Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2020

Η διαμόρφωση της Λαογραφίας στην Ελλάδα τον 19ο και τον 20ό αιώνα


φοιτητική εργασία της Ναυσικάς Αλειφέρη

για τη θεματική ενότητα ΕΛΠ41

του ΕΑΠ,

ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΙΙ: ΟΙ ΝΕΟΤΕΡΟΙ ΧΡΟΝΟΙ

 ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΘΕΜΑΤΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ

ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΕΑΠ: ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ

 

📔 📓 📑 📘 📓 📔 📖  📖

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

 Εισαγωγή.............................................................................................................2

Η διαμόρφωση της Λαογραφίας στην Ελλάδα κατά τον 19ο αιώνα..................3

Η Λαογραφία μετά τον Β΄ΠΠ.............................................................................6

Συμπεράσματα......................................................................................................9

Βιβλιογραφικές αναφορές....................................................................................10


 

Εισαγωγή

 Ο όρος «Ελληνική Λαογραφία» επινοήθηκε από τον θεμελιωτή της επιστημονικής λαογραφίας Νίκο Πολίτη το 1844 και αντικατέστησε τον προηγούμενο όρο «Νεοελληνική Εθιμολογία και Μυθολογία».[1]

Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η ανίχνευση των παραγόντων που διαμόρφωσαν τις λαογραφικές σπουδές στα τέλη του 19ου αιώνα  στην Ελλάδα (θέμα της πρώτης ενότητας) και η πορεία τους μέσω ευρύτερων θεωρητικών και μεθοδολογικών αναζητήσεων που ανεπτύχθηκαν μετά τον Β΄ΠΠ, σε αναφορά προς την εξέλιξη στις άλλες ανθρωπιστικές επιστήμες (θέμα της δεύτερης ενότητας).

Η διαμόρφωση της Λαογραφίας στην Ελλάδα κατά τον 19ο αιώνα

 Στη δυτική Ευρώπη τον 19ο αιώνα διαμορφωνόταν νέος τρόπος θεώρησης της ζωής λόγω πολιτικών, κοινωνικών παραγόντων όπως: η αφύπνιση των λαών που έθεσε η Γαλλική Επανάσταση (1789)· η συνειδητοποίηση εθνικής ταυτότητας, που προήλθε από την  περηφάνεια που αισθάνονταν οι δημοκρατικοί Γάλλοι αφού απέκρουαν τις επιθέσεις των απολυταρχικών Ρώσων, Πρώσων, Αυστριακών, Βρετανών αλλά και οι επιτιθέμενες χώρες κατά τους Ναπολεόντειους Πολέμους (1803-1815)· η διαμόρφωση ταξικής συνείδησης εξαιτίας της εκβιομηχάνισης, της αστικοποίησης. Στην πλειονότητά του ο πληθυσμός της δυτικής Ευρώπης ήταν αγροτικός, που χρεωνόταν δυσανάλογο φορτίο των οικονομικών απαιτήσεων του κράτους.[2]

Η θεωρία της εξέλιξης των ειδών του Δαρβίνου ερμηνεύτηκε από τους Άγγλους και Γάλλους ως απόδειξη της συνεχούς  πορείας του ανθρώπινου πνεύματος προς το φως-γνώση μέσω του ορθολογισμού, όπως πρέσβευε η φιλοσοφική θεώρηση του Διαφωτισμού. Βάσει αυτής της θεώρησης ο Εξελικτισμός (Evolutionism) έθεσε στην κατώτερη βαθμίδα εξέλιξης τους «άγριους» ‒οι πρωτογονικοί λαοί που  ζουν κατά φύσιν‒, στη μεσαία οι βάρβαροι (π.χ. Ιάπωνες, Ινδοί), ενώ στην ανώτερη είχε αναρριχηθεί ο ευρωπαϊκός κόσμος όπως μαρτυρούσαν τα σύγχρονα πολιτισμικά, επιστημονικά, τεχνολογικά επιτεύγματά του αλλά και τα ανασκαφικά δεδομένα. Προκειμένου να εξηγήσει την κοινωνική εξέλιξη ο Άγγλος ανθρωπολόγος Tylor E., εφάρμοσε τη συγκριτική μέθοδο ώστε μέσω των ομοιοτήτων ή διαφορών να εντοπιστούν οι καθολικοί νόμοι που διέπουν το ανθρώπινο είδος. Τα έθιμα της «παιδικής ηλικίας της ανθρωπότητας» (των αγρίων, των βάρβαρων)

επιβίωναν, κατά τον Tylor, στον σύγχρονο πολιτισμό χάρη στη δύναμη της συνήθειας· τα επιβιώματα (survivals) τα διατηρούν τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, αντιθέτως τα ανώτερα ενστερνίζονται πιο γρήγορα τους νεωτερισμούς. Η άποψη του Tylor εργαλειοποιήθηκε προκειμένου να τεκμηριωθεί ότι δικαίως βρίσκονταν οι ευρωπαίοι αποικιοκράτες σε προνομιακή θέση έναντι των "πρωτόγονων" υποτελών τους.[3] 

 Στην οικουμενικότητα που διακήρυττε ο Διαφωτισμός περιλαμβάνονταν και οι φωτισμένες ηγεμονίες αλλά και οι αποικίες τους εκτός ευρωπαϊκού πεδίου, του οποίου τον διαμελισμό επεδίωκε ο Ρομαντισμός, ο έτερος φιλοσοφικός πόλος, προτάσσοντας την αρχή των Εθνικοτήτων ‒καινούργια ιδεολογία που υπερασπιζόταν το δικαίωμα των λαών στην αυτοδιάθεση. Στόχος ήταν το έθνος ως «διαμορφωμένη σταθερή κοινότητα ανθρώπων με

συνείδηση ότι αποτελεί ένα ενιαίο και αλληλέγγυο σύνολο με δική του πολιτισμική φυσιογνωμία και ψυχοσύνθεση»[4], να οργανωθεί σε μια αυτόνομη, οριοθετημένη στον χώρο πολιτική οντότητα, το κράτος, με βάση κριτήρια: ίδια γλώσσα, ίδια έθιμα, ίδια παράδοση δικαιικού συστήματος ‒­αντίθετο με τον ορθολογικό Ναπολεόντειο Κώδικα του 1810. Οι έννοιες έθνος και λαός στην "αγνή" αγροτική μορφή του ταυτίστηκαν. Τα ρομαντικά έθνη αναζητώντας τα ειδοποιά χαρακτηριστικά τους στράφηκαν στη μελέτη της παράδοσης, στην έρευνα των αναλλοίωτων στον χρόνο επιβιωμάτων (προφορική παράδοση) του λαού προκειμένου αυτά να διασωθούν από την επέλαση του καπιταλιστικού πολιτισμού. Το νέο επιστημονικό πεδίο, τη Λαογραφία, οι αγγλοσάξονες ονόμασαν folk-lore (=η γνώση του λαού) ­­‒­αναδείχθηκε στην κατεξοχήν πολιτισμική αξία, στη συνεκτική ουσία του έθνους που αναγνωρίστηκε ως εθνική επιστήμη.[5] 

Μετά την κατάρρευση της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας[6] το 1806 στην Ιένα από τα γαλλικά στρατεύματα οι διαφωτιστές Γερμανοί, υπό γαλλική πλέον κυριαρχία, ασπάστηκαν τον Ρομαντισμό. Κατά τον  Γερμανό Johann von Herder (1744-1803) ο πολιτισμός δεν ήταν προϊόν των επιστημόνων αλλά προϊόν του λαού (=volk). Οι Γερμανοί αστοί διανοούμενοι εκτιμούσαν ότι η αγροτική τάξη[7] ‒διατηρώντας τον παγανισμό ανεπηρέαστη από την επιστημοσύνη‒ ήταν ο κατεξοχήν συντηρητής του παραδοσιακού πολιτισμού. Διαφοροποιήθηκαν από τους αγγλοσάξονες καθώς εκτιμούσαν ότι η γνώση των επιβιωμάτων ‒"ζωντανές" μαρτυρίες καταγεγραμμένες στη συλλογική μνήμη των Γερμανών­­‒ θα οδηγούσε στη γνώση για τον λαό (=volkskunde). Το εθνικό κράτος, ως οργανική οντότητα, διέπεται από δικό του εσωτερικό χαρακτήρα το volksgeist (=η ψυχή του λαού), επομένως η λαογραφία που μελετούσε τις εκδηλώσεις του γερμανικού λαού θα μπορούσε να συλλάβει τον χαρακτήρα του, την ψυχή του· έτσι αποδόθηκε μεταφυσική διάσταση και υπερ-ιστορική έννοια στον όρο ψυχή.[8] Η λαογραφία ανέλαβε τη μελέτη της ψυχής με υψηλό προορισμό, κατά τον Riehl W.Η., να αποκαλύψει την αλήθεια της αυτοσυνείδησης της λαϊκής ζωής, αλλά και να δείξει τον δρόμο τού κυβερνάν[9] (Staatskunst)». Η ανάληψη μέσω της εκπαίδευσης της διάπλασης εθνικών χαρακτήρων, προσέδιδε παιδευτικό ρόλο στη λαογραφία. Ως εθνική επιστήμη αναδείχθηκε σε χρήσιμο εργαλείο για τη χειραγώγηση του λαού και εξυπηρετούσε τον απώτερο στόχο, που ήταν η ένωση των γερμανόφωνων κρατιδίων σε μία ενιαία πολιτική οντότητα (παγγερμανισμός) στη βάση μιας υποτιθέμενης ομοιογένειας. Στη γλωσσική συνάφεια των γερμανόφωνων κρατιδίων θεμελιώθηκε η έννοια έθνος· έτσι, κατά τον θεμελιωτή του εθνικισμού Fichte, ο Γερμανικός λαός, ως αρχέγονος, θα έπρεπε να μεριμνά για τη καθαρότητα γλώσσας και αίματος[10] ‒η λαογραφία ανέλαβε το ξεκαθάρισμα των εθνικών γερμανικών στοιχείων από ξένα δάνεια.  Η συγκριτική μέθοδος του Tylor εξυπηρετούσε τον εντοπισμό της διαφορετικότητας του γερμανικού παραδοσιακού πολιτισμού από πολιτισμούς άλλων λαών.[11]

Στο Ελληνικό Βασίλειο (έτος ίδρυσης 1830) οι συνθήκες ήταν ιδιάζουσες. Ως κρατική οντότητα διεκδικούσε ισότιμη συμμετοχή στο ευρωπαϊκό πολιτικό πεδίο αλλά και τη διεύρυνσή της σε εδάφη που θεωρούσε ελληνικά. Έπρεπε, όμως, να αντιμετωπίσει τον πανσλαβισμό των βόρειων όμορων κρατών αλλά και Γερμανούς διανοητές[12] που αμφισβητούσαν τη φυλετική συγγένεια των Νεοελλήνων με τους αρχαίους προγόνους. Καθώς δεν μπορούσε να γίνει λόγος για καθαρότητα αίματος οι ιστοριογράφοι Ζαμπέλιος και Παπαρρηγόπουλος συμπεριέλαβαν τον Βυζαντινό πολιτισμό στη μακρά Ιστορία του Ελληνισμού και τεκμηρίωσαν ότι ο «οι ντόπιοι πληθυσμοί [...] απορρόφησαν στη μεγάλη τους πλειονότητα τα ημιβάρβαρα και πολιτικά ανοργάνωτα ξένα στοιχεία που εισέρρεαν ανά τους αιώνες στον ελλαδικό χώρο».[13] Οι δε λαογράφοι ανέλαβαν την εθνική αποστολή να αποδείξουν την διακρίβωση και πιστοποίηση της συνέχειας του Ελληνικού Πολιτισμού·  εστίασαν το ενδιαφέρον τους στη σύγχρονη τότε γλώσσα του λαού που περιείχε  ζώντα μνημεία του λόγου από την Αρχαιότητα (δημοτικά άσματα, παροιμίες παραμύθια, γλωσσικά και ήθη και έθιμα)  στον βαθμό που αυτά μετατρέπονταν σε τεκμήριά της. Ο Νίκος Πολίτης  χώρισε τα λαογραφικά θέματα σε: μνημεία του λόγου (παραμύθια, δημοτικά τραγούδια, κ.ά.), και σε πράξεις και ενέργειες του λαϊκού βίου. Προκειμένου να υλοποιηθούν οι ελληνικοί εθνικοί στόχοι συνδύασε τη θεωρία του Εξελικτισμού αναζητώντας τη ρίζα των επιβιωμάτων στην Αρχαιότητα (με ιστορική μέθοδο και όχι με νοσταλγική διάθεση όπως οι λαογράφοι της Αγγλίας και των ΗΠΑ)  με τη γερμανική ρομαντική λαογραφική σχολή που αντιμετώπιζε τον λαϊκό πολιτισμό ως ζώσα πραγματικότητα που εντοπίζεται στον αγροτικό χώρο, ο οποίος στην ελληνική πραγματικότητα δεν είχε αλλοιωθεί από την Ευρώπη. Ακόμα και όταν κατέρρευσε η Μεγάλη Ιδέα το 1922 οι Έλληνες λαογράφοι αναζητούσαν με διαχρονική προσέγγιση τη λαϊκή ψυχή με σκοπό να διαπαιδαγωγηθεί· ωστόσο η εθνική λαογραφία ανανοηματοδοτήθηκε ως ελλαδοκεντρική επιστήμη σε συγκεκριμένα γεωγραφικά όρια. Σε αυτόν τον προσανατολισμό ο Κυριακίδης Σ. έκανε λόγο για «τας εθνικάς ψυχικάς δυνάμεις»­ που συνέχουν τον Ελληνικό πολιτισμό ανά τους αιώνες. Ο Μέγας Γ. θεωρούσε ότι η λαογραφία ως επιστήμη του λαϊκού πολιτισμού διατηρεί «την γνώσιν της λαϊκής ψυχής» με στόχο την «αυτεπίγνωση της εθνότητας»· οι «δημιουργικές δυνάμεις της εθνικής ψυχής» εκφράζονται και στη λαϊκή αρχιτεκτονική, την οποία ο Μέγας Γ. ενέταξε στις λαογραφικές σπουδές.[14]

 Η Λαογραφία μετά τον Β΄ΠΠ

 

Μετά τον Β΄ΠΠ (1939-1945) οι διανοούμενοι συνειδητοποιώντας τον όλεθρο που προκάλεσε ο εθνικισμός υιοθέτησαν τον όρο κουλτούρα και αναφέρονταν σε πολιτισμούς. Η δημοκρατική Ελλάδα ήταν μια υπό ανάπτυξη καπιταλιστική χώρα με δυτικό προσανατολισμό, συμμετέχοντας στο ευρωπαϊκό οικονομικό οικοδόμημα ως μέλος της ΕΟΚ (1977). Τον ίδιο χρόνο η καθιέρωση της δημοτικής ως επίσημη γλώσσα της εκπαίδευσης και του κράτους έληξε το γλωσσικο ζήτημα που είχε ταλανίσει τη χώρα για πολλά χρόνια. Εμφανίζεται δε υπερσυγκεντρωτισμός του πληθυσμού στις βιομηχανίες της Αθήνας και της περιφέρειας, της οποίας τα "αγνά" χαρακτηριστικά αλλοιώνονταν σταδιακά από δυτικούς νεωτερισμούς λόγω της αύξησης του ξένου τουρισμού.[15] 

Η ελληνική λαογραφία παρέμεινε «εθνική» (παρ’ ότι ο όρος είχε διεθνώς πλέον αρνητικό πρόσημο) στο μέτρο που οδηγούσε, κατά τον Λουκάτο, στον αυτοέλεγχο των ελαττωμάτων του λαού και στην αυτοέμπνευση με τελικό σκοπό την ευημερία. Οι προγενέστεροι λαογράφοι ήταν φιλόλογοι, δάσκαλοι και η συλλογή αντικειμένων γινόταν είτε από μαθητές είτε από ερασιτέχνες κατά την προσωπική τους εκτίμηση, οι οποίοι δεν ενδιαφέρονταν για τη μελέτη του λαϊκού βίου. Μεταπολεμικά ο Λουκάτος  Δ. τόνισε την ανάγκη να αποκτήσουν οι λαογραφικές σπουδές θετικιστικό χαρακτήρα ώστε να προκύπτουν επιστημονικά έγκυρα συμπεράσματα: μεθοδολογία για τη συλλογή των πολιτισμικών φαινομένων· επιτόπια διακρίβωση της γεωγραφικής διασποράς τους είτε στον ελληνικό χώρο είτε στον ευρωπαϊκό μέσω της χαρτογράφησης που εισήγε ο Ήμελλος Σ. Η θεματολογία εμπλουτίστηκε με την αστική παράδοση και με τη δραστηριότητα ποικίλων νεοεμφανιζόμενων αστικών υποσυνόλων διαφορετικής κουλτούρας· λ.χ. οι Μικρασιάτες πρόσφυγες (των οποίων τις προφορικές μαρτυρίες κατέγραψε η Κυριακίδου-Νέστορος), οι επαρχιώτες μέτοικοι, οι παλλινοστούντες Πόντιοι (το 1980 όταν κατέρρευσε το Ανατολικό μπλοκ), οι αλλοδαποί εργάτες. Έτσι το πολιτισμικό φάσμα εντός ελληνικών ορίων ήταν το ερευνητικό πεδίο όπου ετερόκλητες ομάδες κρίνονταν ουδέτερα, όχι αξιολογικά. Η λαογραφία αποδεσμεύτηκε από τον εθνικό προσανατολισμό, οι αναφορές στη λαϊκή ψυχή εξαλείφθηκαν και τα λαογραφικά αντικείμενα δεν ερμηνεύονται πλέον ως στατικά επιβιώματα του παρελθόντος τα οποία μένουν ανεπηρέαστα από οικονομικούς, πολιτικούς, κοινωνικούς, εθνοτικούς παράγοντες. Στόχος πλέον της λαογραφίας δεν είναι η αναζήτηση της καταγωγής των πολιτισμικών φαινομένων σε ένα χρονικό γραμμικό συνεχές αλλά η γνώση της λειτουργίας (εμφάνισης, μεταβολής) και της ιστορικότητάς τους σε συγκεκριμένο χωρικό και χρονικό πλαίσιο. Η Κυριακίδου-Νέστορος[16] εστίασε στη διακρίβωση των δομών που διέπουν την παραδοσιακή κοινωνία. Ο Μερακλής Μιχάλης, ο οποίος συμπεριέλαβε στην κοινωνική λαογραφία και τη φιλολογική λαογραφία και τη λαϊκή τέχνη,  εκτιμούσε ότι πρέπει «το έθιμο [να] αντιμετωπίζεται ως γνωστικό εργαλείο μιας οικονομικής-κοινωνικής δομής σε ιστορικό χωρικό και χρονικό πεδίο» αποσυνδέοντάς το από την επιβεβαίωση της μακροβιότητάς του. Η συγχρονία των λαογραφικών φαινομένων (λ.χ. οι συνήθειες, που δεν εντοπίζονται σε βάθος χρόνου, ενός φίλαθλου κοινού) είναι στα ενδιαφέροντα των λαογράφων. Τα θέματα και τα ζητήματα της λαογραφίας εμπίπτουν με αυτά άλλων ανθρωπιστικών σπουδών όπως εθνομουσικολογία, αρχιτεκτονική, φιλολογία με κίνδυνο να μείνει χωρίς γνωστικό αντικείμενο. Ωστόσο η διεπιστημονικότητα, η "συνομιλία" της λαογραφίας με την κοινωνική ανθρωπολογία, την πολιτισμική οικολογία, διευρύνει τους ορίζοντες της λαογραφίας ενώ τα πορίσματα των άλλων επιστημών συμβάλλουν στην καλλιέργεια και τη συνθετική γνώση και τη σαφή αντίληψη των πραγμάτων.[17]

 

Συμπεράσματα

 Η λαογραφία κατά τον 19ο αιώνα στρατεύτηκε στον εθνικό σκοπό που ήταν η πιστοποίηση της καταγωγής των Νεοελλήνων από τους αρχαίους. Οι Έλληνες λαογράφοι υιοθέτησαν το γερμανικό λαογραφικό πρότυπο προκειμένου να εντοπιστεί η υπερ-βατική ψυχή που "ζούσε" αναλλοίωτη και άφθαρτη επί περίπου 2.500 χρόνια στον ελλαδικό χώρο. Κρίνοντάς τους στα δικά τους ιστορικά συμφραζόμενα τα κίνητρά τους δικαιολογούνται και αναγνωρίζεται η τεράστια συμβολή τους στη συγκέντρωση πολιτισμικού υλικού.

Στον 20ό αιώνα, η λαογραφία περνά από το μεταφυσικό πεδίο στο θετικό. Απαλλαγμένη από τον δεσμευτικό και στενό ρόλο της εμφανίζεται ως πολυεπιστήμη, περιλαμβάνει στους κόλπους της τη λαϊκή αρχιτεκτονική, τις τέχνες αλλά και δείχνει ενδιαφέρον για τις σύγχρονες αλληλεπιδράσεις της πολυταξικής και πολυστρωματικής κοινωνίας.

 

 


[1]. Τζάκρης, Δ., 2002, σσ. 32, 33

[2]. Burns, E.M., 2006, σσ. 450, 461, 500.

[3]. Τζάκρης, Δ., 2002, σσ. 32, 33· Κυριακίδου-Νέστορος, Α., 2006, σσ. 21, 151, 156.

[4]. Σβορώνος, Ν., 2004,  σ. 22.

[5]. Κυριακίδου-Νέστορος, A., 2006, σ. 156· Τζάκρης, Δ., 2002, σσ. 23, 24· Burns, 2006, σ. 602· Αυδίκος, Ε., 2009, σ. 48· Ντάτση, Ε., 2008, σ. 43.

[6]. Η ιδέα της «Τρίτης Γερμανίας» κατέρρευσε όταν ηττήθηκαν τα ισχυρά στρατεύματα της Πρωσίας, στην οποία τα γερμανόφωνα κρατίδια είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους, θεωρώντας την το αντίπαλο δέος και ανάχωμα της Γαλλίας, η πολιτισμική ηγεμονία της οποίας απειλούσε τη γερμανική κουλτούρα. Βλ. Hawes, J., 2018, σσ. 128, 134.

[7]. Στις αρχές του 20ού αιώνα η κυβέρνηση των Ναζί της εκβιομηχανισμένης μιλιταριστικής Γερμανίας, ήταν εχθρική προς τους διανοούμενους, τους αστούς ενώ έτρεφε μεγάλη εκτίμηση για τον αγροτικό πληθυσμό ‒με σύνθημα «αίμα και χώμα» (=blut und boden), όπου η λέξη χώμα δήλωνε την αγάπη για την πατρίδα αλλά και για τους αγρότες. Βλ. Burns, Ε.Μ., 2006, σ. 603.

[8]. Μερακλής, Μ., 2011,  σ. 13.

[9]. Κατά τον Riehl ο μεγαλύτερος θρίαμβος της τέχνης του διοικείν θα ήταν αν «ακόμη και μπροστά στις επαχθέστερες απαιτήσεις του κράτους, ο λαός να πιστεύει ότι η κρατική πολιτική δεν κάνει άλλο από το να διεκπεραιώνει τις ανάγκες της ψυχής του». Βλ. Κυριακίδου-Νέστορος, A., 2006, σ. 31.

[10]. Fichte: Ο Γερμανικός λαός είναι αρχέγονος (urvolk) και προορίζεται να φέρει τον κόσμο ειρήνη, απαλλάσοντάς τον από τους άλλους λαούς του σκότους,  να αποφεύγουν επαφές με άλλους λαούς του σκότους. Βλ. Κυριακίδου-Νέστορος, A., 2006, σ. 31.

[11]. Κυριακίδου-Νέστορος, A., ό.π., σσ. 29, 31-32· Αυδίκος, σσ. 30, 50· Ντάτση, Ε., 2008,  σ. 42.

[12]. Η αμφισβήτηση από τον γερμανό ιστορικό μελετητή Fallmeraye της φυλετικής συγγένειας του Ελληνισμού λόγω εκσλαβισμού της. Τζάκρης, Δ.,  2002, σ. 35.

[13].  Σβορώνος Ν., 2004, σ. 46.

[14]. Τσάκρης, Δ., 2002, σσ. 23, 34· Κυριακίδου-Νέστορος, Α., 2006, σσ. 28-39, 67· Αυδίκος, 2009, σσ. 37, 48, 72, 73· Mazis, J., 2016, σ. 92· Μερακλής, Μ., 2011, σ. 451.

[15]. Burns, Ε.Μ., 2006, σσ. 882, 883· Κυριακίδου-Νέστορος, 2006, σ. 30, 94, 96· Close, D., 2006, σσ.  133, 213, 231· Μερακλής, Μ., 2011, σσ. 34, 447.

[16]. Κατά την Κυριακίδου-Νέστορος «Οι Έλληνες διαφωτιστές κατόρθωσαν να συμβιβάσουν τα δύο διαφορετικά πολιτισμικά ρεύματα, τον Διαφωτισμό με τον Ρομαντισμό. Ο λόγος ήταν ότι ο στοχασμός τους δεν προχώρησε ούτε τη μία ούτε την άλλη φιλοσοφική κατεύθυνση ώς τις λογικές της συνέπειες». Κυριακίδου-Νέστορος, Α., 2006, σσ. 38-39.

[17].  Μερακλής, Μ., 2011, σσ. 14, 15, 88, 450, 455· Τζάκρης, Δ., 2002, σσ. 24, 38, 39, 40· Αυδίκος, Ε., 2009, σσ. 75, 77· Νιτσιάκος, 2014, σσ. 196-199.

 

Βιβλιογραφικές αναφορές

Αυδίκος, Ε., Εισαγωγή στις σπουδές του λαϊκού πολιτισμού, Κριτική, 2009.

Κυριακίδου-Νέστορος, Α., Η θεωρία της ελληνικής λαογραφίας, Σχολή Μωραϊτη, 2006 (στ΄ έκδοση).

Νιτσιάκος, Προσανατολισμοί-Μια κριτική εισαγωγή στη λαογραφία, Κριτική, 2014.

Ντάτση, Ε., «Ο "λαός" της Λαογραφίας. Το ιδεολογικό περιεχόμενο» στο Ανθολόγιο Δοκιμίων για το Δημόσιο και Ιδιωτικό Βίο στην Ελλάδα (19ος-20ός αιώνας), επιμέλεια: Γκότσης, Κ-Σπαθάρη-Μπεγλίτη, Ε., ΕΑΠ, Πάτρα, 2008.

Μερακλής, Μ., Ελληνική λαογραφία, Καρδαμίτσα, 2011.

Σβορώνος, Ν., Το ελληνικό έθνος-Γένεση και διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού, Πόλις, 2004.

Τζάκης, Δ., «Για την Ιστορία της λαογραφίας», στο Αικατερινίδης, Γ., Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι, τόμ. Α΄, Πάτρα, 2002.

Burns, E.M., ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Ο Δυτικός πολιτισμός: Νεότεροι χρόνοι, μτφρ. Δαρβέρης Τ., Επίκεντρο, 2006.

Close David, Ελλάδα 1945-2004, μτφρ. Μερτίκας Γ., Θύραθεν, 2006.

Hawes, J., Μικρή ιστορία της Γερμανίας, μτφρ. Παππάς, Α., Πατάκη, Αθήνα, 2018.

Mazis, J., Ίων Δραγούμης-Ο ασυμβίβαστος, μτφρ. Παππάς, Α., Μεταίχμιο, Αθήνα, 2016.

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου