανα νοτιοαμερικάνικης μουσικής. Λογαριασμός, υποκλίσεις,
μεγαλοπρεπές ύφος και χοντρή στάχτη στην άκρη του πούρου.
[…] Το καινούργιο κέντρο είναι
μέσα σ’ έναν κήπο και τα αηδόνια του φοράνε γαλάζια «σόρσκιν»… Υπάρχουνε κι
άλλες κυρίες «του καταστήματος» ξανθές όσο ο σανός και γοητευτικές «τοις
μετρητοίς». Αυτές οι καημενούλες, καθαροί επαγγελματίες, βλέπουνε με θλίψη να
ανοίγεται το τρίτο μπουκάλι σαμπάνιας, θα μπορούσανε να ’χουνε ποσοστά, όμως
αυτές οι τίμιες πάντα τους χαλάνε τη δουλειά.
Η ορχήστρα μας πλησιάζει το
τραπέζι μας παίζοντας δειλά ένα «σλόου». Είναι το προοίμιο μιας «χαρτούρας», αν
πιάσει θα ενθουσιαστούνε και στο τρίτο κομμάτι θα γίνουν αναιδείς και
ασυγκράτητοι. Ο πρόεδρος των «πέντε» δείχνει να ενδιαφέρεται. Πληρώνει το πρώτο
κομμάτι, ζητάει γαλλικές «Μυζέτ», κάνει κινήσεις βαλσικής «ζαβά», γενικά
δείχνει πελάτης που ξέρει τι θέλει. Όταν πασάρει το τρίτο πεντακοσάρικο
μεταβάλλεται ξαφνικά. Ζητάει το «Γιώργο το μάλαμα», που τον υποτονθορίζει σότο
βότσε, ξαφνικά βάζει τις αγριοφωνάρες και αρχίζει να σπάζει τα ποτήρια. Η
ορχήστρα ενθουσιάζεται, προχωρεί στα βαρύτερα, βροντολογάει κάτι τραγούδια της
φυλακής, ένας από δαύτους χορεύει ζεμπέκικο.
Η κυρία που χόρεψε μαζί μου
μπαίνει στο κόλπο. Μια γάτα της Αγκύρας που δραπέτευσε στα κεραμίδια και
φέρνεται σαν γάτα οινομαγειρείου………………..
ΠΕΡΙ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑΣ
[…] Ανάμεσά τους υπάρχουνε και
κάποιες με την αγνή πρόθεση, που πιστεύουνε στην ανύπαρκτη ανθρώπινη καλοσύνη,
εκείνη την υπέροχη δειλία όλων μας να καλοπιάνουμε τις ανώτερες δυνάμεις για να
κρατάμε μια πισινή. Η φιλανθρωπία! Μια θαυμάσια αυταπάτη και μια απάτη στους
συνανθρώπους μας, που ξεχνάνε την άλλη μεγάλη δύναμη, το «εγώ», για να
θυμηθούνε τα θεϊκά λόγια όταν καταλαβαίνουνε ότι έχουνε κάποιο περίσσευμα.
Καλοπιάσματα στον ουρανό, που ξεκαρδίζεται με τα φερσίματά μας!
Ο τίτλος «Η
Αθήνα σήμερα» θα μπορούσε να είναι «Η Αθήνα το 50», «Η Αθήνα το 60»,
«Η Αθήνα
το 2015» καθώς διακρίνονται:
Η ίδια
νοοτροπία (σε πολιτικό και προσωπικό επίπεδο)
Η ίδια
γκρίνια για τη νεολαία που εμφανίζει σημάδια ανηθικότητας.
επίδειξη, υποκρισία, απάτες, νεοπλουτισμός, νε(ο)ποτισμός…
Απαντήσεις σε όσους ενθουσιάζονται με
Προσθήκη λεζάντας |
τη φωτογραφία της Αθήνας του ’60
και ονειροπολούν, αναμασάνε,
παπαγαλίζουν «ότι η πόλη ήταν καλύτερη… τότε» αδιαφορώντας ή/και αγνοώντας για ότι
συνέβαινε στο πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον:
σημειώθηκε η μεγαλύτερη
πληθυσμιακή αύξηση στην Αθήνα, μεγάλη υποτίμηση της δραχμής, αύξηση της εξωτερικής
μετανάστευσης, αύξηση της φτώχειας και της εξαθλίωσης, εξαιτίας της αύξησης του
ποσοστού ανεργίας (το μεγαλύτερο στην Ευρώπη), κ.ά.
Κάθε πέρυσι και καλύτερα;
Ναι… όταν το ένα και μοναδικό
κριτήριο για την αξιολόγηση μιας ιστορικής περιόδου, μιας πόλης, μιας κατάστασης είναι η
σύνδεση με τη νεότητα -του/της καθενός/μιάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου