Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014

Η ΒΑΥΑΡΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟ 1833-1843


Στην Ελλάδα, μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια το 1831, οι πολεμικές συγκρούσεις ανάμεσα στις ισχυρές τοπικές ομάδες (προύχοντες, οπλαρχηγοί, μεγαλοκτηματίες, καραβοκύρηδες) που διεκδικούσαν μερίδιο στην εξουσία απειλούσαν την ανεξαρτησία της χώρας. Οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις –Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία– εκτιμώντας ότι η αναρχία που επικρατούσε στην Ελλάδα απειλούσε και  την ειρήνη των ευρωπαϊκών κρατών παρέδωσαν την εξουσία του Βασιλείου της Ελλάδας στον Όθωνα (γιο του Λουδοβίκου, βασιλιά της Βαυαρίας), και τον προικοδότησαν με νέο δάνειο ύψους 60.000.0000 χρυσών φράγκων.[1]

Στην πρώτη ενότητα θα παρουσιάσουμε το θεσμικό έργο των Βαυαρών κατά την περίοδο 1833-1843 προκειμένου το σχετικά νεότευκτο κράτος να «εξευρωπαϊστεί».
Στη δεύτερη ενότητα θα ασχοληθούμε με την πολιτική με την οποία η κυβέρνηση επιχείρησε να εφαρμόσει το έργο της.
Στην τρίτη ενότητα θα αναφέρουμε κάποιες από τις αντιδράσεις των Ελλήνων που προκλήθηκαν από την εφαρμογή της βαυαρικής πολιτικής.
.
Το θεσμικό έργο της βαυαρικής κυβέρνησης
 Ο Όθωνας ήρθε στο Ναύπλιο (πρωτεύουσα της Ελλάδας) τoν  Ιανουάριο του 1833 με συνοδεία βαυαρών συμβούλων. Μεταξύ αυτών οι τρεις Αντιβασιλείς, οι οποίοι θα ασκούσαν εξουσία μέχρι την ενηλικίωση του βασιλιά. Το σχήμα της κυβέρνησης ήταν ολιγομελές ώστε να συγκροτηθεί ισχυρή κεντρική διοίκηση. Την περίοδο της Αντιβασιλείας στην κορυφή της ιεραρχίας ήταν: ο Άρμανσμπεργκ που ανέλαβε τα δημοσιονομικά, ο Μάουερ τη νομοθετική εξουσία και τη σύνταξη ποινικού δικαίου και ο Εύντεκ τον τομέα των ενόπλων δυνάμεων. Ενώ ο Όθωνας από τον Ιούνιο του 1835 κυβέρνησε ως μονάρχης. Στη δεύτερη βαθμίδα της ιεραρχίας ήταν οι επτά διορισμένοι γραμματείς της Επικράτειας (Υπουργικό Συμβούλιο).[2]
Ένα από τα πρώτα θεσμικά μέτρα της βαυαρικής κυβέρνησης ήταν η συγκρότηση ξένου τακτικού μισθοφορικού στρατού (η πλειονότητα ήταν Βαυαροί). Tο νεοϊδρυθέν σώμα της Χωροφυλακής ενίσχυε το καθήκον του στρατού, που ήταν ο τερματισμός των εμφύλιων συγκρούσεων, η τήρηση της έννομης τάξης αλλά και η επιβολή των θεσμών. Εν τω μεταξύ με διάταγμα ο ελληνικός άτακτος στρατός είχε διαλυθεί. Οι Αγωνιστές κάτω των 30 ετών, είχαν δικαίωμα κατάταξης στο στρατό  και στη χωροφυλακή ενώ οι μεγαλύτεροι σε ηλικία ενσωματώθηκαν «τιμής ένεκεν» στη Φάλαγγα χωρίς όμως να ασκούν εξουσία καθώς τη διοίκηση του πεζικού και του ναυτικού ανέλαβαν βαυαροί αξιωματικοί.[3]
