..................
-Άφησε τώρα τη χριστιανική
ηθική… μην τα πάρω όλα και τα πετάξω απ’ το παράθυρο.
Η Πεντάμορφη
μαζευόταν. Η καρδιά της άρχιζε να χτυπά… τα πόδια της να τρέμουν. Για τον Αντρέα
τα σπασίματα και τα πετάγματα ήταν πολύ εύκολα πράγματα. Τον φοβόταν. Κι άλλες
φορές το ’χε ξανακάνει.
….
Ξημέρωναν Χριστούγεννα.
Ολοφώτιστος ο
κόσμος και χαρούμενος. Η Πεντάμορφη, θα ’κανε τις γιορτές μόνη, επειδή θα ’φευγε
το πρωί ο Αντρέας σε μακρινή εκδρομή για οκτώ ημέρες. Ήτανε νύκτα της παραμονής.
Είχε βγει να ψωνίσει το φαγητό
της για τις δυο γιορτάσιμες ημέρες, που τα μαγαζιά θα ήσαν κλειστά. Κρατούσε το
δίχτυ, πήγαινε και συλλογιζόταν. Στους δρόμους τραγουδούσαν τα παιδιά τα κάλαντα,
μ’ αυτή πήγαινε από τα σκοτάδια, γιατί έκλαιγε και δεν ήθελε να κινήσει την
προσοχή.
Στους τοίχους διάβαζε τις ρεκλάμες:
Με την ευκαιρία της εβδομάδας του παιδιού, θα δοθεί σ’ όλους τους κινηματογράφους,
το παιδικό αριστούργημα, η «Μέλισσα Μάγια». Η ρεκλάμα έδωσε σκοπό στη συγκίνησή
της.
Πριν έκλαιγε χωρίς να ξέρει το γιατί,
για αόριστες αιτίες.
Τώρα έκλαιγε γιατί δεν ήτανε πια
παιδί.
Γιατί ήτανε μόνη. Γιατί δεν την
αγαπούσαν.
Γιατί οι θείοι της που σαν τέτοιες
ημέρες συζητούσαν από μήνες πριν τα δώρα της, ουσιαστικά είχαν πια σβήσει.
Έκλαιγε γιατί η «Μέλισσα Μάγια» είχε
ξαναζωντανέψει πίσω στη μνήμη της ολόκληρη εποχή. Της το ’χαρίσει αυτό το παραμύθι
ο θείος Γεράσιμος. Ήταν ένα χρυσοδεμένο βιβλίο γεμάτο πολύχρωμες φανταχτερές εικόνες…
……………….
- Παραπάλιωσε, θειά Λένη, της έλεγα.
Το βαρέθηκα… Δεν το θέλω πια.
- ΄Αϊ, τότε, βάλε το στο πανέρι,
να το κάνουμε κουρέλια…
Οι άνθρωποι έτσι είμαστε, έλεγε η Πεντάμορφη. Άλλοι
σκολιανοί, άλλοι πρόχειροι, εγώ…
πάρε με θεία Λένη, όπως είμαι, και πέταξέ με στο πανέρι με τα κουρέλια σου…
«Λούμπεν» (1978), της Έλλης Αλεξίου.