O καθηγητής Γ.Β. Δερτιλής στο έργο του
«ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ 1830-1920» επιχειρεί να εξαλείψει την προκατάληψη που συνδέει την καθυστερημένη οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας με την έλλειψη βιομηχανικών μονάδων:
«Γιατί πρόκειται για προκατάληψη;
Οι περισσότεροι από εμάς δεν μπορούμε ακόμη να διανοηθούμε ότι σε λίγα
χρόνια η βιομηχανική εποχή θα θεωρείται απλώς μια σύντομη και παροδική περίοδος
της ιστορίας της ανθρωπότητας, μια περίοδος, οιονεί μεταβατική, που οδήγησε
στην κοινωνία της πληροφορίας και στην οικονομία των υπηρεσιών.
Η αδυναμία αυτή δεν είναι
περίεργη. Στους δύο τελευταίους αιώνες της χιλιετίας έχει κυριαρχήσει στη ζωή
και τη σκέψη μας η Βιομηχανική Επανάσταση. Ειδικώς μάλιστα στον 19ο αιώνα, στην
πρώτη περίοδο της εκβιομηχάνισης στην Αγγλία και σε ορισμένες άλλες χώρες, ήταν
τόσο ραγδαίες και εντυπωσιακές οι εφευρέσεις, οι τεχνολογικές εφαρμογές, η
οικονομική ανάπτυξη και οι κοινωνικές μεταβολές, ώστε οι άνθρωποι πίστεψαν ότι
είχαν πλέον φθάσει στο ύψιστο και τελευταίο στάδιο της «προόδου», ότι ολόκληρη η υφήλιος θα μετατρεπόταν σε έναν απέραντο βιομηχανικό κόσμο, του οποίου η οικονομία θα αναπτυσσόταν στο εξής και για πάντα χάρη στη βιομηχανία.
είχαν πλέον φθάσει στο ύψιστο και τελευταίο στάδιο της «προόδου», ότι ολόκληρη η υφήλιος θα μετατρεπόταν σε έναν απέραντο βιομηχανικό κόσμο, του οποίου η οικονομία θα αναπτυσσόταν στο εξής και για πάντα χάρη στη βιομηχανία.
Μόλις στην εποχή μας άρχισαν να
ακούγονται, από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, οι πρώτες ιδέες για ένα άλλο
οικονομικό στάδιο, μεταγενέστερο της εκβιομηχάνισης, για έναν άλλον κόσμο, τον
κόσμο των υπηρεσιών. Ώσπου να εμφανιστούν τέτοιες ιδέες, όμως, ο μέσος άνθρωπος
αλλά και ο μέσος επιστήμονας πίστευαν ακράδαντα ότι το κλειδί για την ανάπτυξη
της οποιασδήποτε χώρας είναι η εκβιομηχάνιση.
………….
»Αλλά πέραν του μοντερνισμού, η
βιομηχανία συνδέθηκε και με δύο θεμελιώδη ιδεολογήματα της εποχής: με την
ακράδαντη πίστη στη συνεχή πρόοδο του πολιτισμού και με τη λατρεία του
επιστημονισμού, σε συνδυασμό με την τεχνολογία και την τεχνική. Από τα
ιδεολογήματα αυτά, η λατρεία της
τεχνικής διατηρείται πανίσχυρη ακόμη και στον 20ό αιώνα· και, κατά μία
τουλάχιστον άποψη, σφραγίζει πλέον οριστικώς και αμετακλήτως την ιστορική
πορεία του ανθρωπίνου είδους.
…..
