Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2020

ΠΕΡΣΕΣ ΤΟΥ ΑΙΣΧΥΛΟΥ

φοιτητική εργασία της Ναυσικάς Αλειφέρη 
για την ΕΛΠ 31- ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ, ΕΑΠ

 
Πέρσες, απόδοση στη Νεοελληνική γλώσσα:  Μουλλάς Παναγιώτης

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Εισαγωγή
Ο ποιητής Αισχύλος (525/524-456 π.Χ.) κέρδισε το 472 π.Χ. στους δραματικούς αγώνες με την τετραλογία: Φινεύς, Πέρσαι, Γλαύκος Ποτνιεύς (τραγωδίες) και Προμηθεύς Πυρκαεύς (σατυρικό δράμα). Το ιστορικό δράμα με τίτλο Πέρσες, «παραστάθηκε τις παραμονές του οστρακισμού του Θεμιστοκλή»[1]πιθανόν για να υπερασπίσει τον πολιτικό/στρατηγό. Ο Αισχύλος, που είχε πάρει μέρος στη Μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ.), στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας (480 π.Χ.) και σε άλλες μάχες των Περσικών Πολέμων, πραγματεύεται στο έργο του την ήττα των Περσών από τους Έλληνες στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας.[2]   
 
Δραματική και σκηνογραφική τεχνική
Ο Αισχύλος δραματοποιεί το ιστορικό γεγονός (τη Ναυμαχία στη Σαλαμίνα) και παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίο οι ηττημένοι Πέρσες ερμήνευσαν την ήττα τους. Στην τραγωδία, που διαδραματίζεται στα Σούσα, αναφέρονται ονόματα ένδοξων βασιλιάδων, γενναίων πολεμιστών της Περσίας και ούτε ένα όνομα Έλληνα. Ο μακρύς κατάλογος ονομάτων, η αφήγηση της ναυμαχίας είναι τα στοιχεία που προσδίδουν στο έργο  τον χαρακτήρα του ιστορικού ντοκουμέντου.[3]
Η τραγωδία ξεκινά με την είσοδο του χορού, που τον αποτελούν Πέρσες γέροντες (οι πιστοί, στ. 2) τους οποίους είχε διαλέξει ο βασιλιάς Ξέρξης για φύλακες. Στην πάροδο ο χορός ανησυχεί για το άνθος ανδρών από τη γη της Περσίας (στ. 59-60)που εκστράτευσε εναντίον της Ελλάδας αφού δεν έχει φανεί ακόμη αγγελιοφόρος. Το «μοτίβο της ανησυχίας»[4] ακολουθεί μεγαλειώδης περιγραφή της πολυάριθμης ασιατικής δύναμης, με αναφορά σε ονόματα πολεμιστών, πόλεων και στον αρχηγό της εκστρατείας, τον Ξέρξη –χρυσογόνου γενεάς ισόθεος φως (στ. 79, 80). Δραματική αντίθεση προκαλούν
η αισιοδοξία του χορού για τη νίκη της ανίκητης περσικής στρατιάς με το προαίσθημα για την πιθανή εμφάνιση της Άτης που χαρακτηρίζεται ως δολόμητιν δ’ απάταν θεού, (στ. 93). Ενώ οι γέροντες ετοιμάζονται να συζητήσουν στέγος αρχαίον (στ. 140-141) εμφανίζεται στη σκηνή η μητέρα του Ξέρξη και Δαρείου γύναι (στ. 156), η Άτοσσα. Στο α΄ επεισόδιο η βασίλισσα εκφράζει τις ανησυχίες της για τους Πέρσες και ιδιαιτέρως για τον γιο της. Διηγείται στους γέροντες το όνειρο που είδε: δύο όμορφες αδελφές, η μία με περσικό πέπλο και η άλλη με δωρικό, τσακώνονταν· ο Ξέρξης τις χαλιναγώγησε· η μία παρέμεινε υπάκουη ενώ η άλλη έσπασε τα χαλινάρια και έτσι ο Ξέρξης βρέθηκε καταγής· κουρέλιασε τα ρούχα του όταν είδε τον νεκρό πατέρα του να τον κοιτά λυπημένος. Η βασίλισσα αναστατώθηκε περισσότερο όταν, πηγαίνοντας στον βωμό του Απόλλωνα για προσφορές, είδε: ένα κιρκινέζι μαδούσε με τα νύχια το κεφάλι ενός αητού –γεγονός που ερμήνευσε ως κακό οιωνό. Η άφιξη του Αγγελιοφόρου που φέρνει τα δυσάρεστα νέα για την ήττα και τον αφανισμό των Περσών αλλά και το χαρμόσυνο νέο για τη σωτηρία του Ξέρξη κλιμακώνει το δράμα. Ο Αισχύλος εγκιβωτίζει στην τραγωδία τη ναυμαχία στη μακρινή Σαλαμίνα με την αφήγηση ενός μόνο προσώπου, του Αγγελιοφόρου·Πέρσαι, φράσαιμ’ αν οι επορσύνθη κακά (στ. 267).Η βασίλισσα αποσύρεται ενώ ο  χορός στο α΄ στάσιμο θρηνεί και κατηγορεί τον Ξέρξη για τη μεγάλη καταστροφή (Ξέρξης δ’ απώλεσεν, στ. 551).
Η βασίλισσα στο β΄ επεισόδιο έρχεται και πάλι από το παλάτι (που ήταν έξω από τον σκηνικό χώρο) χωρίς χλιδή· αυτή τη φορά άνευ τ’ οχημάτων (στ. 607), υπονοώντας έτσι ο Αισχύλος ότι στο α΄ επεισόδιο είχε έρθει με όχημα (στ. 159), το οποίο δεν ήταν ορατό στους θεατές. Η βασίλισσα κάνει εξιλαστήριες προσφορές στους νεκρούς· η λεπτομερής περιγραφή των χοών (γάλα, μέλι, κρασί, καρποί, στ. 611-618) δημιουργεί μυσταγωγική ατμόσφαιρα. Παρακαλεί τους γέροντες να καλέσουν τον δαίμονα Δαρείο (στ. 620-621). Ο χορός στο β΄ στάσιμο παρακαλεί τους θεούς του κάτω κόσμου να στείλουν τον δαίμονα, το πνεύμα, πάνω στη Γη. Ο Δαρείος καλείται σε δεύτερο πρόσωπο από τον χορό και έτσι το ποίημα μετατρέπεται σε κλητικό ύμνο.[5] Η μνημόνευση στον  νεκρό Δαρείο πρoοικονομεί την εμφάνισή του. Το δράμα κλιμακώνεται από το α΄ επεισόδιο και κορυφώνεται στο γ΄με την εμφάνιση του ειδώλου του Δαρείου σε τάφο.
Ο τάφος ήταν, μάλλον, ορατός από τους θεατές (τόνδ’ επ’ άκρον κόρυμβον όχθου, στ. 569). Κατά μία θεωρία ο τάφος ήταν ξύλινη εξέδρα απομακρυσμένη από την ορχήστρα και το στέγος αρχαίον που στεκόταν ο χορός ήταν ράμπα ή σκαλοπάτια ενός βάθρου που ήταν ορατό από τους θεατές. Κατά μία άλλη θεωρία ο τάφος ήταν ανάμεσα στη σκηνή και στην ορχήστρα, τον πλαισίωνε ο χορός και υπήρχε χώρος για να σταθεί πλάι στο είδωλοη βασίλισσα.[6] Στην πρώιμη τραγωδία σημασία δεν είχαν οι σκηνικές λεπτομέρειες, που θα απέδιδαν πιστά τον τόπο και τον χρόνο, αλλά ο λόγος που μπορούσε να αναπλάθει τον χώρο με μακρινά και κοντινά πλάνα.Ο Αισχύλος μεταφέρει νοερά τη δράση του έργου στον τόπο όπου βρισκόταν ο τάφος του Δαρείου, αρκετά μακριά από τα Σούσα. Η εναλλαγή σκηνών που συνδέουν γεγονότα που εξελίσσονταν σε διαφορετικό τόπο και χρόνο, η κατά τον Λιγνάδη «εσωτερική όψη»[7] του έργου, διαμόρφωνε τη συνείδηση του κοινού.
Ο ποιητής χρησιμοποιεί εκφράσεις που αποδίδουν την ένταση της κίνησης: ο χορός τρέμει μπροστά στο είδωλο· ο Δαρείος πιέζεται από τον χρόνο και ζητά γρήγορη εξήγηση. Ενισχύουν τη δραματικότητα οι κοφτές ερωτήσεις του βασιλιά –αν και πνεύμα εκδηλώνει ανθρώπινα συναισθήματα– που ενδιαφέρεται για τον λαό του και ως πατέρας αγωνιά για τη ζωή του παιδιού του (έστι τις σωτηρία; στ. 735),αλλά και ο ήρεμος τρόπος με τον οποίο προφητεύει τα μελλούμενα. Το δράμα ολοκληρώνεται με την αποκάλυψη της αλήθειας στον Δαρείο·ο Ξέρξης έζευξε  με μηχανές τον ιερό Ελλήσποντο για να περάσει η στρατιά του (στ. 722). Η επανάληψη λέξεων, όπως ο ζυγός –σε ζυγό σκλαβιάς ήθελαν οι Πέρσες να δέσουν την Ελλάδα (στ. 50), σε ζυγό έδεσε ο Ξέρξης τις δύο γυναίκες στο όνειρο της Άτοσσα αλλά και έζευξε της Έλλης τον πορθμόν,  σε ζυγό ήταν δεμένη η γλώσσα των θνητών (στ. 591-594)–  δημιουργεί παρόμοιες σκηνές και συμβάλει στη συνοχή του έργου. Η προοικονομία, η ισορροπία που επιτυγχάνεται από την ίσης έκτασης αφήγηση του Αγγελιοφόρου με τον λόγο του Δαρείου, η δραματική κλιμάκωση,  το κλείσιμο του ποιήματος με τον θρήνο του χορού είναι χαρακτηριστικά της θεατρικής αρχιτεκτονικής του Αισχύλου.[8]
Ιδεολογικό υπόβαθρο
