Σάββατο 11 Απριλίου 2020

Μένουμε σπίτι. Δεν μένουμε σιωπηλές, σιωπηλοί





Tα αθώα «σκάσε», «μη μιλάς», «δεν ξέρεις εσύ» που απευθύνουν οι γονείς στα παιδιά βάζουν τα θεμέλια μιας πιθανής μελλοντικής κακοποίησης που θα δεχθούν αυτά ως ενήλικα άτομα. Η συζήτηση για την ενδοοικογενειακή βία εστιάζει στην κακομεταχείριση που υφίστανται οι γυναίκες από τους άντρες και αφήνει  στο  περιθώριο την κακομεταχείριση των αντρών από τις γυναίκες –άλλο ένα θέμα ταμπού. Οι αρρωστημένες εξαρτήσεις αφορούν κάθε είδους σχέσεων –σύζυγοι, παιδιά εναντίον γονέων, γονείς εναντίον παιδιών–  με διάφορες εκδηλώσεις βίας (ξύλο, ειρωνεία, εκφοβισμός, υποτίμηση). Η παραμονή σε ασφυκτικό περιβάλλον οφείλεται είτε σε αντικειμενικούς παράγοντες (οικονομική δυσπραγία) είτε σε παθοψυχολογικά αίτια. Είναι αλήθεια ότι όσο μικρότερη αυτοεκτίμηση, όσο λιγότερες εμπειρίες διαθέτει ο άνθρωπος τόσο πιο εύκολα περνά στη θέση του θύματος αλλά και στη θέση του θύτη. 
    Ο άνθρωπος ανήκει στο ζωικό βασίλειο και η αγωνία του είναι να εξελιχθεί και να παραμείνει... άνθρωπος· δεν τα καταφέρνει πάντοτε, ενίοτε πισωγυρνά στα βαθιά κρυμμένα αρχέγονα ένστικτα,  –είτε διαμέσου της κυριαρχίας είτε διαμέσου της υποταγής. 

Δευτέρα 6 Απριλίου 2020

Χριστιανισμός και επιστήμη, μια πιο σύνθετη σχέση, αρθρογράφος Κώστας Γρίβας*


Σε παλαιότερο άρθρο στο SLpress, είχαμε αναφερθεί στον περιβόητο «διαχωρισμό Κράτους και Εκκλησίας» που επιδιώκεται εδώ και χρόνια από τις εκσυγχρονιστικές» ελληνικές ελίτ, αποτελώντας ένα είδος ιερού δισκοπότηρου για τον «εξευρωπαϊσμό» της χώρας. Γενικότερα, υπάρχει μια τάση να αντιμετωπίζεται η θρησκεία ως ένα μεσαιωνικό απολίθωμα, το οποίο θα πρέπει να φύγει από τη μέση, για να αφήσει την «πρόοδο» να έλθει.

Η στερεοτυπική αυτή άποψη αγνοεί την πολιτισμική δυναμική του Χριστιανισμού και τον ρόλο που έπαιξε και συνεχίζει να παίζει, στη διαμόρφωση του σημερινού κόσμου. Μεταξύ των άλλων, ένας από τους μεγαλύτερους μύθους της σύγχρονης εποχής είναι ότι η θρησκεία γενικώς και ο Χριστιανισμός ειδικότερα αποτελεί αντιθετικό μέγεθος της επιστημονικής έρευνας, με την οποία βρίσκεται σε διαρκή διαμάχη. Υποτίθεται δε ότι ο σύγχρονος άνθρωπος βρίσκεται ενώπιον ενός αδυσώπητου διλήμματος.

Ή θα επιλέξει τον «ορθό λόγο» της επιστήμης ή τις «μεταφυσικές δοξασίες» της θρησκείας. Όμως, σε αντίθεση με την άποψη αυτή, ο Χριστιανισμός αποτέλεσε και αποτελεί βάση έδρασης της επιστημονικής έρευνας, συνεισφέροντας σημαντικά στη διαμόρφωση δύο κρίσιμης σημασίας αντιλήψεων. Η μία είναι η αντίληψη της προόδου μέσα σε έναν εξελικτικό χρόνο και η άλλη των απεριόριστων δυνατοτήτων της ανθρώπινης διάνοιας να ερμηνεύσει και να ελέγξει τον φυσικό κόσμο.

Χριστιανισμός και γραμμικός χρόνος

Αναλυτικότερα, ο Χριστιανισμός εισήγαγε στον ανθρώπινο πολιτισμό την έννοια του βιβλικού χρόνου, δηλαδή του γραμμικού χρόνου (linear time). Μέχρι τότε, οι ανθρώπινοι πολιτισμοί, ακόμη και οι πιο προηγμένοι όπως ήταν αυτός των αρχαίων Ελλήνων, λειτουργούσαν μέσα σε μια αντίληψη κυκλικού χρόνου. Δηλαδή σε μια συνεχή επανάληψη των τεκταινομένων. Σε εκείνον τον κόσμο, το μέλλον γινόταν αντιληπτό ως μια επανάληψη του παρελθόντος και οι έννοιες της εξέλιξης και της προόδου απλά δεν υφίσταντο.

Συνακόλουθα, ο βιβλικός–γραμμικός χρόνος αποτέλεσε μια τεράστια πολιτισμική επανάσταση, αλλάζοντας τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος αντιλαμβανόταν τον κόσμο και τον εαυτό του μέσα σε αυτόν. Ο βιβλικός χρόνος είναι μια πορεία από το παρελθόν στο μέλλον και όχι μια αέναη επανάληψη. Επίσης, ο βιβλικός χρόνος είναι εσχατολογικός και τελεολογικός. Έχει ένα τέλος και έναν σκοπό. Δηλαδή, τη

Επιπροσθέτως, ο βιβλικός χρόνος είναι «εξελικτικός», δεδομένου ότι το «τέλος των ημερών» συνεπάγεται την άνοδο της ανθρωπότητας σε ένα ανώτερο στάδιο. Οι προηγούμενες αντιλήψεις περί χρόνου ήταν «πτωτικές». Δηλαδή, θεωρούσαν ότι υπήρχε μια πτώση του ανθρώπου από μια αρχέγονη ιδεατή κατάσταση σε μια μη αντιστρέψιμη παρακμή. Για τον Ησίοδο, ας πούμε, ο άνθρωπος κατέπεσε από το «Χρυσό» γένος στο «Σιδερένιο». Με απλά λόγια, στον προχριστιανικό κόσμο, το παρελθόν εθεωρείτο ανώτερο από το παρόν και από το μέλλον.

Βέβαια, και στον βιβλικό χρόνο υπήρχε το πρωταρχικό γεγονός της εκδίωξης από τον παράδεισο. Όμως, αυτό αποτελούσε ένα σημείο εκκίνησης για την άνοδο της ανθρωπότητας και όχι για επιστροφή σε μια αρχική ιδεατή κατάσταση. Στον Χριστιανισμό, η «Σωσμένη Ανθρωπότητα» που θα προκύψει μετά τη Δευτέρα Παρουσία δεν είναι η επιστροφή στην αθωότητα των πρωτοπλάστων αλλά η ωρίμανση του ανθρώπου και η τελική Σωτηρία.

Συνακόλουθα, ο Χριστιανισμός έθεσε την ανθρωπότητα σε μια λογική ότι το αύριο μπορεί και πρέπει να είναι καλύτερο από το χθες, έτσι ώστε να φθάσουμε στον ιδεατό στόχο κάποια στιγμή στο απώτατο μέλλον.

 Η ανακάλυψη των εννοιών

Με άλλα λόγια, με τον Χριστιανισμό, για πρώτη φορά στην Ιστορία, το ιδεατό μέλλον θεωρείται ανώτερο από το ιδεατό παρελθόν. Αυτή ήταν μια επαναστατική εξέλιξη. Ο γραμμικός χρόνος, στον οποίο η αρχή του αποτελεί την αφετηρία για έναν μελλοντικό στόχο, λειτούργησε ως η «αντιληπτική» βάση για τη δημιουργία των ίδιων εννοιών της εξέλιξης και της προόδου. Στον κυκλικό χρόνο η πρόοδος και η εξέλιξη είναι λέξεις άνευ νοήματος, αφού το αύριο θα είναι ίδιο με το χθες.

Εν κατακλείδι, χάρη στον γραμμικό χρόνο η ανθρωπότητα προχώρησε στην «εφεύρεση» της εξέλιξης και της προόδου. Χωρίς τον «αισιόδοξο» γραμμικό–ανοδικό χρόνο, η ίδια η έννοια της επιστήμης, που βασίζεται στις αντιλήψεις της εξέλιξης και της προόδου, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα προέκυπτε. Ο σημερινός άνθρωπος θεωρεί ότι οι αντιλήψεις αυτές είναι «φυσικές» στην ανθρωπότητα και θα υπήρχαν έτσι και αλλιώς. Όμως, δεν είναι έτσι. Αποτελούν κομμάτι της ανάγνωσής μας για τον χρόνο και η σημερινή μας ανάγνωση για τον χρόνο προέρχεται από τον Χριστιανισμό.

 Η απελευθέρωση του ανθρώπου

Μια άλλη επαναστατική αλλαγή που επέφερε ο Χριστιανισμός στη σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο γύρω του είναι ότι τον «απελευθέρωσε», τρόπον τινά, από τη φύση. Συγκεκριμένα, ο προχριστιανικός άνθρωπος αντιλαμβανόταν τον εαυτό του ως υποκείμενο σε ανώτερες φυσικές δυνάμεις, οι οποίες ήταν εκτός των δυνατοτήτων ελέγχου του. Εδώ, βέβαια κάποιος μπορεί να αντιτάξει ότι οι αρχαίοι Έλληνες δεν πειθαρχούσαν ούτε στους θεούς τους, τους οποίους ακόμη και πολεμούσαν αν χρειαζόταν και μάλιστα μπορούσαν και να τους νικήσουν.

Όμως, πάνω από τους θεούς, υπήρχαν απρόσωπες δυνάμεις, οι οποίες δεν μπορούσαν να νικηθούν. Πάνω σε αυτήν την αντίληψη περί ματαιότητας κάθε προσπάθειας ελέγχου του πεπρωμένου και της αναπόφευκτης υποταγής σε απρόσωπες φυσικές δυνάμεις, εδράστηκε μεγάλο κομμάτι της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Γενικά, ο προχριστιανικός άνθρωπος θεωρούσε ότι ζούσε μέσα σε έναν κόσμο τον οποίο δεν μπορούσε να ελέγξει ούτε αυτός ούτε όμως και οι θεοί του.

Ο Χριστιανισμός ήταν αυτός που εισήγαγε στο ιστορικό γίγνεσθαι την ιδέα του παντοδύναμου, παντογνώστη και πανταχού παρόντα Θεού, ο οποίος ήταν κάτι πολύ περισσότερο από το άθροισμα των προηγούμενων προχριστιανικών θεών. Ο χριστιανικός Θεός δεν λειτουργούσε μέσα στη φύση αλλά η φύση μέσα σε αυτόν. Από εκεί λοιπόν που η φύση ήταν ένας απρόσωπος, άλογος και ανεξέλεγκτος κόσμος, μετετράπη σε κάτι ελεγχόμενο από τη θεϊκή διάνοια, εγκλεισμένο μέσα στη θεϊκή υπόσταση.

Αυτή ήταν μια μεγάλη εξέλιξη για τον άνθρωπο, γιατί πλέον είχε κάποιον με τον οποίο μπορούσε να «συνομιλήσει» δια της προσευχής και να ζητήσει βοήθεια στον διαρκή του αγώνα με τον φυσικό κόσμο, ο οποίος έπαψε να είναι a priori αναλλοίωτος και ανίκητος.

Η πραγματική επανάσταση, όμως, έγινε με τον εξανθρωπισμό του Θεού, δια του προσώπου του Ιησού Χριστού, που συνακόλουθα σήμαινε και μερική θεοποίηση του ανθρώπου. Αυτή η επαναστατική θρησκευτική αντίληψη, αδιανόητη για τις προηγούμενες θρησκείες, εισήγαγε ένα θεϊκό στοιχείο μέσα στον άνθρωπο και συνακόλουθα «ενσωμάτωσε» τον άνθρωπο μέσα στον Θεό.

Με άλλα λόγια, ο Χριστιανισμός «θεοποίησε» την ανθρώπινη διάνοια και συνακόλουθα προσέδωσε στον άνθρωπο μια στιβαρή πίστη. Συγκεκριμένα, την πίστη ότι δεν υπάρχουν προβλήματα που δεν μπορούν να λυθούν και ότι ο άνθρωπος μπορεί να ελέγξει τον περιβάλλοντα κόσμο του, ως δημιούργημα «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» του Θεού, και ως έχων τη θεϊκή υπόσταση μέσα του.

Η παραδοξότητα του σύμπαντος 

Πέμπτη 2 Απριλίου 2020

ΜΗΔΕΙΑ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ, ΕΛΠ 31

ΦΟΙΤΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΕΛΠ 31- ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ

Μήδεια, απόδοση στη Νεοελληνική γλώσσα Χουρμουζιάδης Νίκος



 
 
 
 
 
 
 
Εισαγωγή                     


Ο ποιητής Ευριπίδης (485/4-406 π.Χ.) με την τετραλογία: Μήδεια, Φιλοκτήτης, Δίκτυς και το σατυρικό δράμα Θερισταί πήρε την τρίτη θέση στους δραματικούς αγώνες το 431 π.Χ. Στην τραγωδία Μήδεια, που θεωρείται ένα από τα αριστουργήματά του, ο ποιητής σε έναν παλαιό μύθο -η Μήδεια σκότωσε τα παιδιά της προσπαθώντας να τα καταστήσει αθανασία στον κορινθιακό ναό της Ήρας Ακραίας- έδωσε νέα ερμηνεία: η Μήδεια από την Κολχίδα, απόγονος του Ήλιου, θανάτωσε τα παιδιά της για να εκδικηθεί τον σύζυγό της Ιάσoνα, που την εγκατέλειψε προκειμένου να παντρευτεί την κόρη του βασιλιά της Κορίνθου.[1] Το έτος που παρουσίασε ο Ευριπίδης τη Μήδεια η πόλη των Αθηναίων ήταν ακόμη οικονομική και στρατιωτική δύναμη.[2] Κυρίαρχη πνευματική κίνηση, από τα μέσα περίπου του 5ου αιώνα, ήταν οι ριζοσπαστικές θέσεις των Σοφιστών (όπως  η αμφισβήτηση των θεών, η ηθική της αντίθεσης νόμω-φύσει, η γνώση της ρητορικής τέχνης είναι δικαίωμα όλων). Επιρροές από τον σκεπτικισμό της εποχής αντανακλώνται στα έργα του Ευριπίδη.[3]

Η παρούσα εργασία πραγματεύεται τη δραματική λειτουργία της εμφάνισης των ηθοποιών και της μακράς παρουσίας στον σκηνικό χώρο της Μήδειας στη Μήδεια που εκτυλίσσεται στην Κόρινθο.


 Η δραματική λειτουργία των ηθοποιών



Η τραγωδία ξεκινά με την εμφάνιση στη σκηνή της Τροφού, η οποία βγαίνει από μια δίφυλλη πόρτα[4] που ανήκει στο παλάτι της Μήδειας. H Τροφός αφού ανατρέχει σε γεγονότα (στο ταξίδι της Αργώς, στη βοήθεια της Μήδειας στον Ιάσωνα, στον θάνατο του Πελία στην Ιωλκό που προκάλεσε η Μήδεια, στην εξορία της Μήδειας και του Ιάσονα στην Κόρινθο, στ. 1-15)·  επανέρχεται στο τώρα που βασιλεύει παντού το μίσος (στ. 16), αφού ο Ιάσονας ετοιμάζεται να παντρευτεί την κόρη του βασιλιά Κρέοντα –ενώ η Μήδεια κείτεται άσιτη, το σώμα της αφημένο στους τόπους (στ. 24). Η Τροφός εμφανίζεται οργισμένη, φοβισμένη για τις αντιδράσεις της Μήδειας (δεινή γαρ, στ. 44) και με τη φράση [η Μήδεια] στυγεί δε παίδας ουδ’ ορώσ’ ευφραίνεται (στ. 36) προοικονομεί τη δολοφονία των παιδιών από τη μητέρα τους. Με την εμφάνιση του Παιδαγωγού,πουενημερώνει την