Η
παραχάραξη του έργου του Θουκυδίδη έχει μακρά ιστορία. Υποστηρίζουμε ότι κανένα
άλλο κλασικό κείμενο διεθνών σχέσεων ‒που μάλιστα έχει τραβήξει την προσοχή
σημαντικών ηγετών όπως για παράδειγμα ο σημερινός Πρόεδρος της Κίνας Σι
Τζινπίνγκ και ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα‒ δεν έχει διαβαστεί τόσο
μεροληπτικά και δεν έχει παρουσιαστεί τόσο επιλεκτικά και με τέτοια συχνότητα
όσο η Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου του Θουκυδίδη. Το έργο του
Θουκυδίδη, αν και μνημονεύεται εκτενώς, δυστυχώς δεν διαβάζεται προσεκτικά. […]
Συχνά δε, ο Θουκυδίδης γίνεται το εύκολο
θύμα της επιβεβαιωτικής μεροληψίας ‒ της τάσης δηλαδή να εστιάζουμε σε κάτι
μονόπλευρα και να αντλούμε πληροφορίες επιλεκτικά με τρόπο που απλά να
επιβεβαιώνει τα επιχειρήματά μας. Δεν είναι λίγοι λοιπόν οι σύγχρονοι αναλυτές
που έχουν συχνά απομονώσει επιλεκτικά αποσπάσματα του έργου του Θουκυδίδη για
να τα ερμηνεύσουν μέσα από το πρίσμα των αναγκών της εποχής τους. (σελ. 22-23)
[…]
Ο Γκράχαμ Άλισον ανήκει σε αυτή την
κατηγορία των αναλυτών που έχουν χρησιμοποιήσει επιλεκτικά και έχουν παρερμηνεύσει
το έργο του αρχαίου ιστορικού οδηγώντας τους αναγνώστες τους, μεταξύ αυτών και
πολιτικών που κατέχουν θέσεις ευθύνης, σε λανθασμένους και επικίνδυνους
παραλληλισμούς μεταξύ του Πελοποννησιακού Πολέμου και των σύγχρονων
σινο-αμερικανικών σχέσεων. Σύμφωνα με τον Άλισον, η «παγίδα» του Θουκυδίδη
καθιστά τον πόλεμο μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ εξαιρετικά πιθανό όχι γιατί οι δύο αντίπαλοι
τον επιζητούν συνειδητά αλλά επειδή αναπτύσσεται μεταξύ τους μια ανεξέλεγκτη
δυναμική που οδηγεί στην «απώλεια του ελέγχου», εν συνεχεία στην «ακούσια
κλιμάκωση» και τελικά στην τραγική πολεμική σύγκρουση. (σ. 24)
[…]
Η ακούσια κλιμάκωση βρίσκεται το
επίκεντρο της «παγίδας του Θουκυδίδη» του Γκράχαμ Άλισον. Ο υποτιθέμενος
αιτιολογικός μηχανισμός είναι εύκολα κατανοητός: αμφότερες οι πλευρές επιθυμούν
να αποφύγουν τον πόλεμο αλλά κατά τραγικό τρόπο αδυνατούν να το κάνουν. Καθώς η
πρωτοκαθεδρία του συστήματος αλλάζει με την ισχύ να μετατοπίζεται από τον κυρίαρχο
ηγεμόνα στον αναδυόμενο ηγεμόνα, ο πόλεμος ξεσπά αναπόφευκτα παρόλο που τα αντίπαλα
κράτη λαμβάνουν όλες τις προφυλάξεις για τον αποτρέψουν. Η βάση αυτή της απόλυτα
δομικής ερμηνείας, σύμφωνα με τον Άλισον, εντοπίζεται στην παράγραφο 23 του
πρώτου βιβλίου της Ιστορίας του Πελοποννησιακού Πολέμου η οποία
αναφέρει: «Η πραγματική, βέβαια, αλλά ανομολόγητη αιτία ήταν, καθώς νομίζω, το
ότι η μεγάλη ανάπτυξη της Αθήνας φόβισε τους Λακεδαιμονίους και τους ανάγκασε να
πολεμήσουν».* Ωστόσο, στη μετάφραση
στην οποία παραπέμπει ο Άλισον, αυτή του Crawley, το εν λόγω πασίγνωστο
απόσπασμα έχει αποδοθεί ανακριβώς ως, «η άνοδος της Αθήνας και ο φόβος που αυτή
προκάλεσε στη Σπάρτη κατέστησαν αυτόν τον πόλεμο αναπόφευκτο». Η μετάφραση αυτή
οδηγεί συνεπώς σε παρερμηνείες. Αξίζει σε αυτό το σημείο να αναφερθεί ότι η
πρώτη αγγλική μετάφραση της Ιστορίας του Πελοποννησιακού Πολέμου από τον
πολιτικό φιλόσοφο Τόμας Χομπς, το 1634, βρίσκεται πολύ εγγύτερα στο αρχαίο
κείμενο αποδίδοντας την αρχαία λέξη «αναγκάσαι» με τον όρο «necessity», αντί για τον όρο «inevitability» (αναπόφευκτο) που
χρησιμοποίησε ο μεταφραστής που επέλεξε ο Άλισον. Το αναπόφευκτο παραπέμπει σε
μηχανιστικά και ντετερμινιστικά αποτελέσματα, όπου ο ανθρώπινος παράγοντας (human agency) δεν έχει ουδεμία παρεμβολή και οι
ηγέτες αποτελούν τραγικές φιγούρες ανίκανες να αλλάξουν τη ροή των γεγονότων. Αντιθέτως
η λέξη «ανάγκη» παραπέμπει σε δράση αλλά αυτό από μόνο του δεν καθορίζει αυτόματα
το είδος της δράσης. Έτσι προκύπτει η σημασία της στρατηγικής επιλογής. (σ. 37,
38)
[…]
Η δική μας ερμηνεία διαφέρει ριζικά
από αυτή του Άλισον και όσων άλλων αναλυτών κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος με
την ερμηνεία του. Υποστηρίζουμε ότι ο Πελοποννησιακός Πόλεμος δεν ήταν
αποτέλεσμα απρόσωπων συστημικών πιέσεων, ακούσιων επιλογών και «υπνοβασίας».
Αντίθετα, θεωρούμε ότι ήταν συνέπεια προσεκτικά μελετημένων αποφάσεων οι οποίες
ελήφθησαν από τις ηγεσίες των μεγάλων δυνάμεων της εποχής που είχαν
αντικρουόμενους πολιτικούς στόχους. Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο πάντα των
περιορισμών που θέτει το διεθνές σύστημα στη συμπεριφορά των κρατών, ο
Θουκυδίδης δίνει πρωτεύοντα ρόλο στην ηγεσία και στις στρατηγικές επιλογές
αυτών των ηγετών. Αυτό επιτρέπει στον Θουκυδίδη να χρησιμοποιήσει το έργο του
για να διδάξει την τέχνη της πολιτικής ‒σε όσους αναγνώστες κάνουν τον κόπο να
τον διαβάσουν προσεκτικά‒ και να αναδείξει μέσα από την Ιστορία του τη σωφροσύνη
ως τη σπουδαιότερη πολιτική αρετή: τη στρατηγική πυξίδα που πρέπει να διέπει
τον προσανατολισμό των ηγετών. (σ. 26)
[…]
Παρότι ο Θουκυδίδης θεωρείται ως ο
πρώτος στοχαστής που με το έργο του ανέδειξε τη σημασία του διεθνούς συστήματος
στις διακρατικές σχέσεις, η θεωρία του αναφορικά με τα αίτια των πολέμων και
την ηγεμονική μετάβαση (hegemonic
transition)
είναι σύνθετη και πολυπαραγοντική παρά αμιγώς συστημική. Ο Αθηναίος ιστορικός, λοιπόν,
δεν είναι όπως τον παρουσιάζει ο Άλισον. Δεν είναι, δηλαδή, ένας τυπικός δομικός
ντετερμινιστής που εστιάζει μονοδιάστατα στην ανάλυση του διεθνούς συστήματος. Είναι
ένας σύνθετος ρεαλιστής (complex
realist)
που εξετάζει και τα τρία επίπεδα ανάλυσης των διακρατικών σχέσεων δηλαδή, το
διεθνές σύστημα, τις εσωτερικές δομές μιας πολιτείας, και την ηγεσία της. Αντιλαμβάνεται
έτσι ότι η μορφή του πολιτεύματος, η ιστορική εμπειρία, η πολιτική κουλτούρα
και η εσωτερική πολιτική αποτελούν σημαντικές μεταβλητές που αλληλεπιδρούν
δυναμικά με τη δομή του διεθνούς συστήματος, οδηγώντας εν τέλει σε στρατηγικές
επιλογές μέσω κρίσιμων αποφάσεων από την πολιτική ηγεσία. (σ. 26)