Ελληνική Φιλοσοφία και Επιστήμη: από την Αρχαιότητα έως τον 20ό αιώνα
φοιτητική εργασία της Ναυσικάς Αλειφέρη, με βαθμό:
Εισαγωγή
Η εσωστρέφεια που εμφανίζει ο άνθρωπος
της Ελληνιστικής Περιόδου (323-31 π.Χ.) είναι αποτέλεσμα των πολιτικών και
κοινωνικών αλλαγών καθώς οι πόλεις έγιναν υποτελείς στο μακεδονικό βασίλειο
αρχικά, και στα βασίλεια των επιγόνων του Αλέξανδρου στη συνέχεια και η
πλειονότητα των πολιτών μετατράπηκε σε μάζα υπηκόων. Οι πολιτικοί και οικονομικοί
μετασχηματισμοί δημιούργησαν νέα νοοτροπία, νέους προβληματισμούς· στον
ελλαδικό χώρο κυρίως όπου οι πολίτες εκπαιδεύονταν έως τότε για τη συμμετοχή
τους σε συλλογικούς θεσμούς αφού κατά τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη το ευ ζην
συνδέεται με την ευδαιμονία της πόλης. Στην
Ατομικιστική περίοδο (322 π.Χ.-6ος αι. μ.Χ.) οι στοχαστές ενδιαφέρθηκαν για τη
θέση του ανθρώπου –ως μονάδα πια– στον
δημόσιο βίο αλλά και για τη διευθέτηση των εσώτερων ατομικών φόβων (λ.χ. του
θανάτου). Η Στοά, που ιδρύθηκε από τον
Ζήνωνα (333-262 π.Χ.), ασχολήθηκε με τη λογική, τη φυσική, κυρίως με την
ηθική ως σύστημα αρχών και αξιών που διέπουν την ανθρώπινη ζωή. Οι Στωικοί (όπως
ο Αρίστων, ο Ήριλλος, ο Κλεάνθης, ο Χρύσιππος, ο Παναίτιος, ο Ποσειδώνιος, ο
Επίκτητος) στη μακραίωνη παρουσία τους διαφοροποιήθηκαν
αλλά και εμπλούτισαν τη φιλοσοφία από τις αρχικές θέσεις του Ζήνωνα. Όλοι, όμως,
συμφωνούσαν ότι το «ευ ζην» συνδέεται με τη γνώση: η γνώση της φιλοσοφίας βοηθά
στην κατανόηση της φύσης –το θέμα της πρώτης ενότητας· η γνώση της αρετής οδηγεί στην ευδαιμονία –το θέμα της
δεύτερης. Η ύπαρξη η όχι της ελεύθερης βούλησης είναι ένα θέμα που απασχόλησε
τους Στωικούς –το θέμα της τρίτης ενότητας. Η δομή της κοσμόπολης, ως ιδεατή
‘αρχιτεκτονική’ λύση που οδηγεί στην ευδαιμονία, είναι το θέμα της τέταρτης
ενότητας.
Τριμερής διαχωρισμός
της φιλοσοφίας
Οι Στωικοί πίστευαν ότι η γνώση είναι
δυνατόν να κατακτηθεί· προσλαμβάνεται αρχικά με τις αισθήσεις (προλήψεις) και στη συνέχεια με τη νόηση.
Έδιναν μεγάλη σημασία στη μόρφωση· για να διευκολυνθεί η εκπαίδευση και η
μάθηση -ώστε να γνωρίσουν οι άνθρωποι εις
βάθος τον φυσικό κόσμο- διαχώρισαν εννοιολογικά τη φιλοσοφία σε τρία μέρη: λογική, ηθική, φυσική.[1]
Η στωική λογική
ερμηνεύεται: α) ως ομιλία που διαχωρίζεται στον διαλεκτικό και στον ρητορικό
λόγο·[2]
β) ως ορθός λόγος ή κοινός νόμος με
σκοπό την τάξη (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι, 7, 88). Το γνωστικό αντικείμενο της φυσικής φιλοσοφίας είναι
το σύμπαν, το οποίο μπορεί να εξηγηθεί: πρόκειται για έναν έλλογο σφαιρικό
αδιαίρετο ζωντανό οργανισμό. Στη φύση συνυπάρχουν δύο στοιχεία: ο λόγος (ποιούν) που ταυτίζεται με τον θεό και επιδρά
στην ύλη (πάσχον). Υπάρχει μια οντότητα
δρώσα, ο θεός, που γεννά, καταστρέφει, ξαναϋλοποιεί το σύμπαν σε επαναλαμβανόμενους
χρονικούς κύκλους. Όλες οι ουσίες συμπεριλαμβανόμενης της ψυχής (πλην των
λεκτών, χρόνου, χώρου) είναι σωματικές (υλοζωισμός) αλλά και πνευματικές αφού
το πνεύμα ή τόνος του θεού
(πύρινη μορφή αέρα) ρέει στη φύση, την ενοποιεί σε ένα συνεχές –κατά τον Ζήνωνα, σε ζώον έμψυχον, νοερόν τε και λογικόν. Ο άνθρωπος είναι έλλογο ον και μέρος της φύσης (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι 7, 88). Οι αιτίες των φυσικών φαινομένων είναι οι καθολικοί σταθεροί νόμοι του σύμπαντος που επιφέρουν προκαθορισμένα αποτελέσματα. Γνωρίζοντας ο άνθρωπος τα αίτια της φύσης είναι σε θέση να ξέρει (ή/και να προβλέψει) τα αποτελέσματα. Η ειμαρμένη ή θεία πρόνοια (ένα σύνολο νόμων) είναι ο ρυθμιστικός συμπαντικός συντελεστής της τάξης. Η τύχη έχει θέση στο σύμπαν ως απορρυθμιστικό αποτέλεσμα για τον ανθρώπινο βίο αφού τα αίτια της είναι άγνωστα.[3]
(πύρινη μορφή αέρα) ρέει στη φύση, την ενοποιεί σε ένα συνεχές –κατά τον Ζήνωνα, σε ζώον έμψυχον, νοερόν τε και λογικόν. Ο άνθρωπος είναι έλλογο ον και μέρος της φύσης (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι 7, 88). Οι αιτίες των φυσικών φαινομένων είναι οι καθολικοί σταθεροί νόμοι του σύμπαντος που επιφέρουν προκαθορισμένα αποτελέσματα. Γνωρίζοντας ο άνθρωπος τα αίτια της φύσης είναι σε θέση να ξέρει (ή/και να προβλέψει) τα αποτελέσματα. Η ειμαρμένη ή θεία πρόνοια (ένα σύνολο νόμων) είναι ο ρυθμιστικός συμπαντικός συντελεστής της τάξης. Η τύχη έχει θέση στο σύμπαν ως απορρυθμιστικό αποτέλεσμα για τον ανθρώπινο βίο αφού τα αίτια της είναι άγνωστα.[3]
Κατά τη στωική
ηθική η φυσική προδιάθεση του
ανθρώπου τείνει προς την αρετή· ομολογουμένως τη φύσει ζην, όπερ εστί κατ’
αρετήν ζην (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι,
7, 87). Ο άνθρωπος μπορεί να διδαχθεί την επιστήμη της αρετής και στη συνέχεια
να εξασκήσει την τέχνη του βίου.[4]
Ο ενάρετος
σοφός
Ο Χρύσιππος υποστήριζε ότι «ο μόνος
λόγος για να μελετήσουμε τη φύση είναι για να διακρίνουμε τα αγαθά από τα
κακά».[5]
Το πλήθος των ψυχικών παρορμήσεων οι Στωικοί το διαχώριζαν σε αγαθά όντα (δικαιοσύνη, ανδρεία, σωφροσύνη,)
σε κακά (αδικία, αφροσύνη)· σε αδιάφορα/ουδέτερα
(πόνος, φτώχεια, αρρώστια, πλούτος, υγεία, ομορφιά). Το ύψιστο ον είναι η αρετή, που ως έλλογη ουσία
έχει τέλος την υλοποίηση της ευτυχίας.
Η ευδαιμονία είναι εξαρτημένη από την αρετή και προκύπτει από την ενασχόληση
του ανθρώπου με τον λόγο προκειμένου
να αντιληφθεί την έννοια του ύψιστου αγαθού.[6]
Το ιδεώδες του
στωικού βίου είναι η απάθεια: απαλλαγμένη
η ψυχή από τα τέσσερα πάθη, όπως τα ορίζει ο Ζήνων, την ηδονή, τη λύπη, τον φόβο, την επιθυμία. Ο
σοφός είναι κύριος του εαυτού του. Γνωρίζει
τη φύση έτσι δεν εντυπωσιάζεται από τα φυσικά φαινόμενα, είναι αλάνθαστος
(Διογένης Λαέρτιος, Βίοι 7, 122-123).