Ο ποιητής Αισχύλος είναι και διανοητής που αναπτύσσει, δια στόματος των τραγικών προσώπων –κυρίως του Δαρείου, τις πεποιθήσεις των Ελλήνων. Ο Δαρείος μιλά με γνωμικό: Πολλά κακά μπορεί να έρθουνε στους θνητούς [...] όταν τραβάει σε μάκρος η ζωή τους (στ. 706-708). Η άποψη του Δαρείου ότι ο Ξέρξης δεν ήταν σώφρων (ώστε μη φρονείν καλώς, στ. 725) αφού επιχείρησε να διαταράξει την ισορροπία της φύσης συνδέεται με τα λεγόμενα του χορού, που παρομοιάζοντας την περσική στρατιά σαν ανθρωποπλημμύρα αποφάνθηκε: ουδείς μπορεί να σταματήσει την ορμή της θάλασσας με φράγματα (στ. 87-90).
Για τον Αισχύλο η άτη ήταν το βασικό στοιχείο ερμηνείας του κόσμου· ερμήνευε τη σχέση αιτίας και αποτελέσματος. Η άτη στο α΄ χορικό (στ. 93-100) εμφανίζεται ως το σταλμένο πεπρωμένο από τους θεούς που τυφλώνει τον άνθρωπο. Στο γ΄ επεισόδιο ο Δαρείος θεωρεί την ύβρη καταστροφική για τον άνθρωπο που προκαλεί δάκρυα: ύβρις γαρ εξανθούσ’ εκάρπωσε στάχυν άτης, όθεν πάγκλαυτον εξαμά θέρος (στ. 821-823).[9]Οι Πέρσες τυφλωμένοι από την άτη ξεπέρασαν το ανθρώπινο μέτρο και τάραξαν τα στοιχεία της φύσης. Η ύβρις του Ξέρξη συνεχίστηκε με τη βεβήλωση των ιερών των Ελλήνων. Το πρώτο ανταποδοτικό χτύπημα προήρθε από το υγρό στοιχείο: στη θάλασσα της Σαλαμίνας, όπου βούλιαξαν τα περσικά πλοία (ήταν τα πλοία με τα οποία ο Ξέρξης είχε φτιάξει γέφυρα προκειμένου να περάσει τον Ελλήσποντο), και στον ποταμό Στρυμόνα όπου πνίγηκαν πολλοί Πέρσες. Το δεύτερο, όπως προφητεύει ο Δαρείος, θα γίνει στη γη των Πλαταιών(στ. 816). Ο Αισχύλος θεωρεί ότι ο θεός βοηθά τον υβριστή (αλλ’ όταν σπεύδη τις αυτός, χω θεός συνάπτεται, στ. 742-743) να ολοκληρώσει την αυτοκαταστροφική του πορεία. Την πτώση ακολουθεί η Νέμεση.
 Κατά τον Δαρείο, Ο Δίας, αμείλικτος κριτής, στέκει από πάνω, και τιμωρεί σκληρά την άμετρη έπαρση(στ. 826-827).[10]
Ο Αισχύλος χωρίς να υποβαθμίσει τους Πέρσες προβάλει με έντεχνο τρόπο τις ελληνικές αξίες, διά στόματος του Πέρση αγγελιοφόρου, που μεταφέρει την ελληνική βοήν: Ω παίδες Ελλήνων ίτε, ελευθερούτε πατρίδ’ [...]νυν υπέρ πάντων αγών (στ. 402-405) –όχι την περσική. Ο Αισχύλος στηλιτεύει την εξουσιαστική περσική αυτοκρατορία που είναι αντίθετη με τη δημοκρατία των Αθηναίων, που δεν λογιάζονται δούλοι ούτε υπήκοοι κανενός (στ. 242). Ενώ ο Δαρείος ανησυχούσε για τον πλούτο του (μη γίνει ανάρπαστος στα χέρια όπου προλάβει, στ. 751-753), πριν αποσυρθεί στον κάτω κόσμο συμβουλεύει τους φίλους του να απολαμβάνουν τη ζωή. Απαξιώνει τον πλούτο, ως τοις θανούσι πλούτος ουδέν ωφελεί (στ. 840-842)· άλλωστε, με το ίδιο απαξιωτικό ύφος για το χρήμα[11]είχε μιλήσει και η βασίλισσα: ούτε το χρήμα αξίζει δίχως τους ανθρώπους (στ. 166). Στα χωρία αποτυπώνεται η άποψη του Αισχύλου για το νόημα της ζωής και για τα εφήμερα αγαθά, όπως ο πλούτος, η εξουσία. Συμπληρώνουν τον στοχασμό του χορού στο α΄ στάσιμο: οι λαοί στο μέλλον δεν θα υποτάσσονται στη βία του ενός, δεν θα τον προσκυνάνε και θα λυθεί η γλώσσα των θνητών.
Ο Αισχύλος εσκεμμένα δεν μνημονεύει Έλληνες. Στόχος του δεν είναι η ανάδειξη της ατομικής προσπάθειας αλλά η ομαδική που ήταν αποτελεσματική και στη ναυμαχία και στη μάχη του Μαραθώνα. Συνεπικουρούν στον δίκαιο αγώνα των Ελλήνων οι θεοί (θεοί πόλιν σώζουσι Παλλάδας θεάς, στ. 347) που δεν θέλουν να κυριαρχεί στον κόσμο κάποιος βέβηλος. Την απελευθέρωση από τον ζυγό επιδιώκουν άνθρωποι και στοιχεία της φύσης· έτσι η ελευθερία νοηματοδοτείται ως αξία, ως ρυθμιστικός παράγοντας της κοσμικής τάξης. Η συμβουλή του Δαρείου είναι να μην εκστρατεύσουν ξανά οι Πέρσες ες τον Ελλήνων τόπον (στ. 790) επειδή αυτή γαρ η γη ξύμμαχος κείνοις πέλει (στ. 792).[12] 
 
Ο ρόλος του ειδώλου
Η παρουσία του ειδώλου στο γ΄ επεισόδιο είναι «δραματικό εργαλείο»[13] του Αισχύλου, που εξυπηρετεί τη σύνδεση δύο κόσμων, των ανθρώπων και των θεών, και του περσικού ένδοξου παρελθόντος με το δυσάρεστο παρόν και το δυσοίωνο μέλλον. Ο λόγος του Δαρείου έχει μεγάλη βαρύτητα αφού ήταν άκακος, ανίκητος, ισόθεος βασιλιάς, όπως τον μνημονεύει ο χορός στο γ΄ στάσιμο (στ. 855-856), και πανίσχυρος τώρα στον κάτω κόσμο αφού κατάφερε να πείσει τους θεούς (όμως δ’ εκείνοις ενδυναστεύσας εγώ, στ. 691) για την επιφάνειά του.
Η αντιπαράθεση δεν είναι ανάμεσα στους Έλληνες και τους Πέρσες αλλά ανάμεσα στην κοσμική τάξη και την ανθρώπινη αλαζονεία. Ο Δαρείος μνημονεύει ηγεμόνες που δεν προκάλεσαν στη χώρα τόση συμφορά (στ. 785-786), όπως ο Ξέρξης. Αιτιολογεί τις πράξεις του νεαρού Ξέρξη αφού ήταν θέληση του Δία η εκπλήρωση παλαιού χρησμού (στ. 739-7401) που επισπεύστηκε από την ύβρη των Περσών. Επαναφέρει τον λαό στην τάξη και τους συμβουλεύει να δείχνουν πίστη στα λόγια των θεών (στ. 801-804). Τη μεγαλειώδη εμφάνιση του Δαρείου μεγεθύνει η αξιοθρήνητη εμφάνιση του Ξέρξη στην έξοδο, που εμφανίζεται γυμνός. Ο σοφός Δαρείος αποκαλύπτει το νόημα του γεγονότος: η δικαιοσύνη του θεού Δία κυβερνά και ισορροπεί τον κόσμο.[14]
Αναφορικά με την εμφάνιση καθεαυτήν του Δαρείου, μπορεί να εποπτευθεί στο πλαίσιο της προσφιλούς δραματικής και σκηνικής τεχνικής του Αισχύλου, της τερατείας. Ένας αναστημένος βασιλιάς δεν μπορεί παρά να καθηλώνει με την παρουσία του και μόνον τον θεατή. Το τεχνικό μέσο που χρησιμοποιούσε ο Αισχύλος πιθανόν ήταν το εκκύκλημα. Ο Δαρείος δεν είναι ένα απλό δραματικό πρόσωπο, παρά ένας εκπρόσωπος του κόσμου των νεκρών. Πρόκειται για φάντασμα που καλείται στην θεατρική σκηνή για να προβεί σε πρωτάκουστες αποκαλύψεις αλλά και επιπλέον είναι ένας θνητός που παρουσιάζεται τώρα ως θεός με την υπερφυσική δύναμη των πνευμάτων του κάτω κόσμου.
 
Επίλογος
Από τους Πέρσες δεν αναδύεται ούτε περηφάνια για τη νίκη των Αθηναίων ούτε μίσος για τους Πέρσες. Ο Αισχύλος ήταν βαθιά πεπεισμένος ότι όταν διασαλευόταν η τάξη η πραγμάτωση της δικαιοσύνης ανήκε στη θεϊκή δικαιοδοσία. Ήθελε να προειδοποιήσει τους πολίτες, σε περίοδο που η Αθήνα αύξανε την ισχύ της,  για την ύβριν που οδηγεί τον άνθρωπο στην καταστροφή, όπως οδήγησε τον Ξέρξη.[15]




[1]. LeskyΑ., 1987, σ. 151.

[2]. Lesky A., 2015, σσ. 344, 345, 348.

[3]. LeskyΑ., 1987, σ. 151.

[4].   LeskyΑ., ό.π., σ. 142.

[5]. Lesky Α., 1987, σ. 145· Ανδριανού Ε., 2001, σ. 53· Toblin, 1977, σ. 115.

[6]. Lesky Α., ό.π., σ. 149·Taplin O., ό.π., σ. 118

[7]. Βλ. Ανδριανού Ε., 2001, σ. 53.

[8].Murrey G., 1989, σ. 107· Ανδριανού Ε., 2001, σσ. 52- 53· Lesky Α., 1997, σσ. 146-47.

[9].Lesky Α., 2015, σσ. 350-1· Ανδριανού Ε., 2001, σ. 52.

[10].LeskyA., 2015, σσ. 350-51· Ανδριανού Ε., 2001, σσ. 52, 55· LeskyA., 1987,σ. 146.

[11]. Τα χρήματα για τους Έλληνες ήταν «πράγματα προς χρήσιν». Για τους Πέρσες «ήταν αυταπόδεικτη αξία και ουσία της κρατικής υπόστασής τους». Βλ. Ανδριανού Ε., ό.π., σ. 52.

[12]. LeskyA., 2015, σ. 343· MurreyG., 1989, σ. 112.

[13]. Ανδριανού E., 2001, σ. 61.

[14].Lesky A, 1987, σ. 146· Toblin O., 1977, σ. 115· Lesky A., 2015, σ. 345·Ανδριανού E., ό.π., σ. 54.

[15].Lesky, 2015, σ. 345· Ανδριανού Ε., 2001, σ. 55.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου