Ο Παρθένης (1878-1967) σπούδασε ζωγραφική στη Βιέννη και ήταν ο
πρωτοπόρος έλληνας καλλιτέχνης που κάλυψε τη μεγάλη γκάμα καλλιτεχνικών
νεωτεριστικών τάσεων του 19ου και 20ού αιώνα (Ιμπρεσιονισμό, Συμβολισμό, Κυβισμό).
Μεγάλο γυμνό (1920-1925) |
Η τάση (προερχόμενη και επιβεβλημένη από τους Βαυαρούς
καθηγητές) της Σχολής των Καλών Τεχνών της Αθήνας (ιδρύθηκε το 1836) ήταν ο Ακαδημαϊσμός (υπακοή
στους κανόνες ζωγραφικής, παραδοσιακή ηθογραφία). Έτσι, ο ανατρεπτικός Παρθένης
δεν έγινε δεκτός ως καθηγητής στη Σχολή το 1923 (κυβέρνηση Πλαστήρα-Γονατά) με τη δικαιολογία ότι ήταν
οπαδός του Φουτουρισμού: «… ελευθεριάζουσιν υπό όλως νεωτεριστικήν αντίληψιν μη
συνάδουσαν απολύτως προς τα ακαδημαϊκάς παραδόσεις».
Η μεσολάβηση του Ελευθέριου Βενιζέλου -υποστηρικτής της
νεωτερικής τέχνης και κατά του Ακαδημαϊσμού- και η προσωπική φιλία του Παρθένη
με τον δημοκράτη Αλέξανδρο Παπαναστασίου, διευκόλυναν το διορισμό του ζωγράφου
στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας το 1929. Ο Παρθένης -καθώς πλήθος μαθητών συνέρρεε στο εργαστήριό του (στην Καλλιθέα) και εκδήλωνε έντονο
ενδιαφέρον για τον Delacroix,
Cezanne, κ.ά,- δέχτηκε
πόλεμο από τους συντηρητικούς καθηγητές, οι οποίοι ανησυχούσαν όχι μόνον για
την ανατροπή του status quo της Σχολής αλλά και για το ενδεχόμενο να αλλάξουν οι
καλλιτεχνικές προτιμήσεις τού αγοραστικού κοινού -των αστών- και να χάσουν οι
καθηγητές το μονοπώλιο στην αγορά Τέχνης. Ο Παρθένης παραιτήθηκε από τη Σχολή
το 1947.
Ευαγγελισμός (1910-11) |