ο άνθρωπος ο κακομοίρης δεν αντέχει, θέλει έλεος...
.................
Μα εκεί που πήγαινε και κόντευε πια να φτάσει σπίτι του, στάθηκε απότομα.
.................
Μα εκεί που πήγαινε και κόντευε πια να φτάσει σπίτι του, στάθηκε απότομα.
Ένα μικρό παιδάκι μαραμένο από την πείνα, με πρησμένη
χλωροπράσινη κοιλιά, ήταν μπρούμυτα ξαπλωμένο στη μέση του δρόμου, σκάλιζε με τα
νύχια του τη γης κι έτρωε χώμα. Στάθηκε τρομαγμένος ο παπα-Γιάνναρος και τα
μάτια του βούρκωσαν.
Έσκυψε, το πήρε από το χέρι.
- Σήκω απάνω, παιδί μου, είπε· πεινάς;
- Όχι, έφαγα.
- Τι έφαγες;
Άπλωσε το χεράκι του, του έδειξε το χώμα.
- Χώμα.
Ανακυκλώθηκε το αίμα του παπα-Γιάνναρου, μούγκρισε σιγά, σα
να τον
έσφαζαν.
«Άτιμος είναι ο κόσμος ετούτος» συλλογίστηκε «άτιμος,
άδικος, Θεέ μου, πως τον κρατάς στην αγκαλιά σου και δεν τον τινάζεις κάτω να
γίνει χίλια κομμάτια· να ξαναγίνει πάλι λάσπη και να πλάσεις καινούριο κόσμο
καλύτερο; δεν είσαι πολυέσπλαχνος, δεν είσαι παντοδύναμος; δε βλέπεις το παιδί
ετούτο που πεινάει και τρώει χώμα;»
Έσκυψε ντροπιασμένος το κεφάλι, πήρε δρόμο.
- Εγώ φταίω, εγώ, μουρμούριζε, εμείς φταίμε, οι άνθρωποι,
και τρώει το παιδί ετούτο χώμα, όχι, δε φταις εσύ, Χριστέ μου, ήμαρτον!
Θυμήθηκε, κι η καρδιά του ράiσε, μια φορά που πήγε στην
Πόλη, να προσκυνήσει