»Το θάμβος της βιομηχανίας
επεσκίασε τους άλλους τομείς της οικονομίας. H πρωτογενής
παραγωγής της φύσης και η τριτογενής παραγωγή του εμπορίου και των λοιπών υπηρεσιών
θεωρήθηκαν τομείς δευτερεύοντες και υπηρετικοί της βιομηχανίας. Έτσι, όμως,
οι τομείς αυτοί ταυτίστηκαν με την παραδοσιακή οργάνωση της οικονομίας: συνδέθηκαν
αμέσως με την παλαιότητα και συνδυάστηκαν εμμέσως με τη στασιμότητα. Από τη μία
πλευρά, η γεωργία και το εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών, παραδοσιακές
δραστηριότητες που βυθίζονται στο παρελθόν· από την άλλη, η βιομηχανία και η
τεχνολογία, σύμβολα μιας νεωτερικότητας που ατενίζει το μέλλον και
ευαγγελίζεται την πρόοδο. Η αντίληψη αυτή απέκτησε ισχύ αξιώματος και, τελικά,
θεωρήθηκε τόσο αυτονόητη ώστε έπαψε και να συζητείται –έως τη δεκαετία του 1970.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η
βιομηχανία σημείωσε ραγδαία και γι’ αυτό εκπληκτική ανάπτυξη κατά τον 19ο και
τον πρώιμο 20ό αιώνα· και ότι αυτή η ανάπτυξη εξηγεί το γιατί η εκβιομηχάνιση
ακτινοβολεί στις αντιλήψεις των ανθρώπων εκείνης της εποχής και γιατί η άποψη
ότι η εκβιομηχάνιση είναι αναγκαίο στάδιο της ανάπτυξη κυριαρχεί έως και τις
μέρες μας. Αλλά η εκπληκτική αυτή
ανάπτυξη της βιομηχανίας δεν σημαίνει ότι οι άλλοι τομείς έμειναν στάσιμοι κατά
ν 19ο και τον πρώιμο 20ό αιώνα. Αντιθέτως μάλιστα: αρκεί να θυμηθούμε την
τεράστια αύξηση και βελτίωση της γεωργικής παραγωγής, την εκθετική πρόοδο του
όγκου και της αξίας του εμπορίου, την ιλιγγιώδη επέκταση και επιτάχυνση των
επικοινωνιών και των συγκοινωνιών. Αλλά τα αποτελέσματα που επέφερε η ανάπτυξη
του πρωτογενούς και του τριτογενούς τομέας δεν ήταν πάντοτε απτά κα
οφθαλμοφανή· ούτε ήταν τόσο πρωτόγνωρα, εντυπωσιακά και εκπληκτικά για τους
ανθρώπους εκείνης της εποχής όσο ήταν τα αποτελέσματα της βιομηχανίας.
Έπειτα, άλλη πλάνη, οι άνθρωποι
απέδωσαν τα αποτελέσματα αυτά αποκλειστικώς στη βιομηχανία, χωρίς να βλέπουν τα
βαθύτερα αίτιά τους: π.χ., ο τηλέγραφος και το τηλέφωνο θεωρήθηκαν το
αποκλειστικό αίτιο της ανάπτυξης των επικοινωνιών· η ατμομηχανή, οι
σιδηρόδρομοι και τα ατμόπλοια θεωρήθηκαν το αποκλειστικό αίτιο της ανάπτυξης
των μεταφορών και των συγκοινωνιών. Αλλά
ο τηλέγραφος και το τηλέφωνο δεν θα είχαν τόσο νωρίς εφευρεθεί και η ατμομηχανή
δεν θα είχε τόσο νωρίς αξιοποιηθεί στους σιδηροδρόμους και στα πλοία αν δεν
υπήρχαν κίνητρα από τους δύο «περιφρονημένους» τομείς. Αυτών των δύο τομέων
την προσφορά και τη ζήτηση επρόκειτο κυρίως να καλύψουν οι σιδηρόδρομοι, τα
ατμόπλοια, ο τηλέγραφος και τα τηλέφωνα, τη διαρκώς διευρυνόμενη παραγωγή και
προσφορά του πρωτογενούς και του τριτογενούς τομέα· και τη ζήτησή τους για νέες
μεθόδους μεταφορών, επικοινωνίας και οργάνωσης.