Ο ενάρετος άνθρωπος εκ προοιμίου (αφού λειτουργεί σύμφωνα με τις αρχές του θεού)
δεν μπορεί παρά ωφελώντας τον εαυτό του να ωφελεί και το κοινωνικό σύνολο.[7]
Οι κανόνες που πρότειναν οι Στωικοί, όπως ότι όλα τα σφάλματα είναι ισότιμα, ήταν
αυστηροί και ανεφάρμοστοι. Η εξάλειψη των παθών ή τα πράγματα που πρότειναν,
κατά τον Χρύσιππο, είναι ενάντια στη φύση του ανθρώπου. Έτσι από τον 2ο αιώνα π.Χ. η στωική φιλοσοφία
έγινε πιο ελαστική.[8]
Σημασία έχει «το παριστάνειν» κατά τον Διογένη Λαέρτιο (Βίοι 7, 118). Ο σοφός παραμένει εγκρατής, λ.χ. θα πιεί κρασί αλλά
δεν θα μεθύσει (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι
7, 118) αλλά επιτρέπει στον εαυτό του να νιώσει χαρά για τους συνανθρώπους του,
φιλοστοργία για τα παιδιά, ευσέβεια για τους γονείς, τα αδέρφια, τους θεούς (Διογένης
Λαέρτιος, Βίοι 7, 119-120).
Η συνέπεια, η
σταθερότητα, η επανάληψη καλών πράξεων είναι στοιχεία του ενάρετου βίου που
οδηγούν σε ευτυχισμένη ζωή. Ο άνθρωπος με ψυχική γαλήνη μπορεί να στοχαστεί και
να απολαύσει τη θέαση της φύσης (Επίκτητος 16.20).[9]
Η ελεύθερη
βούληση του σοφού
Οι σοφοί είναι από τη φύση τους πολιτικά
και κοινωνικά όντα. Συμμετέχουν στα κοινά
και δικαιωματικά, αφού κατέχουν την αρετή και την τέχνη του λόγου, είναι
οι καταλληλότεροι ως κυβερνήτες, δικαστές, ρήτορες (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι 7, 123). O σοφός βασιλιάς δεν
λογοδοτεί αφού ξέρει και τα αγαθά και τα κακά και πράττει το
καλό (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι, 7,
122). Όπως η ειμαρμένη δεν επιδέχεται εξαιρέσεις,
έτσι και ο σοφός δεν τροποποιεί τους
νόμους προς όφελος κάποιου (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι, 7, 123)· διοικεί δίκαια για να διατηρηθεί η ευνομία
(Πλούταρχος, Περί Αλεξάνδρου τύχης και
αρετής, 326d). Σε ένα σύμπαν όπου υφίστανται τα αίτια και το τέλος –ορίζονται από έναν θεό– ο σοφός έχει υποχρέωση να υλοποιήσει το προσωπικό του τέλος. Ο σοφός δεν υποτάσσεται
στους νόμους (η υποταγή δεν συγκαταλέγεται στις αρετές)· πρέπει να ζει κατά το οικείο,
σύμφωνα με τον Παναίτιο ή σύμφωνα με τον δαίμονά του κατά τον Διογένη Λαέρτιο (Βίοι, 7, 88). Η ελεύθερη βούληση έγκειται στη συμμόρφωση ή
όχι με την ειμαρμένη. Δεν πρόκειται για παθητική υποταγή
στον λόγο αλλά αποδοχή της αναγκαιότητας
ως αποτέλεσμα προηγούμενων ατομικών ενεργειών αλλά και αιτιών που είναι πέρα
από τον ανθρώπινο έλεγχο. [10]
Κατά τους
Στωικούς υπάρχουν δύο ανθρώπινα γένη: οι σπουδαίοι και οι φαύλοι. Ενώ ο σπουδαίος
ζει σύμφωνα με τον ορθό λόγο, ο φαύλος
ζει, όπως υποστηρίζει ο Ζήνων παρά τον
αιρούντα λόγο. Ο μη σοφός είναι επιρρεπής στα πάθη. Ο φαύλος διακατέχεται
κατά τον Χρύσιππο από «ορμή
πλεονάζουσα» (Γαληνός, Περί των Ιπποκράτους και Πλάτωνος Δογμάτων)
και καταλήγοντας σε λανθασμένες κρίσεις δυστυχεί (Στοβαίος, Εκλογαί, 2,7). Είναι δέσμιος των
ψευδαισθήσεων και όχι ελεύθερος όπως ο σοφός. Αφού το πνεύμα διαπερνά τα πάντα και οι σπουδαίοι και οι φαύλοι έχουν τη
δυνατότητα να πράξουν ηθικές πράξεις (καθήκοντα).
Όμως, μόνον ο σοφός πράττει κατορθώματα.
Την ώθηση στο κατόρθωμα τη δίνει η συνειδητή
επιλογή, η προσπάθεια προσέγγισης της τελειότητας –κατέχοντας τις αρετές είναι τέλειος
(Στοβαίος, Εκλογαί, 2,7)– και όχι το
πάθος για το αποτέλεσμα. Η διαφορά του
φαύλου από τον σοφό είναι η ηθική αιτία που διέπει τις πράξεις του δεύτερου.[11]
Η ιδεατή
κοσμόπολη κατά Ζήνωνα
Η αντανάκλαση της σταθερής φύσης κατά
τον Ζήνωνα είναι η κοσμόπολη. Στον δίκαιο κόσμο του Ζήνωνα, οι άνθρωποι ανήκουν σε μια μεγάλη
οικογένεια, η οποία υπακούει σε έναν νόμο· όπως μία αγέλη συμπεριφέρεται και
λειτουργεί βάση ενός κοινού νόμου, αυτόν της βοσκής. (Πλούταρχος, Περί Αλεξάνδρου τύχης και αρετής, 345b). Όπως ο
λόγος-θεός παρεμβαίνει στον τελεολογικό κόσμο με νόμους που διέπουν όλα τα
φυσικά φαινόμενα προκειμένου να διατηρηθεί η καθορισμένη πορεία έτσι και ο
άρχων προκειμένου να υπάρξει, ευνομία, σταθερότητα σε ανθρώπινο επίπεδο πρέπει
να εφαρμόζει έναν παγκόσμιο νόμο σε έναν
ομογενοποιημένο λαό –χωρίς εθνοτικούς,
φυλετικούς αποκλεισμούς.[12]
Ο άρχων
που ανταποκρίνεται στο τελεολογικό καλούπι
της στωικής πολιτικής φιλοσοφίας είναι ο βασιλιάς Αλέξανδρος: ορίστηκε από τον
λόγο να θέσει υπό τη σκέπη του ετερόκλητους λαούς· όσους δεν έπειθε με τον ορθό λόγο ως
ανελέητος σοφός τούς έπειθε με τη βία. Ο στόχος του ήταν η καθιέρωση ενός
τρόπου ζωής (κοινά ήθη, κοινή ενδυμασία, κοινή διατροφή), ενός πνευματικού τόνου που θα λειτουργούσε ως
συναρμογή των ανθρώπων. Ο Αλέξανδρος αποκαλούσε Έλληνες όσους κατείχαν την
αρετή, βάρβαρους τους φαύλους (Πλούταρχος, Περί
Αλεξάνδρου τύχης καταρετής 326d-345b). Άρα κατά τον Αλέξανδρο ενάρετος
είναι ο μορφωμένος άνθρωπος· ο δε Στοβαίος θεωρεί ότι η γνώση της αρετής κοσμεί
μια πόλη (Εκλογαί, 2,7).
Συμπεράσματα
Οι Στωικοί πρότειναν ένα μοντέλο βίου.
Η βάση της θεωρίας τους δεν ήταν ξένη με τον έως τότε στοχασμό. Οι έλληνες στοχαστές προσπαθούσαν να
ερμηνεύσουν τον κόσμο αλλά και τις ανθρώπινες σχέσεις με ορθολογισμό, παρ’ ό,τι
η φιλοσοφία δεν είχε απογαλακτιστεί από τη θεολογία. Η πρωτοτυπία των Στωικών έγκειται
στη θέση που επέλεξαν για τη φιλοσοφία. Η ενασχόληση με τη φιλοσοφία δεν είναι
μέσο μόνο για να ικανοποιηθεί η ανθρώπινη περιέργεια («δια το θαυμάζειν» όπως
έλεγε ο Αριστοτέλης) αλλά έχει και πρακτική χρησιμότητα. Η ανθρώπινη ευδαιμονία
θα είναι το αποτέλεσμα της κατάκτησης της γνώσης –όπως οι Διαφωτιστές του 18ου αιώνα υποστήριζαν ότι η
πρόοδος και η χρήση των επιστημών θα δημιουργούσε κοινωνία ευημερίας.
Κατά τη μελέτη
της ιστορίας του Αλέξανδρου ο Ζήνων, δεν
διέκρινε τον μακελλάρη αλλά τον θεόσταλτο άνθρωπο που ήρθε να κανονίσει το χάος (γλωσσικό, εθνικό,
θρησκευτικό) και είχε δικαίωμα ζωής και θανάτου στους υπηκόους του. Πρόκειται σαφέστατα
για ολοκληρωτισμό. Σε περιβάλλοντα όπου κυριαρχούσε η εξουσία του ενός (και όχι
των πολλών) και η ανδρεία παρέμενε κλασική αξία
αλλά και εφόδιο για τη στρατολόγηση σε μισθοφορικό στρατό το πρότυπο
διακυβέρνησης των Στωικών είναι ορθό παράγωγο της εποχής τους.
[1]. Οι Στωικοί
παρομοίαζαν τη φιλοσοφία σαν ζωντανό
οργανισμό ή σαν αυγό ή σαν οχυρωμένη πόλη με διαστρωματώσεις (Διογένης
Λαέρτιος, Βίοι 7, 40).
[2]. Ιεροδιακόνου Κ., 2000, σ. 236.
[3]. Vegetti, Μ., 2000, σ. 309· Ιεροδιακόνου Κ., 2000, σσ. 242-43·
Μιχαηλίδης, Κ., 1999, σ. 23.
[4]. Μιχαηλίδης,
Κ., 1999, σσ. 23-24· Ιεροδιακόνου Κ., 2000, σσ., 235-36, 240· Long, Α.Α., 1990, σ. 325· Gourinat,
J.-B., 1999, σ. 20.
[5]. Βλ. Ζωγραφίδης, Γ., 2006, σ. 201.
[6]. Μιχαηλίδης, Κ., 1999,
σ. 28.· Ζωγραφίδης, Γ., 2006, σσ. 204-05· Ιεροδιακόνου, Κ., 2000, σ. 243
[7]. Μιχαηλίδης, Κ., 1999, σ. 29· Ιεροδιακόνου, Κ., 2000, σ. 244.
[8]. Ζωγραφίδης, Γ., 2006, σσ. 207-08.
[9]. Ιεροδιακόνου,
Κ., 2000, σ. 246· Πρωτόπαπα-Μαρνέλη, Μ., 2005, σ. 116.
[10]. Sharples, R.W., 2002, σσ. 182, 187·
Ιεροδιακόνου, Κ., 2000, σ. 240· Long, Α.Α., 1990, σσ. 326-27.
[11]. Sharples, R.W., 2002, σ. 182· Ιεροδιακόνου, Κ., 2000, σ. 245· Μιχαηλίδης,
Κ., 1999, σσ. 28, 29.
[12]. Μιχαηλίδης,
Κ., 1999, σ. 25· Long, Α.Α., 1990, σ. 326.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ζωγραφίδης,
Γ., «Από τους Σωκρατικούς στην ύστερη αρχαιότητα», στο Κάλφας, Β. &
Ζωγραφίδης, Γ. Αρχαίοι έλληνες φιλόσοφοι,
Θεσσαλονίκη, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, 2006.
Ιεροδιακόνου,
Κ., «Οι Στωικοί», στο Σ. Βιρβιδάκης & Κ. Ιεροδιακόνου (επιμ.), Ελληνική φιλοσοφία και επιστήμη, τ. Α΄,
Πάτρα, Ε.Α.Π., 2000.
Μιχαηλίδης,
Κ., Ζήνων ο Κιτιεύς, Λευκωσία, Ίδρυμα
Αναστάσιος Λεβέντης, Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, 1999.
Πρωτόπαπα-Μαρνέλη,
Μ., Η επιστήμη της ρητορικής, μτφ,
Πετρόπουλος, Κ., Σμίλη, Αθήνα, 2005.
Gourinat,
J.-B., Οι Στωικοί για την ψυχή, μτφρ.
Κ. Πετρόπουλος, Αθήνα, Καρδαμίτσα, 1999.
Long, Α.Α., Η Ελληνιστική φιλοσοφία, Στωικοί,
Επικούρειοι, Σκεπτικοί, μτφρ. Σ. Δημόπουλος-Μ. Δραγώνα-Μονάχου, Αθήνα, ΜΙΕΤ,
1990, σσ. 322-328
Sharples,
R. W., Στωικοί, Επικούρειοι και Σκεπτικοί,
μτφρ. Μ. Λυπουρλή-Γ. Αβραμίδης, Θεσσαλονίκη, Θύραθεν, 2002.
Vegetti,
Μ., Ιστορία της Αρχαίας φιλοσοφίας,
μτφρ. Γ. Α. Δημητρακόπουλος, Αθήνα, Τραυλός, 2000.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου