Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2013

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ 1967


Δεν μ’ απέλυσαν ως τις 7 το βράδυ της επομένης, παραμονής Χριστουγέννων. Από την ώρα που άκουσα τα νέα μέχρι ν’ απολυθώ, υπέφερα περισσότερο από ποτέ άλλοτε. 
Οι ώρες έμοιαζαν με αιωνιότητα. Καθώς περνούσαν οι ώρες, η αμφιβολία μου μεγάλωνε. Έβλεπα τώρα την απαίσια ασκήμια του Αβέρωφ σ’ όλο της το μέγεθος, γιατί τώρα πια δεν χρειάζονταν να το αποκρύψω από τον εαυτό μου. Δεν χρειαζόταν πια να ελέγχω τα συναισθήματά μου, να υποβληθώ στην αυστηρή αυτοπειθάρχηση που θα απαιτούσε η μακροχρόνια φυλάκιση που πίστευα πως με περίμενε. Η φρουρά μου, η χωροφυλακή, όλοι άλλαξαν εντελώς. Προσπάθησαν να μου φέρονται ευχάριστα.
………………………
Την Κυριακή, παραμονή των Χριστουγέννων, μ’ επισκέφθηκε πάλι η Μαργαρίτα. Είχε αρχίσει ν’ ανησυχεί. Γιατί αργούσαν τόσο πολύ; Γιατί δεν έφθασε η Εφημερίδα της Κυβέρνησης; Συνέβη τίποτε;
Είχε κιόλας σκοτεινιάσει. Από το παράθυρο του κελιού μπορούσα να δω πολλά γνωστά πρόσωπα που μαζεύθηκαν στο απέναντι πεζοδρόμιο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας περιμένοντας την απόλυσή μου.
……………………
Αρκετοί φίλοι περίμεναν μπροστά στο σπίτι και δυο χωροφύλακες βημάτιζαν πάνω κάτω για να εξασφαλίσουν το αδιατάρακτο της «δημόσιας τάξης». Ο Γιώργος βγήκε από το σπίτι. Τον αγκάλιασα και περπατήσαμε μαζί τα σκαλιά ως την πόρτα. Η Μαργαρίτα, τα παιδιά και πολλοί φίλοι ήσαν εκεί για να με υποδεχθούν.
Την άλλη μέρα τα Χριστούγεννα κι ήταν για όλους μας μια χαρούμενη μέρα. Αλλά γρήγορα, γρηγορότερα απ’ ότι περίμενα, άρχισα να νιώθω το βάρος της δικτατορίας. Βέβαια, είχα ελευθερωθεί δεν ήμουν πια στον Αβέρωφ. Κι όμως όλοι μας, η Ελλάδα, κι εγώ σαν κομμάτι της, είμασταν σκλαβωμένοι. Το σπίτι μου δεν ήταν γεμάτο από πολιτικούς φίλους. Το τηλέφωνο δεν κτυπούσε. Κι ένας μοναχικός χωροφύλακας περπατούσε πάνω κάτω στο δρόμο μπροστά στο σπίτι μου.
… Τη βραδιά των Χριστουγέννων πήγαμε στο Καστρί για να φάμε με τον πατέρα μου. Ήταν μια στιγμή που λαχταρούσα για πολύν καιρό. Τώρα που πλησίαζα δείλιασα. Φοβόμουν πως δεν θ’ άντεχε ο πατέρας μου τη συγκίνηση της συνάντησής μας μετά από τόσον καιρό.
Αντίθετα, ήταν εξαιρετικά ευτυχής. Δεν τον θυμούμαι ποτέ τόσο ανακουφισμένο και τόσο ήρεμο, όσο εκείνη τη βραδιά. Είμαστε πάλι μαζί. Ελεύθεροι, σε περιορισμένη βέβαια σημασία, να ιδωθούμε, να μιλήσουμε, να πιούμε μαζί ένα ποτήρι κρασί………


«Η δημοκρατία στο απόσπασμα», (Νοέμβρης 1974), του Ανδρέα Παπανδρέου.

Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2013

ΟΛΥΜΠΙΑΚΑ... ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ


Από νωρίς διάφορα σωματεία με κοινωνικό χαρακτήρα απευθύνονταν στον Ολυμπιακό  ζητώντας ποικιλόμορφη ενίσχυση των δραστηριοτήτων τους




Όπως το Ορφανοτροφείο Ελένης Ζάννη του Πειραιά, που ιδρύθηκε το 1874. (Το 1875 η Ελένη Νικήτα Ζάννη ή Τζάννη με τη διαθήκη της άφησε την περιουσία της στο ίδρυμα).







20 Δεκεμβρίου 1932

Αι κατ’ εξοχήν χαλεπαί ημέραι τα οποίας πάντες διερχόμενθα, καθιστούν λίαν δυσχερή την θέσιν ημών απευθυνομένων και πάλιν προς υμάς εις τα παραμονάς των τόσω χαρμοσύνων αγίων Εορτών των Χριστουγέννων, δια να επικαλεσθώμεν την υμετέραν αντίληψιν δια την ενίσχυσιν του Φιλανθρωπικού Ιδρύματος το οποίον έχωμεν την τιμήν να διοικώμεν.
Το υποκειμενικόν όμως τούτο αίσθημα της δυσχερείας της θέσεώς μας, υπερνικά η αδήρητος ανάγκη εις ην ευρισκόμεθα να καταστήσωμε όσον το δυνατόν ολιγώτερον οδυνηράν την χαλεπότητα των καιρών εις τα ατυχή 165 ορφανά τα στεγαζόμενα εις το Ίδρυμά μας, του οποίου πολλοί πόροι έχουν περικοπή ακριβώς λόγω των σημερινών δυσμενών οικονομικών συνθηκών.
Δι ό και με ιδιαιτέραν όλως θέρμην απευθυνόμεθα εφέτος προς υμάς δια να σας παρακαλέσωμεν όπως συντελέσητε και υμείς εις το να χαρισθή εις τας τρυφεράς καρδίας των ορφανών μας η χαρά της απολαύσεως ενίων αγαθών, της ανέτου οικογενειακής ζωής κατά τας επερχομένας, και επί τη ελπίδι ταύτη.
 
Από το βιβλίο «Η ομάδα και η πόλη» του Βάσια Τσοκόπουλου

Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2013

TO ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΟ ΔΩΡΟ ΤΟΥ ΟΘΩΝΑ ΣΤΗΝ ΑΜΑΛΙΑ

Την Πρωτοχρονιά του 1860 ο Όθων απένειμε στην Αμαλία το ανώτατο παράσημο, τον Μεγαλόσταυρο του Σωτήρος.


Η πράξη αυτή καθαυτή δεν είχε τίποτα το μεμπτό. Διότι από τότε ίσχυε στην Ελλάδα το έθιμο που ακολουθείται και σήμερα από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ν’ απονέμονται παράσημα την Πρωτοχρονιά.
Τότε ο Όθων δίστασε προς στιγμή, επειδή ποτέ προηγουμένως δεν είχε δοθεί παράσημο σε γυναίκα στην Ελλάδα. Συμβουλεύτηκε τον υπουργό των Εσωτερικών, μελέτησαν σχολαστικά το Σύνταγμα και διαπίστωσαν ότι δεν υπάρχει κώλυμα, η Αμαλία μάλιστα είχε διακριθεί κάθε φορά που άσκησε την αντιβασιλεία.
Η Αμαλία φόρεσε τον αδαμαντοκόλλητο Μεγαλόσταυρο με ιδιαίτερη υπερηφάνεια. Ακαριαίως σχεδόν οι κακές γλώσσες διακήρυξαν ότι ο Όθων της απένειμε το παράσημο για να την παρηγορήσει διότι τόσα χρόνια δεν του είχε δώσει διάδοχο…

«Αμαλία και Όθων» του Αλέξανδρου Λ. Ζαούση.