Στο πλαίσιο της ενοποίησης της Επικράτειας αλλά και της αλλαγής συσχετισμών των τοπικών φέουδων, προκειμένου να υποχωρήσει ο τοπικισμός, η διοικητική διάρθρωση της χώρας μεταβλήθηκε: 10 νομαρχίες με επιμέρους 47 επαρχίες και αρκετούς δήμους. Η περιφερειακή διοίκηση δεν ήταν αυτοδιοικούμενη αφού οι αξιωματούχοι αφενός είχαν περιορισμένες αρμοδιότητες και αφετέρου ελέγχονταν από την κεντρική εξουσία, που από το 1834 έδρευε στη νέα πρωτεύουσα του κράτους, την Αθήνα. Ωστόσο, παρ’ όλους τους περιορισμούς, οι τοπικοί ηγεμονίσκοι ενδιαφέρονταν για τα αξιώματα της διοίκησης, αφού κατ’ αυτόν τον τρόπο αυξανόταν η επιρροή τους στους πολίτες.[4]
Βάσει του διαχωρισμού της Επικράτειας διαμορφώθηκε και το δίκτυο των δικαστηρίων. Ιδρύθηκαν δέκα Πρωτοδικεία, ένα σε κάθε νομό ώστε να εκδικάζουν άμεσα τα τοπικά αδικήματα (π.χ. ληστεία). Συγχρόνως ιδρύθηκαν ένα Εμποροδικείο, δύο Εφετεία, Ειρηνοδικεία και δύο σωφρονιστικά καταστήματα. Ενώ ως ανώτατο δικαστήριο ορίστηκε ο Άρειος Πάγος. Ως  ανωτάτη δικαστική και συμβουλευτική Αρχή ορίστηκε το Συμβούλιο της Επικρατείας που ιδρύθηκε το 1832, και παρόλο που είχε στελεχωθεί με «άνδρας εξόχους»[5], διορισμένους από τον μονάρχη, παρέμεινε ανενεργό έως την Επανάσταση του 1843. Με την ίδρυση  των δικαστηρίων καταργήθηκαν τα "λαϊκά", στα οποία επί οθωμανικής κυριαρχίας οι ορθόδοξοι επίσκοποι είχαν αναλάβει το ρόλο του δικαστή.[6]
Η κυβέρνηση επιδιώκοντας τη διοικητική (αλλά όχι πνευματική) αποδέσμευση της εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης αλλά και από την αυτοκέφαλη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, ανακήρυξε την Εκκλησία της Ελλάδας σε αυτοκέφαλη. Με το διορισμό των μελών της Ιεράς Συνόδου από τον βασιλιά, την κατάργηση αρκετών μονών, την κρατικοποίηση μεγάλου μέρους της εκκλησιαστικής περιουσίας, επιτεύχθηκε η εκκοσμίκευση του κράτους, η οποία ήταν χαρακτηριστικό των φιλελεύθερων δυτικών κρατών.[7]
Στον τομέα της εκπαίδευσης -σχεδόν ανύπαρκτος- καθιερώθηκε το σύστημα της δημόσιας τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, το οποίο, επίσης, βασίστηκε στη διοικητική διαίρεση της χώρας. Κάθε δήμος ένα δημοτικό σχολείο κάθε επαρχία ένα ελληνικό και κάθε νομός ένα γυμνάσιο. Επιπλέον, ιδρύθηκε Διδασκαλείο, ώστε να εκπαιδεύει δασκάλους. Η κορωνίδα της εκπαίδευσης ήταν το Πανεπιστήμιο Αθηνών (1837) -το πρώτο που ιδρύθηκε στα Βαλκάνια και στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολής- που είχε ως στόχο την εκπαίδευση Ελλήνων, προκειμένου στο μέλλον να διεκδικήσουν τις δημόσιες θέσεις, τις οποίες, εκ των πραγμάτων, κατείχαν βαυαροί αλλά και ετερόχθονες μορφωμένοι.[8]
Ένας από τους φιλόδοξους στόχους της κυβέρνησης ήταν η ανασυγκρότηση της οικονομίας και καθώς το 79% του ελληνικού πληθυσμού ήταν αγρότες, το ενδιαφέρον στράφηκε στην αγροτική ανάπτυξη. Το σχέδιο του Όθωνα (όπως και του Καποδίστρια) ήταν η διανομή των εθνικών γαιών. Άλλωστε, η ίδρυση της  Εθνικής Τράπεζας το 1841, είχε σκοπό την ενίσχυση μέσω της χρηματοδότησης με ευνοϊκούς όρους (χαμηλό επιτόκιο) των μικροκαλλιεργητών αλλά και των μικροεπαγγελματιών. Η αγροτική μεταρρύθμιση, όμως, δεν ολοκληρώθηκε αφού οι εθνικές γαίες ήταν η εγγύηση των Δανείων (1824, 1825 και 1833).[9]
Στο πολιτικό πεδίο -παράλληλα, αλλά όχι ανεξάρτητα, με τους βαυαρικούς θεσμούς- εξελίσσονταν τα κόμματα (κοινωνικά δίκτυα που είχαν αναπτυχθεί γύρω από ισχυρές οικογένειες) τα οποία υποστηρίζονταν από μια ξένη Δύναμη, δίνοντάς της, μάλιστα, την ευκαιρία να παρεμβαίνει στην εσωτερική αλλά και εξωτερική πολιτική της χώρας. Τα ονόματα των κομμάτων -αγγλικό, γαλλικό, ρωσικό- δηλώνουν όχι μόνο τη σχέση τους με ξένο κράτος αλλά και την έλλειψη ιδεολογικού προσανατολισμού. Σταδιακά ο ρόλος τους ενισχύθηκε και ήταν ένας από τους παράγοντες που διαμόρφωσαν τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα.[10]
Μεταξύ των θεσμών που εισήγαν οι Βαυαροί ήταν η ίδρυση της Αρχαιολογικής Εταιρείας[11] (1833), ο Εμπορικός Νόμος[12] (1835), και το διάταγμα «Περί υγιεινής οικοδομής πόλεων και χωρίων»[13] (1835). Ενώ το Ληξιαρχείο και το Κτηματολόγιο δεν ολοκλήρωσαν το έργο τους λόγω έλλειψης χρημάτων και εξειδικευμένου προσωπικού.[14]

Η πολιτική της βαυαρικής κυβέρνησης
Το εγχείρημα της βαυαρικής κυβέρνησης αποσκοπούσε στην ένταξη της ελληνικής χριστιανικής κοινότητας (υποταγμένης για χρόνια σε μουσουλμανικό καθεστώς) στην ευρωπαϊκή χριστιανική οικογένεια και ταυτόχρονα στην υποταγή της στις ιδέες της «Παλινόρθωσης του Παλαιού Καθεστώτος», προκειμένου να επανέλθει «η ευτυχία των εθνών που για τόσο καιρό ταράχθηκαν»[15] (σύμφωνα με τη διακήρυξη της Ιεράς Συμμαχίας το 1815). Οι φιλελεύθερες θέσεις (όπως ισονομία και ελευθερία) του Αγώνα εγκαταλείφθηκαν και η θέση «καθ’ όποιον τρόπον η θεία Πρόνοια τους φωτίσει»[16] -με την οποία είχαν παραδώσει οι Έλληνες την εξουσία στην Πελοποννησιακή Γερουσία (Μάιος 1821)- επανήλθε και νομιμοποιήθηκε στο πρόσωπο του Όθωνα και στην «ελέω Θεού βασιλεία» του. Ο Όθωνας για να ισχυροποιήσει τη θέση τού απόλυτου μονάρχη διόριζε τα μέλη των Αρχών, όπως: Συμβούλιο Επικρατείας, Ιερά Σύνοδος, Υπουργικό Συμβούλιο (στο οποίο, ο βασιλιάς προήδρευε από το 1837)[17].
Ωστόσο, ο πατερναλισμός του Όθωνα κάμφθηκε –κυρίως- για δύο λόγους. Ο ένας ήταν ότι το ελληνικό κατεστημένο είχε ερείσματα στις τοπικές κοινότητες και αντιδρούσε στις μεταρρυθμίσεις. Επιπλέον, τα κόμματα (στοιχείο του φιλελευθερισμού το οποίο ερχόταν σε αντίθεση με το υπάρχον συντηρητικό και συγκεντρωτικό σύστημα εξουσίας) αν και σε νηπιακή μορφή είχαν το ρόλο της άτυπης αντιπολίτευσης, καθώς δεν υπήρχαν δημοκρατικοί θεσμοί, όπως Κοινοβούλιο και Σύνταγμα, που θα περιόριζαν τις εξουσίες του βασιλιά. Ο άλλος λόγος ήταν η οικονομική εξάρτηση του κράτους από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Η χρησιμοποίηση -μέσω των πρεσβειών- του «μοχλού του δανείου»[18] ήταν ανασταλτικός παράγοντας για την ανάπτυξη της χώρας και την ευημερία -κυρίως- των οικονομικά ασθενέστερων πολιτών. Η διατήρηση του μοναρχικού πολιτεύματος βασιζόταν σε ένα σύστημα στο οποίο εμπλέκονταν συμφέροντα κυβερνητικών στελεχών, ισχυρών οικονομικών παραγόντων, τοπικών ηγεμονίσκων, αρχηγών κομμάτων και ξένων πρεσβειών.
Η μέθοδος που χρησιμοποίησε το αυταρχικό καθεστώς προκειμένου να πετύχει την εθνική συμφιλίωση και ταυτόχρονα την «υποταγή των τοπικών σωματείων προς την κεντρική κυβέρνηση»[19] ήταν η ένοπλη βία. Όμως, το ισχυρό μέσο εκβιασμού που χρησιμοποίησε η κυβέρνηση ήταν ο διορισμός στο Κράτος. Η διαμεσολάβηση των προυχοντικών ομάδων ανάμεσα στο κράτος και τους πολίτες, είχε ως συνέπεια τη δημιουργία ενός πλέγματος πατρωνίας-πελατείας, που εξασφάλιζε την ανοχή των δυσαρεστημένων αλλά και τη διόγκωση του κρατικού μηχανισμού.
Ο διορισμός, όμως, σε υψηλά κυβερνητικά ή και ευρωπαϊκά αξιώματα είχε άλλον χαρακτήρα, αφού η απομάκρυνση των αντικαθεστωτικών από την πολιτική σκηνή εξυπηρετούσε τα πολιτικά "παιχνίδια" της κυβέρνησης, που προσπαθούσε να   εκμεταλλευτεί τον ανταγωνισμό των κομμάτων αλλά και των Δυνάμεων. Έτσι, επί Αντιβασιλείας, αποκλείστηκαν από τις κυβερνητικές θέσεις οι Ναπαίοι, οπαδοί του Καποδίστρια και του ρωσικού κόμματος (ενώ οι στρατιωτικοί ηγέτες, όπως ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης φυλακίστηκαν). Ενώ, ο Μαυροκορδάτος, ο Σπυρίδων Τρικούπης (του αγγλικού κόμματος) στάλθηκαν σε πρεσβείες του εξωτερικού προκειμένου να ενισχυθεί το φιλογαλλικό κόμμα του Κωλέττη. Ο Όθωνας, όμως, προσεταιρίστηκε το ρωσικό κόμμα και διόρισε τον Κωλλέτη στην πρεσβεία του Παρισιού.[20] Οι διαφορετικές προσεγγίσεις των κομμάτων δείχνουν, συγχρόνως, και τις πολιτικές αντιθέσεις που υπήρχαν μεταξύ των Βαυαρών, οι οποίες οφείλονταν εν πολλοίς στην επιρροή που ασκούσαν οι πρεσβείες των Μεγάλων Δυνάμεων.[21]

Οι αντιδράσεις των Ελλήνων
Η βαυαρική κυβερνητική πολιτική προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις, αναμενόμενες και δικαιολογημένες εν μέρει, σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Η επικράτηση της βαυαροκρατίας στη δημόσια διοίκηση και στο στρατό δυσαρέστησε τόσο τις κυρίαρχες ομάδες, που ήθελαν να οικειοποιηθούν τις εξουσίες που είχαν οι Οθωμανοί πριν την Ανεξαρτησία, όσο και τους Αγωνιστές, που μετά τη λήξη του δεκαετούς Αγώνα αρκετοί βρέθηκαν ανεπάγγελτοι και κατέφευγαν στις ληστρικές επιδρομές. Παράλληλα, η κακή διαχείριση των δημοσιονομικών, η επιβολή φόρων και η μη διανομή των εθνικών γαιών δυσαρέστησε και τους αγρότες. Μεταξύ των δυσαρεστημένων ήταν και το ιερατικό κατεστημένο που είχε περιοριστεί στην ενασχόλησή του με τα "θεόπνευστα" έργα, εξαιτίας των μεταρρυθμίσεων.
Οι αντιδράσεις εκδηλώθηκαν είτε με τοπικές εξεγέρσεις στη Μεσσηνία, στη Λακωνία, στη Μάνη, στην Ύδρα και στις Σπέτσες είτε με ίδρυση μυστικών εταιρειών όπως ο Φοίνικας και η Φιλορθόδοξη εταιρεία -ρωσικής επιρροής και οι δύο. Μια άλλης μορφής αντίδραση ήταν η άρνηση των οικονομικά ισχυρών να γίνουν μέτοχοι της Εθνικής Τράπεζας, η οποία στρεφόταν κατά των συμφερόντων τους -οι προυχοντικές ομάδες είχαν θησαυρίσει επί οθωμανικής κυριαρχίας όχι μόνο από τις εισπράξεις των φόρων αλλά και από τη δανειοδότηση (με επιτόκιο 15-45%) των οικονομικά ασθενέστερων.[22]  
 Καθοριστικός παράγοντας στις πολιτικές εξελίξεις ήταν ο στρατός. Η αναποτελεσματικότητα του ξένου τακτικού στρατού να αντιμετωπίσει τις τοπικές εξεγέρσεις και τη ληστεία (η οποία είχε πάρει εκρηκτικές διαστάσεις και ταλαιπωρούσε τους κατοίκους, κυρίως της υπαίθρου) είχε οδηγήσει το καθεστώς στην επιστράτευση ελληνικών ομάδων (π.χ. των Ρουμελιωτών).[23] Η επαναφορά, λοιπόν, των καπεταναίων στη στρατιωτική εξουσία αλλά και η στελέχωση του στρατού από έλληνες στρατιώτες (λόγω της οικονομικής αδυναμίας του κράτους να συντηρήσει τον πολυδάπανο στρατό, είχε παραμείνει ένα τμήμα του μόνο για την προστασία της πρωτεύουσας)[24] διευκόλυνε την ένοπλη επανάσταση κατά του Όθωνα που εκδηλώθηκε το 1843.
Τα αίτια του στρατιωτικού κινήματος ήταν η συσσωρευμένη λαϊκή δυσαρέσκεια που εντάθηκε με τη στάση πληρωμών το 1843, η απαίτηση των αρχηγών των κομμάτων για Σύνταγμα και για Εθνικές Εκλογές -καθώς εκτιμούσαν ότι η αποτύπωση της πολιτικής τους δύναμης θα ήταν ισχυρό μέσο πίεσης προς τον βασιλιά- και η επιθυμία της Αγγλίας και Γαλλίας να ανακόψουν την εκδηλωθείσα φιλορωσική διάθεση του Όθωνα -που ερχόταν σε αντίθεση με την πολιτική -κυρίως- της Αγγλίας στο Ανατολικό Ζήτημα. Στις 3 Σεπτεμβρίου οι στρατιωτικοί και ο λαός της πρωτεύουσας ζήτησαν από τον βασιλιά παραχώρηση Συντάγματος, ενώ είχε προηγηθεί (στις 2 Σεπτεμβρίου) η απαίτηση της Αγγλίας και της Γαλλίας για άμεση αποπληρωμή της ετήσιας δόσης του δανείου του 1833.[25] Ο Όθωνας, παρουσία των μελών του Συμβουλίου Επικρατείας, έκανε δεκτό το αίτημα για συνταγματική διακυβέρνηση. Προκηρύχθηκαν εκλογές, προκειμένου να αναδειχτεί η Εθνοσυνέλευση, η οποία θα επεξεργαζόταν το Σύνταγμα της Ελλάδος.[26]

ΕΠΙΛΟΓΟΣ 
Η βαυαρική κυβέρνηση έθεσε τα θεμέλια του σύγχρονου ελληνικού κράτους, ευρωπαϊκού τύπου. Στη μεταβατική αυτή περίοδο συνυπήρχαν αλλά και συγκρούστηκαν οι νεοφερμένοι δυτικότροποι θεσμοί με τις παγιωμένες αντιλήψεις των Ελλήνων. Η κυβέρνηση απαιτούσε πειθαρχία, υπακοή και σεβασμό -στο κράτος, στους θεσμούς, στους κανονισμούς- από τους Έλληνες, οι οποίοι προκειμένου να επιβιώσουν στη μακρόχρονη οθωμανική κυριαρχία είχαν μάθει να ελίσσονται ανάμεσα στο σουλτανικό φιρμάνι, στις απαιτήσεις των προυχόντων, στις εντολές των καπεταναίων και στη "θεϊκή" βούληση, όπως αυτή ερμηνευόταν από τους ιερείς.
Ωστόσο, η κυβέρνηση παρόλα τα λάθη και τις παραλείψεις, που οφείλονταν στις αντιδράσεις των Ελλήνων, στην έλλειψη οικονομικών πόρων και στην πολιτική απειρία του Όθωνα, κατάφερε να εξομαλύνει, ως ένα βαθμό, την εμπόλεμη κατάσταση που επικρατούσε στην Ελλάδα. Η αφομοίωση, όμως των θεσμών θα γινόταν σε βάθος χρόνου.



[1]. Γ.Β. Δερτιλής, Ιστορία του ελληνικού κράτους 1830-1920, εκδ. ΕΣΤΙΑ, 7η έκδοση, Αθήνα 2013, σσ. 200, 204.
[2]. Κώστας Κωστής, Τα κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας, εκδ. ΠΟΛΙΣ, Αθήνα 2013, σσ. 184, 245.
[3]. Στο ίδιο, σσ. 214-216.
[4]. Στο ίδιο, σσ. 198, 205. 
[5]. Στο ίδιο, σ. 187.
[6]. Στο ίδιο, σσ. 244-246.
[7]. Γ. Μαργαρίτης, Μαρκέτος Σπ., Μαυρέας Κ., Ροτζώκος Ν., Ελληνική Ιστορία, τόμος Γ, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σ. 150.
[8].  Κώστας Κωστής, ό.π., σσ. 237, 238.
[9].  Γ. Μαργαρίτης, κ.ά., ό.π., σ. 179 και Γ.Β. Δερτιλής, ό.π., σ. 265.
[10]. Γ. Μαργαρίτης,, κ.ά., ό.π., σσ. 146, 147.
[11]. Ι. Βούρτσης, Ε. Μανακίδου, Γ. Πασχαλίδης, Κ. Σμπόνιας, Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, τόμ. Α, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σ. 180.
[12]. Γ.Β. Δερτιλής, ό.π., σ. 208.
[13]. Κώστας Κωστης, ό.π., σ. 251.
[14]. Στο ίδιο, ό.π., σ. 251.
[15]. Γ. Μαργαρίτης, κ.ά., ό.π., σ. 347.
[16]. Στο ίδιο, ό.π., σ. 93.
[17]. Κώστας Κωστής, ό.π., σ. 187.
[18]. Γ.Β Δερτιλής, ό.π., σ. 210.
[19]. Κώστας Κωστής, ό.π., σ. 200.
[20]. Γ. Μαργαρίτης,, κ.ά., ό.π., σσ. 145-146.
[21].  Κώστας Κωστής, ό.π., σ. 185.
[22]. Κώστας Κωστής, ό.π., σσ. 208-210 και  Γ. Μαργαρίτης, ό.π., σσ. 148, 179.
[23]. Κώστας Κωστής, ό.π., σ. 222.
[24]. Στο ίδιο, σ. 217.
[25]. Γ.Β. Δερτιλής, ό.π., σ. 212-214.
[26]. Γ. Μαργαρίτης, κ.ά., ό.π., σ. 149.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
 Βούρτσης Ι., Ε. Μανακίδου, Γ. Πασχαλίδης, Κ. Σμπόνιας, Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, τόμ. Α, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999.
Δερτιλής Γ.Β, Ιστορία του ελληνικού κράτους 1830-1920, εκδ. ΕΣΤΙΑ, 7η έκδοση, Αθήνα 2013.
Κωστής Κώστας, Τα κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας, εκδ. ΠΟΛΙΣ, Αθήνα 2013.
Μαργαρίτης Γ., Μαρκέτος Σπ., Μαυρέας Κ., Ροτζώκος Ν., Ελληνική Ιστορία, τόμος Γ, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999.




Φοιτητική εργασία της Ν.Α. για το ΕΑΠ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου