Τετάρτη 27 Απριλίου 2022

Έλληνες ευεργέτες και κερδοσκόποι

 

Ναυσικά Αλειφέρη                                 

για την ΕΛΠ43, του ΕΑΠ,

ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ

 Η σχέση ευεργετών ή/και κερδοσκόπων Έλληνων της Διασποράς με το ελληνικό κράτος τον 19ο αιώνα  

Δερτιλής Γ., ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ 1830-1920

 

Εισαγωγή

Οι Έλληνες της Διασποράς επί δύο αιώνες πριν την Επανάσταση του 1821 μακριά από την οθωμανική και την ενετική αυθαιρεσία κατάφεραν είτε ως πλοιοκτήτες είτε ως έμποροι να σωρεύσουν διεθνικό κεφάλαιο υψηλής κινητικότητας και ρευστότητας. Ισχυρά δίκτυα της ελληνικής επιχειρηματικότητας απλώνονταν σε όλη την υφήλιο με έδρα τις παροικίες που είχαν ιδρυθεί σε βάθος χρόνου –κυρίως στην Ευρώπη. (Δερτιλής 2013: 62) Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η ανίχνευση της συμβολής των Ελλήνων της Διασποράς μέσω δωρεών, εμβασμάτων, επιχειρηματικής δράσης στη συγκρότηση και στην πρόοδο της Ελλάδας κατά τον 19ο αιώνα.  

1.   Ευεργεσίες

Υπάρχουν πολλά παραδείγματα, που καλύπτουν όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας, μορφωμένων Ελλήνων που μετά από επιτυχημένη σταδιοδρομία στην ξενιτιά γύρισαν στην ιδιαίτερη πατρίδα τους για να ιδρύσουν σχολή και να διδάξουν· για παράδειγμα ο Ευγένιος ο Αιτωλός, ο Κ.Θ. Δημαράς (επέστρεψε στα Άγραφα), ο Γρηγόριος Κωνσταντάς από τις Μηλιές του Πηλίου. Μετά το 1848, ο Σουλτάνος αναγκάστηκε από τους Δυτικούς συμμάχους του να εφαρμόσει με μεγαλύτερη συνέπεια τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου που αφορούσαν τους αλλοεθνείς της αυτοκρατορίας του –ήταν το έναυσμα για την πνευματική εξόρμηση των αλύτρωτων Ελλήνων. Οι Έλληνες των αλύτρωτων πατρίδων έστρεψαν το ενδιαφέρον τους, όπως και παλαιότερα, στη γενέτειρά τους, το οποίο εκδηλώθηκε με υλικές και με πνευματικές παροχές: έχτιζαν σχολεία, ίδρυσαν φιλανθρωπικούς και φιλεκπαιδευτικούς συλλόγους. (Κυριακίδου-Νέστορος 2006:  52, 53, 56-57)

            Χιλιάδες Έλληνες ιδιαίτερα από την Πελοπόννησο μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1768-1774) εγκαταστάθηκαν στη νότια Ρωσία, ίδρυσαν πλούσιες παροικίες και ευεργέτησαν με πολλούς τρόπους την πατρίδα τους. Ήταν τόπος προέλευσης πολλών αγωνιστών του ’21 (όπως του Χατζηκώνστα, του Βαρβάκης), του Ιωάννη Καποδίστρια και των αδερφών Ζωσιμαδών, οι οποίοι χρηματοδοτούσαν έως το 1827 τις εκδόσεις του Αδαμάντιου Κοραή (την «Ελληνική Βιβλιοθήκη» την οποία αποτελούσαν 17 τόμοι και  τα «Πάρεργα» 9 τόμοι). Αρκετοί Έλληνες εμπορευόμενοι και γόνοι Φαναριωτών (όπως των Υψηλάντηδων, Καντακουζηνών, Μουρούζηδων κ.ά.) εγκαταστάθηκαν στην Οδησσό. Οι πάροικοί της απέκτησαν μεγάλες περιουσίες και συντηρούσαν το «Οδησσαϊκό Ελληνικό Τάγμα» με 300 πεζούς Έλληνες. Εκεί ιδρύθηκε η Φιλική Εταιρεία (1814) της οποίας την επιχείρηση αποστολής εκπροσώπων στην Ελλάδα, προκειμένου να στρατολογηθούν άτομα που δεν είχαν ήδη δικτυωθεί, χρηματοδότησε η πλούσια οικογένεια τραπεζιτών Σέκερη. Στις αρχές του 19ου αιώνα παρουσιάζεται επίσης ανάπτυξη των οργανωμένων ελληνικών παροικιών στην Αίγυπτο με αποτέλεσμα να σχηματίσουν μεγάλες περιουσίες τραπεζίτες, έμποροι και σύμβουλοι του Μωχάμετ Άλι, όπως οι αδελφοί Τοσίτσα, ο Στουρνάρας, ο Ζιζίνιας κ.ά. Στο κάλεσμα της Φιλικής Εταιρείας ανταποκρίθηκαν οι Έλληνες της Αλεξάνδρειας στέλνοντας χρήματα και βοήθεια στην Ελλάδα για τον Αγώνα. Μυήθηκαν και έδρασαν μεταξύ πολλών άλλων ο Πατριάρχης Αλεξάνδρειας Θεόφιλος και ο Θεόδωρος Τοσίτσας. (Σιάμπος 2002: 141, 142· Brewer 2015: 324 347)

Κατά την περίοδο 1853-1873 πολλοί Έλληνες με επιχειρηματικές δραστηριότητες στο εξωτερικό έκαναν μεγάλες δωρεές, εκτός από τις πόλεις του εξωτερικού στις οποίες ήταν εγκατεστημένοι, στις ιδιαίτερες πατρίδες τους στην Ελλάδα για οικοδόμηση εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και φιλανθρωπικών καταστημάτων, για παράδειγμα η χρηματοδότηση του εμπόρου Νικόλαου Στουρνάρη από την Οδησσό της ίδρυσης σχολείου στο Μέτσοβο. Έλληνες του εξωτερικού χρηματοδότησαν επίσης την οικοδόμηση

νεοκλασικού τύπου κοινωνικών ιδρυμάτων και μεγάρων που κοσμούσαν την πρωτεύουσα του νεοσύστατου κράτους, την Αθήνα: το Αμαλίειο Ορφανοτροφείο και Ορφανοτροφείο για τα ορφανά παιδιά τα δίχως προστασία εξαιτίας της επιδημίας χολέρας με δωρεά του Γεωργίου Χατζηκώνστα από τη Μόσχα· δωρεά μεγάλου χρηματικού ποσού για το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο των αδερφών Βερναρδάκη από την Αγία Πετρούπολη· το Ζάππειο Μέγαρο δωρεά του επιχειρηματία Ευάγγελου Ζάππα από τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες· η ανέγερση του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου  δωρεά των εμπόρων Τοσίτσα, Αβέρωφ από την Αλεξάνδρεια. Μεταξύ των μεγαλύτερων επιχειρηματιών στη Βιέννη, στον τόπο κυρίως που ευημερούσαν οι Έλληνες ομογενείς, ήταν ο Σίμωνας Σίνας (τραπεζίτης, έμπορος, ιδιοκτήτης 30 χωριών στην Αυστρία, πολλών μεγάρων στη Βιέννη και στη Βουδαπέστη) που χρηματοδότησε μεταξύ άλλων την ανέγερση της Ακαδημίας Αθηνών το 1856 –η αποπεράτωσή της ολοκληρώθηκε από δωρεά του γιου του, Σίμωνα Γεωργίου. Ανάμεσα στα μέλη της Διασποράς της Αλεξάνδρειας ήταν ο βιομήχανος βάμβακος Εμμανουήλ Μπενάκης. Στα τέλη του 19ου αιώνα είχε ήδη οικοδομήσει τη δεύτερη κατοικία του στην Αθήνα, γνωστή από το μουσείο που φέρει το όνομά του –στεγάζει τη συλλογή με την οποία το εμπλούτισε αργότερα ο γιος του Αντώνης– και έκανε σημαντικό φιλανθρωπικό έργο. (Brewer 2010: 297· Μπαζιλής 1996: 58· Δερτιλής 2013: 689, 882). Εύποροι Έλληνες της Διασποράς παρέμειναν άγαμοι όπως οι αδερφοί Ζωσιμάδες και ο Ζώης Καπλάνης εγκατεστημένοι στη Μόσχα, προκειμένου να αφοσιωθούν στην ανιδιοτελή προσφορά στον συνάνθρωπο.  «Στο πρώτον και θείο έργον, το οποίον είναι διά παντός το καλόν της πατρίδος» όπως έλεγε ο Καπλάνης, ο οποίος χρηματοδότησε την Καπλάνειο Σχολή στα Ιωάννινα. (https://www.catisart.gr)

 2. Σχέση ομογενών κεφαλαιούχων με το Βασίλειο της Ελλάδας

Από την αρχή του νεοσύστατου κράτους υπήρχε η ζωτική ανάγκη ρευστού κεφαλαίου για την οργάνωση, λειτουργία και εδραίωση της εξουσίας του. Απέτυχε την πρώτη εικοσαετία της ύπαρξής του να δημιουργήσει την απαραίτητη πολιτική και οικονομική υποδομή και να συμμετάσχει στη δεύτερη φάση της Βιομηχανικής Επανάστασης (περίπου από το 1830 έως το 1870), εξαιτίας της βρετανικής στροφής υπέρ της διατήρησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την ανάπτυξη των ανταγωνιστικών σλαβικών εθνικισμών. Η καθυστέρηση της οικονομικής ανάπτυξης (ήλθε περί τα τέλη του 19ου αιώνα) οφειλόταν και στη διοχέτευση δημόσιων πόρων στους εξοπλισμούς που επέτασσε η αλύτρωτη ιδεολογία. Υπήρχαν, όμως δυνατότητες ανάπτυξης, όπως γόνιμα εδάφη, ορυκτός πλούτος, πληθυσμοί σχετικά υγιείς («κοινωνικό κεφάλαιο»), σώρευση επιχειρηματικής πείρας και ενός τεράστιου κεφαλαίου από την ομογένεια, και μια απέραντη οικονομική ενδοχώρα για εκμετάλλευση από ομογενείς και ελλαδίτες αστούς. Έτσι εμφανίζεται κινητικότητα: η παραγωγή πολλαπλασιάστηκε, οι πόλεις και κυρίως η πρωτεύουσα μεγάλωναν και άκμαζαν, οι βιοτεχνίες πλήθαιναν, οι πρώτες πραγματικές βιομηχανίες δημιουργήθηκαν και το εμπόριο άνθιζε. Η ραγδαία ανάπτυξη του εμπορίου απαιτούσε τη συγκρότηση ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, κορμός του οποίου ήταν η ιδιωτική Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (1841) με ιδρυτές μετόχους τον φιλέλληνα ελβετό τραπεζίτη Εϋνάρδο και τον Γεώργιο Σταύρου (ασκούσε εμπορικές δραστηριότητες στη Βιέννη, μέλος της Φιλικής Εταιρείας και χρηματοδότης  του Αγώνα), ο Παναγιώτης Σέκερης από την Οδησσό, ο Νικόλαος Ζωσιμάς (συμμετείχε με 500.000 δραχμές). Υπήρχαν ομογενείς που κατέθεσαν  χρήματα από πατριωτισμό ή επειδή είχαν φιλίες με κάποιον από τους μετόχους, ή για προσωπικό συμφέρον, καθώς ο τόκος δανεισμού στην Ελλάδα ήταν υψηλότερος απ’ ό,τι στη Δύση. Έτσι ο καλύτερος πελάτης της Εθνικής ήταν το ίδιο το ελληνικό κράτος το οποίο υπερχρεωμένο την εποχή εκείνη δεν μπορούσε να δανειστεί από ξένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. (Μαρκέτος 1999: 174, 179, 185· Δερτιλής 2013: 323, 574)

    Οι κυβερνήσεις όσο και οι εγχώριοι επιχειρηματίες είχαν συνειδητοποιήσει από νωρίς τη σημασία μιας τεχνολογικώς προηγμένης ναυτιλίας, καθώς τα ευρωπαϊκά ατμόπλοια περιόριζαν τα ξεπερασμένα ιστιοφόρα που κάλυπταν τις τοπικές  μεταφορικές ανάγκες. Έτσι, ο όμιλος των ναυτιλιακών επιχειρήσεων με έδρα την Ελλάδα του Ιωάννη Σκαλτσούνη δραστηριοποιήθηκε τη δεκαετία του 1870· οικοδόμησε τρεις επιχειρήσεις (η Ναυτική Τράπεζα «Αρχάγγελος με έδρα το Λονδίνο, η εν Λονδίνω Ασφαλιστική Εταιρία ο «Αρχάγγελος» και η Ελληνική Εμπορική Εταιρεία Ατμοπλοίων με έδρα την Αθήνα) συνδεδεμένες με τη ναυτιλία εντός και εκτός Ελλάδος με τη συνδρομή ομογενών επιχειρηματιών. Οι μέτοχοι ήταν κάτοικοι του Λονδίνου, όπως ο Ξ. Μπαλλής, ο Εμμ. Μαυρογορδάτος, Β. Μελάς, Αντ. Ράλλης,  Π. Σεκιάρης κ.ά. (Μαρκάτος 1999: 181· Δερτιλής 2013: 144)

    Από το 1828 έως το 1909 η πλειονότητα των κατοίκων του ελληνικού κράτους ήταν αγρότες. Όλοι οι παραγωγοί (μικροϊδιοκτήτες, τσιφλικάδες, καλλιεργητές εκκλησιαστικών γαιών) των εκτάσεων καλλιεργούσαν τα κτήματα με εντελώς πρωτόγονες μεθόδους και υποτυπώδη εξοπλισμό. (Μαρκάτος 1999: 182) Το όνειρο των ελληνικών κυβερνήσεων ήταν η δημιουργία αγροτικής/κτηματικής τράπεζας, που θα εκσυγχρόνιζε τον αγροτικό τομέα το οποίο υλοποιήθηκε πολλές δεκαετίες αργότερα. Η προσέλκυση ομογενειακών κεφαλαίων στον επισφαλή αγροτικό τομέα ήταν δύσκολη, αφού οι ομογενείς κεφαλαιούχοι προτιμούσαν τον παραδοσιακό τρόπο χρηματοδότησης του εμπορίου της αγροτικής παραγωγής με ίδρυση τραπεζικών και χρηματιστηριακών επιχειρήσεων. Οι βραχυπρόθεσμες επενδύσεις, η επανεξαγωγή σημαντικού μέρος των κερδών προς εξωελλαδικά κέντρα στα οποία δραστηριοποιούνταν απέδιδαν άμεση και γρήγορη ρευστοποίηση χρεογράφων και μερικοί από τους ομογενείς, χρησιμοποιούσαν θεμιτά και αθέμιτα μέσα προκειμένου να αποσπάσουν τεράστια κέρδη από το κράτος. Την ίδια στρατηγική ακολούθησαν στον βιομηχανικό τομέα. Προτιμούσαν επενδύσεις σε συνδυασμό με κρατικές επιχορηγήσεις (όπως στην περίπτωση κατασκευής σιδηροδρομικών δικτύων) με πιθανότητες μεγάλων κερδών και χρηματιστηριακή κερδοσκοπία, π.χ. στα μεταλλεία του Λαυρίου.  (Δερτιλής 2013: 500, 501)

Ο μεσολογγίτης πρωθυπουργός Επαμεινώνδας Δεληγεώργης (1829-1879),  εκφραστής του αστικού εκσυγχρονισμού, θεωρούσε ότι η οικονομική ανάπτυξη σύμφωνα με δυτικού τύπου υποδομές του ελληνικού Βασιλείου θα έπρεπε να στηριχτεί σε ομογενειακά κεφάλαια και όχι σε ξένα. Στο φιλόδοξο εκσυγχρονιστικό του πρόγραμμα περιλαμβανόταν η εκτέλεση δημόσιων έργων, η ίδρυση επενδυτικής τράπεζας, ενώ ανέλαβε και την επίλυση του «Λαυρεωτικού Ζητήματος» –ήταν μία από τις αιτίες που έχασε τις εκλογές το 1874. Μέτοχος στη «Μεταλλουργεία Λαυρίου Α.Ε.» ήταν ο χιώτης Ανδρέας Συγγρός ο οποίος είχε αναπτύξει  επιχειρηματικές δραστηριότητες στην Κωνσταντινούπολη (από το 1845 έως το 1871 που εγκαταστάθηκε στην Αθήνα), ήταν σε θέση να δανείζει την Οθωμανική Αυτοκρατορία και διαχειριζόταν την Τράπεζα της Κωνσταντινούπολης. Αναχωρώντας ο Συγγρός για την Κωνσταντινούπολη το 1874, πριν ξεσπάσει το οικονομικό σκάνδαλο[1] της Λαυρεωτικής με συνέπεια την οικονομική καταστροφή πληθώρας μικρών και μεγάλων επενδυτών, υποσχέθηκε να αναλάβει τα έξοδα ανέγερσης ενός πτωχοκομείου σε οικόπεδο που είχε δωρήσει η μονή των Ασωμάτων. Στα επόμενα χρόνια δραστηριοποιήθηκε σε όλους τους νευραλγικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας, θησαύριζε, "διευκόλυνε" με το αζημίωτο το φτωχό ελληνικό δημόσιο ταμείο, έκανε δωρεές (νοσοκομείο για αφροδίσια και δερματικά νοσήματα που φέρει το όνομά του, το Σύγγρειον Μουσείον, πρόσφερε χρήματα στη βασίλισσα Όλγα για την ίδρυση γυναικείων φυλακών κ.ά.), και κληροδότησε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του στο κράτος. Κατηγορήθηκε για κερδοσκοπία σε βάρος της Ελλάδας και χαρακτηρίστηκε, στην εποχή του, ως: «Ο μεγαλύτερος από τους εθνικούς ευεργέτες της Ελλάδας» αλλά και ως «Λαυριοφάγος, άνθρωπος που καρπώθηκε τεράστια ποσά από την πείνα και τη δυστυχία του ελληνικού λαού».  (Αντωνόπουλος 2012: 251-257· Μπαζίλης 1996: 7, 137-139, 317, 328, 336)

    Η εγχώρια οικονομία ενισχυόταν από τα εμβάσματα που αποστέλλονταν από τους μετανάστες στις οικογένειές τους στην Ελλάδα. Τα εμβάσματα –προϊόντα είτε αποταμίευσης είτε χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων (ομόλογα, μετοχές)– τοποθετούνταν σε επενδυτικές αγορές (όπως αστικά ακίνητα, διαμέρισμα ή μέγαρο, μεγάλες γαίες ή ολόκληρα νησιά) και σε νοσταλγικές αγορές στην ιδιαίτερη πατρίδα (όπως σπίτι στο χωριό). Άλλωστε, με την προσάρτηση (1881) της Ηπείρου και της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος τα περισσότερα τσιφλίκια των Οθωμανών περιήλθαν στην κυριότητα πλούσιων ομογενών. (Κόντης 2002: 326· Δερτιλής 2013: 326, 466)

    Κατά μία άποψη το κριτήριο της τοποθέτησης των κεφαλαίων των Ελλήνων  επιχειρηματιών της Διασποράς τον 19ο αιώνα στην Ελλάδα ήταν ο πατριωτισμός. Σύμφωνα με άλλη άποψη οι ομογενείς δεν ήταν πατριώτες αλλά στυγνοί μεταπράτες με σκοπό να απομυζήσουν τους φτωχούς αγρότες και εργάτες της χώρας μέσω των  εμπορικών και κυρίως των χρηματιστηριακών και τραπεζικών επιχειρήσεών τους. Κατά τον μελετητή της Ιστορίας Γιώργο Δερτιλή οι ομογενείς συγκέντρωναν περισσότερο ή λιγότερο όλα τα χαρακτηριστικά. Μεταπράτες, κερδοσκόποι και «φιλοπάτριδες» απέφευγαν τις πολλές επενδύσεις στην Ελλάδα και όταν επένδυαν επεδίωκαν να αποκομίσουν το μεγαλύτερο και γρηγορότερο κέρδος, συνήθως απομυζώντας το δημόσιο ταμείο μέσω του δημόσιου χρέους. Οι περισσότεροι ομογενείς κεφαλαιούχοι προτιμούσαν τις εμπορικές δραστηριότητες τις οποίες ασκούσαν από την έδρα τους στην αλλοδαπή, αφού λίγοι ομογενείς εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα. Τη δεκαετία του 1870 δεν είχαν φανεί οι εκμεταλλευτικές διαθέσεις των ομογενών και οι εγχώριοι αστοί επικαλούνταν τον πατριωτισμό στις καθαρά οικονομικές δραστηριότητες των ομογενών. Ωστόσο ο Δημήτριος Μαυροκορδάτος εκφράστηκε ρεαλιστικά στο Κοινοβούλιο: Δεν δέχομαι [...] ότι οι κεφαλαιούχοι οι ερχόμενοι εν Ελλάδι [...] πράττουσι τούτο από αίσθημα μόνον πατριωτισμού. Αύτη είναι ιδέα λίαν πεπλανημένη και δεν δύναται παρά να φέρη σφαλερά αποτελέσματα. [...] Οι κεφαλαιούχοι πράττουσι τούτο όπως ωφεληθώσι, και ουδόλως τους κατακρίνω δια τούτο· απεναντίας, δεν πρέπει επί τοιούτων υποθέσεων να εισακούηται ο πατριωτισμός. Εκείνη την περίοδο η δημόσια και ιδιωτική προπαγάνδα, η έντυπη φιλολογία, ο Τύπος διόγκωναν τη φιλανθρωπία και τον πατριωτισμό της ομογένειας: αφενός επειδή εξυπηρετούσε την οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας η εισροή ομογενειακών κεφαλαίων, αφετέρου επειδή η πολιτική αρχηγεσία και οι εγχώριοι επιχειρηματίες συνέδεαν την επιχειρηματικότητα των Ελλήνων κεφαλαιούχων της Διασποράς με το μέλλον της Μεγάλης Ιδέας. Οι πρώτες προσπάθειες μακρόπνοων επενδύσεων των ομογενών στην Ελλάδα εμφανίζονται προς το τέλος του 19ου αιώνα. Οι επιχειρηματίες της Διασποράς την προσαρμοστικότητα σε διεθνή κοινωνικά, οικονομικά περιβάλλοντα και την τεχνογνωσία τη δίδαξαν στους αστούς του νεοσύστατου κράτους.  Όπως διδαχή και εκπαίδευση σε μελλοντικούς επιστήμονες προσέφερε η στελέχωση εκπαιδευτικών ιδρυμάτων (π.χ. το Πολυτεχνείο, το Πανεπιστήμιο Αθηνών, τα σχολεία) και της δημόσιας διοίκησης με καθηγητές, ιατρούς, μηχανικούς, νομικούς κ.ά. που προσκάλεσε το ελληνικό κράτος από τη Διασπορά. (Δερτιλής 2013: 416-418, 574-576)

Συμπεράσματα

 Οι Έλληνες της Διασποράς δεν ενδιαφέρονταν για μακρόπνοες επενδύσεις στην Ελλάδα παρά στα τέλη του 19ου αιώνα και συμπεριφέρονταν όπως όλοι ανεξαιρέτως οι κεφαλαιούχοι, οι επιχειρηματίες που πρωτίστως ενδιαφέρονται για την αύξηση του κέρδους. Η εκ των υστέρων γενναιόδωρη φιλανθρωπία, οι εθνικές ευεργεσίες καθησύχαζαν τη συνείδηση και τον πατριωτισμό τους. Αναμφίβολα, όμως, η Ελλάδα του 19ου αιώνα –ως νεοσύστατο φτωχό κράτος χωρίς υποδομές ερειπωμένο από τους πολέμους– εισερχόμενη στη διεθνή καπιταλιστική αγορά ωφελήθηκε από τη Διασπορά, αφού ήταν πηγή εσόδων πλουσιότερη από την εγχώρια παραγωγή που άρδευε την ελληνική οικονομία. Παρ' όλα αυτά η Διασπορά συνέβαλε στην οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας και στη σύσταση εθνικής ταυτότητας με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους, από τη συνειδητοποίηση της ίδιας της έννοιας του ανιδιοτελούς ευεργετισμού έως την εκμάθηση της τότε σύγχρονης τεχνολογίας.

 Bιβλιογραφικές αναφορές

 Αντωνόπουλος, Α., 2012, Επαμεινώνδας Δεληγιώργης, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα.

Brewer, D., 2010, Ελλάδα 1453-1821, μτφρ. Γάσπαρης, Ν., Πατάκης, Αθήνα.

Δερτιλής, Γ., 2013, Ιστορία του Ελληνικού κράτους 1830-1920, Εστία (7η έκδ.), Αθήνα.

Κόντης, Α. και Φακιόλας, Ρ., 2002, «Συμπεράσματα και τελικές παρατηρήσεις» στο Ελ Ταχίρ, ΓΚ., κ.ά., Ελληνισμός της Διασποράς, τόμ. Γ, ΕΑΠ, Πάτρα.

Κυριακίδου-Νέστορος, Α., 2006, Η θεωρία της Ελληνικής Λαογραφίας, Σχολή Μωραϊτη, Αθήνα.

Μαρκέτος, Σ., 1999, «Οικονομική Ιστορία του ελληνικού κράτους τον 19ο αιώνα» στο Μαργαρίτης, Γ., κ.ά., Ελληνική Ιστορία, τόμ. Α, Πάτρα.

Μπαζίλης, Γ., 1996, Ανδρέας Συγγρός, Χαρίσης, Αθήνα.

Σιάμπος, Γ., 2002, «Ο Ελληνισμός από την εποχή της Ρωμαιοκρατίας μέχρι σήμερα» στο Βογαζιάνος-Ρόυ, Στ., κ.ά.,  Ελληνισμός της Διασποράς, τόμ. Α, Πάτρα.

Ηλεκτρονικές πηγές

https://www.catisart.gr/zois-kaplanis-o-zaploytos-ellinas-poy-zoyse-san-askitis-tin-perioysia-toy-ti-charise-stin-ellada, ημερομηνία ανάκτησης 5/3/21



[1]. Η λαϊκή καταγραυγή ήταν μεγάλη, λίβελοι (Άρπαγες! Αισχροκερδείς! Ληστές!) και σάτιρες γράφονταν στις εφημερίδες:

O ψωμάς κι ο φούρναρης και ο στοιχειοθέτης

σε μετοχές και Λαύρια τον οβολό του χάνει

κι εσκέφθη τότε ο Τσιγγρός, αυτός ο ευεργέτης,

για τους πτωχούς τω πνεύματι Κατάστημα να κάνει. Bλ. Μπαζίλης 1996: 138

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου