……..Κι ο Ζορμπάς θα ’νιωθε την
ίδια γλυκά ταραχή, γιατί μόλις μπήκαμε, χύθηκε κι έσφιξε στην αγκαλιά του τη
σημαιοστόλιστη γριά μας τη χιλιαντρούσα. [μαντάμ Ορτάνς]
-Χριστός γεννιέται! φώναξε·
χαίρε, γυναικείο φύλο!
Στρωθήκαμε στο τραπέζι, ριχτήκαμε
στα φαγιά, ήπιαμε κρασί, χάρηκε η κοιλιά, κουνήθηκε η καρδιά μας. Πήρε πάλι
φωτιά ο Ζορμπάς.
-Τρώε και πίνε, μου φώναζε κάθε
τόσο, τρώε και πίνε, αφεντικο, σπάσε κέφι, τραγούδησε και συ, μωρέ παιδί, σαν
τους τσοπαναραίους: «Δόξα εν υψίστοις!». Γεννήθηκε ο Χριστός, δεν είναι παίξε γέλασε· σύρε
τον αμανέ να σε ακούσει ο Θεός, ν’ αναγαλλιάσει κι αυτός ο κακομοίρης· φτάνει
τα φαρμάκι που τον ποτίζουμε!
Είχε έρθει στο κέφι, πήρε φόρα.
-Γεννήθηκε ο Χριστός, σοφέ
Σολομών, καλαμαρά μου! Μην ψιλοκοσκινίζεις: γεννήθηκε, δε γεννήθηκε; Μωρέ,
γεννήθηκε, μην
είσαι κουτός! Αν πιάσεις φακό να δεις το νερό που πίνουμε, μου ’πε μια μέρα ένας μηχανικός, θα βρεις, λέει, πως το νερό είναι γεμάτο σκουλήκια, μικρά μικρά, που δεν φαίνουνται στο μάτι. θα δει ςτα σκουλήκια και δεν θα πιείς. Δεν θα πιείς και θα πεθάνεις της δίψας. Σπάσε το φακό, αφεντικό, σπάσε τον, τον άτιμου, ν’ αφανιστούν ευτύς τα σκουλήκια, να πεις νερό να δροσερέψεις!
είσαι κουτός! Αν πιάσεις φακό να δεις το νερό που πίνουμε, μου ’πε μια μέρα ένας μηχανικός, θα βρεις, λέει, πως το νερό είναι γεμάτο σκουλήκια, μικρά μικρά, που δεν φαίνουνται στο μάτι. θα δει ςτα σκουλήκια και δεν θα πιείς. Δεν θα πιείς και θα πεθάνεις της δίψας. Σπάσε το φακό, αφεντικό, σπάσε τον, τον άτιμου, ν’ αφανιστούν ευτύς τα σκουλήκια, να πεις νερό να δροσερέψεις!
………..
Θα ’ταν κοντά ξημερώματα, όταν
έφυγα μόνος από τη ζεστή καμαρούλα κι έπαιρνα το δρόμο του γυρισμού. Το χωριό
είχε καλοφάει, καλοπιεί, και τώρα κοιμόταν με κλειστά πορτοπαράθυρα κάτω από τα
χοντρά χειμωνιάτικα άστρα.
Έκανε κρύο, η θάλασσα μούγκριζε,
το άστρο της Αφροδίτης κρεμάστηκε κατά την ανατολή φιλάρεσκο, όλο χορό και
παιχνίδι. Πήγαινα γιαλό γιαλό, έπαιζα με τα κύματα, χιμούσαν να με βρέξουν,
ξέφευγα, ήμουν ευτυχής, έλεγα: «Ετούτη είναι η αληθινή ευτυχία· να μην έχεις
καμιά φιλοδοξία και να δουλεύεις σκυλίσια, σαν να ’χες όλες τις φιλοδοξίες· να
ζεις μακριά από τους ανθρώπους και να τους αγαπάς και να μην τους έχεις ανάγκη.
Να ’ναι Χριστούγεννα, να φας, να
πιείς καλά, κι ύστερα να ξεφύγεις μόνος απ’ όλα τα δολώματα, και να ’ναι τ’
άστρα από πάνω σου, ζερβά η γης, δεξά η θάλασσα, και να νογάς ξαφνικά πως μέσα
στην καρδιά σου η ζωή τέλεψε και το στερνό της τον άθλο κι έγινε παραμύθι».
…………..
Παραμονή της αρχιχρονιάς. Βουερό τσούρμο
χωριατόπουλα, μ’ ένα μεγάλο χάρτινο καράβι, ξέπεσε κι ως την παράγκα μας κι άρχισε
με ψιλές χαρούμενες φωνές τα κάλαντα. Κίνησε ο Άι-Βασίλης από την Καισάρεια, λόγιος
κι αυτός, με χαρτί και καλαμάρι, κι έφτασε στο λουλακί ετούτο κρητικό ακρογιάλι
να πλέξει το εγκώμιο του Ζορμπά, εμένα και της ανύπαρχτης «αρχόντισσας κυρίας».
Άκουγα, άκουγα, δεν μιλούσα. Ένιωθα να μαδάει πάλι ένα φύλλο, ένας χρόνος, από
την καρδιά μου.
-Τι έπαθες, αφεντικό; ρώτησε ο
Ζορμπάς, που τραγουδούσε με τους πιτσιρίκους και χτυπούσε το νταούλι· τι έπαθες,
μωρέ παιδί μου; Εσύ χλόμιασες, γέρασες, αφεντικό. Εγώ σαν απόψε γίνουμαι πάλι
μικρό παιδί· ξαναγεννιέμαι σαν το Χριστό. Πως γεννιέται αυτός κάθε χρόνο; Έτσι
κι εγώ.
…………….
Ξημέρωσε.
- Καλημέρα, αφεντικό, χρόνια πολλά!
Η φωνή του Ζορμπά με ξανάριξε απότομα
στη γης. Άνοιξα τα μάτια και πρόφτασα τον Ζορμπά να σφεντονίζει στο κατώφλι της
παράγκας ένα μεγάλο ρόδι. Τα δροσερά ρουμπίνια τινάχτηκαν ως το κρεβάτι μου, μάζεψα
μερικά, τα ’φαγα, δροσίστηκε ο λαιμός μου.
- Καλά κέρδητα, αφεντικό, καλή καρδιά, καλές κοπέλες
να μας κλέψουνε! φώναξε ο Ζορμπάς όλο κέφι.
Πλύθηκε, ξουρίστηκε, έβαλε τα καλά
του –πανταλόνι από πράσινη τσόχα, γκρίζο σακάκι από σαμαροσκούτι κι ένα κοντογούνι
από μεσομαδημένη προβιά κατσίκας· έβαλε το ρούσικο σκούφο του από αστρακάν, έστριψε
το μουστάκι.
- Αφεντικό, είπε, εγώ θα πάω να
παρουσιαστώ στην εκκλησία, αντιπρόσωπος της Εταιρείας.
……. Κούρνιασα σ’ ένα βράχο ν’ αφομοιώσω
ήσυχα τον πρωτοχρονιάτικο ετούτον στοχασμό. Α! να μπορούσα, έλεγα, τον καινούριο ετούτον χρόνο,
να ρύθμιζα έτσι, χωρίς υστερικές ανυπομονησίες, τη ζωή μου!
Η μικρή ετούτη πεταλουδίτσα, που
σκότωσα γιατί παραβιάστηκα να την αναστήσω, ας ήταν να πετούσε πάντα μπροστά
μου και να μου δείχνει τον δρόμο! Κι έτσι μια πεταλούδα, που πρόωρα πέθανε, να
βοηθήσει μιαν αδερφή της, μιαν ανθρώπινη ψυχή, να μη βιάζεται και να προφτάσει
να ξετυλίξει με αργό ρυθμό τις φτερούγες!
(Ο Παύλος Σιδηρόπουλος ήταν δισέγγονος του (Αλέξη) Γιώργου Ζορμπά).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου