Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2013

TO ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΟ ΔΩΡΟ ΤΟΥ ΟΘΩΝΑ ΣΤΗΝ ΑΜΑΛΙΑ

Την Πρωτοχρονιά του 1860 ο Όθων απένειμε στην Αμαλία το ανώτατο παράσημο, τον Μεγαλόσταυρο του Σωτήρος.


Η πράξη αυτή καθαυτή δεν είχε τίποτα το μεμπτό. Διότι από τότε ίσχυε στην Ελλάδα το έθιμο που ακολουθείται και σήμερα από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ν’ απονέμονται παράσημα την Πρωτοχρονιά.
Τότε ο Όθων δίστασε προς στιγμή, επειδή ποτέ προηγουμένως δεν είχε δοθεί παράσημο σε γυναίκα στην Ελλάδα. Συμβουλεύτηκε τον υπουργό των Εσωτερικών, μελέτησαν σχολαστικά το Σύνταγμα και διαπίστωσαν ότι δεν υπάρχει κώλυμα, η Αμαλία μάλιστα είχε διακριθεί κάθε φορά που άσκησε την αντιβασιλεία.
Η Αμαλία φόρεσε τον αδαμαντοκόλλητο Μεγαλόσταυρο με ιδιαίτερη υπερηφάνεια. Ακαριαίως σχεδόν οι κακές γλώσσες διακήρυξαν ότι ο Όθων της απένειμε το παράσημο για να την παρηγορήσει διότι τόσα χρόνια δεν του είχε δώσει διάδοχο…

«Αμαλία και Όθων» του Αλέξανδρου Λ. Ζαούση.





Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2013

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ... ΛΟΥΜΠΕΝ

..................
-Άφησε τώρα τη χριστιανική ηθική… μην τα πάρω όλα και τα πετάξω απ’ το παράθυρο.
Η Πεντάμορφη μαζευόταν. Η καρδιά της άρχιζε να χτυπά… τα πόδια της να τρέμουν. Για τον Αντρέα τα σπασίματα και τα πετάγματα ήταν πολύ εύκολα πράγματα. Τον φοβόταν. Κι άλλες φορές το ’χε ξανακάνει.
….
Ξημέρωναν Χριστούγεννα. 
Ολοφώτιστος ο κόσμος και χαρούμενος. Η Πεντάμορφη, θα ’κανε τις γιορτές μόνη, επειδή θα ’φευγε το πρωί ο Αντρέας σε μακρινή εκδρομή για οκτώ ημέρες. Ήτανε νύκτα της παραμονής.
Είχε βγει να ψωνίσει το φαγητό της για τις δυο γιορτάσιμες ημέρες, που τα μαγαζιά θα ήσαν κλειστά. Κρατούσε το δίχτυ, πήγαινε και συλλογιζόταν. Στους δρόμους τραγουδούσαν τα παιδιά τα κάλαντα, μ’ αυτή πήγαινε από τα σκοτάδια, γιατί έκλαιγε και δεν ήθελε να κινήσει την προσοχή.
Στους τοίχους διάβαζε τις ρεκλάμες: Με την ευκαιρία της εβδομάδας του παιδιού, θα δοθεί σ’ όλους τους κινηματογράφους, το παιδικό αριστούργημα, η «Μέλισσα Μάγια». Η ρεκλάμα έδωσε σκοπό στη συγκίνησή της.
Πριν έκλαιγε χωρίς να ξέρει το γιατί, για αόριστες αιτίες.
Τώρα έκλαιγε γιατί δεν ήτανε πια παιδί.
Γιατί ήτανε μόνη. Γιατί δεν την αγαπούσαν.
Γιατί οι θείοι της που σαν τέτοιες ημέρες συζητούσαν από μήνες πριν τα δώρα της, ουσιαστικά είχαν πια σβήσει.
Έκλαιγε γιατί η «Μέλισσα Μάγια» είχε ξαναζωντανέψει πίσω στη μνήμη της ολόκληρη εποχή. Της το ’χαρίσει αυτό το παραμύθι ο θείος Γεράσιμος. Ήταν ένα χρυσοδεμένο βιβλίο γεμάτο πολύχρωμες φανταχτερές εικόνες…
……………….
- Παραπάλιωσε, θειά Λένη, της έλεγα. Το βαρέθηκα… Δεν το θέλω πια.
- ΄Αϊ, τότε, βάλε το στο πανέρι, να το κάνουμε κουρέλια…
    Οι άνθρωποι έτσι είμαστε, έλεγε η Πεντάμορφη. Άλλοι σκολιανοί, άλλοι πρόχειροι, εγώ… πάρε με θεία Λένη, όπως είμαι, και πέταξέ με στο πανέρι με τα κουρέλια σου…

«Λούμπεν» (1978), της Έλλης Αλεξίου.







Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2013

TA ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΖΟΡΜΠΑ


……..Κι ο Ζορμπάς θα ’νιωθε την ίδια γλυκά ταραχή, γιατί μόλις μπήκαμε, χύθηκε κι έσφιξε στην αγκαλιά του τη σημαιοστόλιστη γριά μας τη χιλιαντρούσα. [μαντάμ Ορτάνς]
-Χριστός γεννιέται! φώναξε· χαίρε, γυναικείο φύλο!
Στρωθήκαμε στο τραπέζι, ριχτήκαμε στα φαγιά, ήπιαμε κρασί, χάρηκε η κοιλιά, κουνήθηκε η καρδιά μας. Πήρε πάλι φωτιά ο Ζορμπάς.
-Τρώε και πίνε, μου φώναζε κάθε τόσο, τρώε και πίνε, αφεντικο, σπάσε κέφι, τραγούδησε και συ, μωρέ παιδί, σαν τους τσοπαναραίους: «Δόξα εν υψίστοις!». Γεννήθηκε ο Χριστός, δεν είναι παίξε γέλασε· σύρε τον αμανέ να σε ακούσει ο Θεός, ν’ αναγαλλιάσει κι αυτός ο κακομοίρης· φτάνει τα φαρμάκι που τον ποτίζουμε!
Είχε έρθει στο κέφι, πήρε φόρα.
-Γεννήθηκε ο Χριστός, σοφέ Σολομών, καλαμαρά μου! Μην ψιλοκοσκινίζεις: γεννήθηκε, δε γεννήθηκε; Μωρέ, γεννήθηκε, μην