Αλλά και γενικότερα, μετά την
πρώτη φάση της Βιομηχανικής Επανάστασης, η περαιτέρω ανάπτυξη της βιομηχανίας
θα ήταν αδύνατη χωρίς την αντίστοιχη και παράλληλη επέκταση και βελτίωση της
πρωτογενούς παραγωγής και του τομέα των υπηρεσιών και ειδικώς του εμπορίου
αγροτικών προϊόντων, τροφίμων, μεταλλευμάτων, ορυκτών και λοιπών πρώτων υλών.
….
»Με αυτά τα δεδομένα, το ερώτημα που τίθεται συνήθως είναι εάν
και γιατί μια χώρα πέτυχε ή απέτυχε να εκβιομηχανιστεί «εγκαίρως», πριν λήξει η Βιομηχανική Επανάσταση,
ας πούμε πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πιστεύω ότι το ερώτημα δεν έχει πολύ
μεγάλη σημασία για μια κατηγοριών χωρών, στην οποία η Ελλάδα συμπεριλαμβάνεται
ήδη από τον 19ο αιώνα. Γι’ αυτές τις χώρες, το κεντρικό ερώτημα είναι πώς και γιατί αναπτύχθηκαν οικονομικώς
χωρίς εκτεταμένη εκβιομηχάνιση και χάρη στην επίδοσή τους στους άλλους τομείς
της οικονομίας.
Οι χώρες αυτές δεν είναι πολλές,
αλλά υπάρχουν. Σκέφτομαι το παράδειγμα της Δανίας, που αναπτύχθηκε οικονομικώς
χάρη στη συνέργεια μιας υπερανεπτυγμένης γεωργίας και κτηνοτροφίας με μιαν
εξαρτημένη βιομηχανία, συγκριτικών «δευτερεύουσα»· ή της Νορβηγίας, όπου η
οικονομική ανάπτυξη στηρίχθηκε κυρίως (πριν βεβαίως ανακαλυφθούν τα νορβηγικά
πετρέλαια) στη ναυτιλία και την ποντοπόρο αλιεία· ή του ολλανδικού πλούτου που,
έστω σε συνέργεια με την αποικιακή εξάπλωση, βασίστηκε πολύ περισσότερο στη
ναυτιλία των Κάτω Χωρών και στο πανίσχυρο ολλανδικό εμπόριο αγαθών, χρήματος
και πιστωτικού κεφαλαίου, παρά στην παραγωγή της ισχυρής αλλά συγκριτικώς
δευτερεύουσας ολλανδικής βιομηχανία. Πλησιέστερα στην Ελλάδα, μπορούμε να
θυμηθούμε το παράδειγμα του Λιβάνου, χώρας που γνώρισε, χάρη στο εμπόριο,
μεγάλη οικονομική ανάπτυξη ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα, πριν από την ανεξαρτησία
της, και κυρίως από τη δεκαετία του 1920 έως την έκρηξη του μεσανατολικού
ζητήματος, στα 1960. Ας μην μιλήσουμε τώρα για παραδείγματα ακόμη ειδικότερα
και πιο σύγχρονα, όπως το Χονγκ Κονγκ, τη Σιγκαπούρη και την Ταϊβάν, την
Ιρλανδία και την Κύπρο.
Αυτή η οπτική γωνία οδηγεί τώρα
σε ένα άλλο ερώτημα. Μήπως οι χώρες
αυτές (ίσως και η Ελλάδα, με τον δικό της τρόπο) έγιναν απευθείας «οικονομίες
υπηρεσιών»; Μήπως το «στάδιο» της εκβιομηχάνισης δεν είναι για όλες τις
χώρες τόσο αναγκαίο όσο νομίζαμε έως πρόσφατα; Ή μήπως δεν υπάρχουν καν «στάδια» στην εξέλιξη μιας οικονομίας και η
αντίληψη αυτή είναι απλώς ένας εξυπηρετικός (και υπεραπλουστευτικός) τρόπος να
«ταξινομούμε» τον ιστορικό χρόνο; Νομίζω ότι ισχύει το τελευταίο. Έτσι, ενώ
θα μπορούσαμε ίσως να πούμε, υπεραπλουστεύοντας, ότι η Ελλάδα μεταβαίνει
απευθείας στο στάδιο της οικονομίας των υπηρεσιών, χωρίς να διέλθει το στάδιο
της εκβιομηχάνισης, αυτό δεν θα ήταν ορθό· διότι προϋποθέτει ότι υπάρχουν
παντού και πάντοτε τα ίδια στάδια ανάπτυξης. Θα ακριβολογούσαμε αν λέγαμε ότι η Ελλάδα μπόρεσε, χωρίς επιδόσεις στη
βιομηχανία, να στηρίξει αξιόλογη οικονομική ανάπτυξη και μεγέθυνση στον
τριτογενή τομέα.
Θα μπορούσε κανείς να αντιτάξει
στα όσα είπαμε μια ενδιαφέρουσα αντίρρηση. Ότι, μετά το 1990, η βιομηχανία
μεταλλάσσεται σε όλες τις εκβιομηχανισμένες χώρες, ακόμη και στις σχετικώς
καθυστερημένες όπως η Ελλάδα –και αυτό θα συνεχιστεί, φαίνεται, για πολλά ακόμη
χρόνια. Η μεταβολή εμπεριέχει στοιχεία αποβιομηχάνισης, εκκαθάρισης, αλλά και
αναδιάρθρωσης του τομέα, και μάλιστα προς την κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού και
της υψηλής τεχνολογίας. Πώς συμβιβάζονται αυτά με τις παραπάνω απόψεις για την
καθυστέρηση της βιομηχανίας;
Απλώς πρόκειται για δύο εντελώς
διαφορετικά πράγματα και για δύο εντελώς διαφορετικές εποχές. Η διαφαινόμενη
αναβάθμιση της βιομηχανίας δεν σημαίνει ότι συνεχίζεται στον κόσμο η
Βιομηχανική Επανάσταση ούτε ότι αρχίζει στην Ελλάδα μια νέα εκβιομηχάνιση, που
θα υποσκελίσει τον τομέα των υπηρεσιών. Απλώς
αρχίζει μια νέα εποχή, η δε νέα εκβιομηχάνιση της Ελλάδας, αν υπάρξει, θα
εξαρτηθεί από τον τομέα των υπηρεσιών και ειδικώς όσων αφορούν στη νέα
τεχνολογία· δηλαδή από τον τομέα που σήμερα κυριαρχεί στην παγκόσμια οικονομία».
Γ. Β Δερτιλής, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ
ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ 1830-1920», Αθήνα 2013, σσ. 35-40.
Πρόκειται για εξαιρετικό (δίτομο) "βιβλίο αναφοράς", αποτέλεσμα συγγραφικής διαδικασίας 21 ετών.
Γράφει ο συγγραφέας: ο σκοπός μου δεν ήταν να διηγηθώ «τι έγινε»,
αλλά να κατανοήσω το «γιατί έγινε». Και συνάμα να περιγράψω πώς έζησαν την
ιστορία «τους οι άνθρωποι μιας παρελθούσας εποχής, δηλαδή πώς προσπάθησαν να
την διαμορφώσουν και πώς αντιδρούσαν σε ό,τι προέκυπτε κάθε φορά. Γιατί ό,τι
επιδιώκουμε να οικοδομήσουμε στον κύκλο της ζωής μας δεν είναι ποτέ ό,τι προκύπτει
στο τέλος, ό,τι συνιστά, εντέλει, την προσωπική μας ιστορία, αλλά και την ιστορία
του περιβάλλοντός μας και της κοινωνίας μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου