bronze David, Donatello |
φοιτητική εργασία της Ναυσικάς Αλειφέρη
για την ΕΠΟ 20
«Όταν το σκοτάδι υποχωρήσει οι επερχόμενες γενιές θα προσπαθήσουν ίσως
να συνδεθούν και πάλι με την Αρχαιότητα και τη λάμψη της».[1] Τα
προφητικά αυτά λόγια ανήκουν στον Λατίνο ποιητή Πετράρχη Φρανσέσκο (Petracha Francesco, 1304-1374)·
μαρτυρούν αφενός ότι το ενδιαφέρον για την αρχαία γραμματεία (ελληνική,
ρωμαϊκή, εβραϊκή) συνεχιζόταν αφετέρου ότι η ανάγκη για νέα πνευματικά έργα
ισάξια των αρχαίων ήταν έκδηλη στον όψιμο Μεσαίωνα (τέλη 14ου αιώνα).[2] Η επιδημία
πανώλης (1348-1355), οι μακροχρόνιοι πόλεμοι, οι πολιτειακές συγκρούσεις, η
οικονομική κρίση, οι δοξασίες για επικείμενο φρικτό τέλος του κόσμου (έλευση
του Αντίχριστου, τελική Κρίση, Κόλαση), η έξαρση της μοιρολατρικής αστρολογίας είχαν
οδηγήσει τους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς σε πολιτισμική στασιμότητα και ψυχική απόγνωση.
Η βούληση των Ουμανιστών ήταν η αποδόμηση με ορθολογιστικό τρόπο των ανθρώπινων
φόβων και ενοχών τις οποίες καλλιεργούσε εν πολλοίς η Καθολική Εκκλησία. Υποστήριζαν
ότι ο άνθρωπος με εφόδια την παιδεία-κουλτούρα, την επιστημοσύνη μπορούσε –και
κυρίως είχε δικαίωμα– να καταξιωθεί και να ευτυχήσει στην επίγεια ζωή Ο
συνδυασμός ορθολογικής σκέψης με αισιόδοξο "φιλοσοφημένο" τρόπο ζωής,
που στο παρελθόν είχε δημιουργήσει λαμπρούς πολιτισμούς, αποτυπώθηκε στις
εικαστικές τέχνες, Αρχιτεκτονική, Ζωγραφική, Γλυπτική και εκφράστηκε με τη
Μουσική. Το νέο πολιτισμικό φαινόμενο ονομάστηκε Αναγέννηση.[3] Ο
Ουμανισμός (Ανθρωπισμός) βρέθηκε σε αλληλεξάρτηση με την Αναγέννηση (1401-1525).[4]
Το palazzo σύμβολο της φλορεντικής κοσμικής αρχιτεκτονικής
«Ο Ρυθμός της Αναγέννησης δημιουργήθηκε για τους εμπόρους της
Φλωρεντίας, τραπεζίτες των βασιλέων της Ευρώπης».[5]
Αντιθέτως, ο Γοτθικός ρυθμός –είχε εμφανιστεί στη βόρεια Γαλλία τον 12ο αιώνα–
ήταν κατά βάση θρησκευτικός και
εκφράστηκε σε μεγαλοπρεπείς καθεδρικούς[6]
ναούς. Ο πολιτισμός με την ευρεία έννοια ήταν εξαρτημένος από την Καθολική Εκκλησία
και μάλιστα ορισμένοι επίσκοποι ήταν είτε φεουδάρχες είτε προέρχονταν από την
τάξη των ευγενών.[7]
Το φεουδαρχικό σύστημα είχε ήδη παρακμάσει από τον
12ο αιώνα. Ανάμεσα στην παρακμάζουσα αριστοκρατία και την κατώτατη τάξη των
αγροτών, μαστόρων είχε αναδυθεί η μεσαία (ανώτερη και κατώτερη) εύπορη τάξη των
εμπόρων, επιτηδευματιών, τραπεζιτών, οικονομικών εμπειρογνωμόνων, νομικών
συμβούλων. Ο ρόλος του γοτθικού καθεδρικού ναού –ο οποίος ήταν σχολείο,
κέντρο θρησκευτικής και κοινωνικής ζωής– διαμερίστηκε σε δικαστήρια,
πανεπιστήμια, δημαρχεία, εργαστήρια καλλιτεχνών. Μετά τη μακρά περίοδο
αναταραχών, στον όψιμο Μεσαίωνα υπάρχουν ενδείξεις ανασυγκρότησης και ανάκαμψης. Η Γοτθική τέχνη
επιχειρεί να ανταποκριθεί στις σύγχρονες απαιτήσεις των πολιτών. Η διακίνηση μέσω
εμπορικών διεθνών οδών πνευματικών ιδεών, καλλιτεχνικών τεχνοτροπιών
υποστηρίχθηκε από επιφανείς προσωπικότητες όπως ο Γερμανός πρίγκιπας Κάρολος Δ
(1346-1378). Οι βασιλικές αυλές ήταν οι χρηματοδότες και οι διαμορφωτές του
πολιτισμού. Η κοινή λατινική γλώσσα το κοινό γαλλοϊταλικό καλλιτεχνικό ύφος, η κοινή
χριστιανική θρησκεία ήταν τα στοιχεία που ενοποίησαν πολιτισμικά περιοχές της
Ευρώπης υπό τον Διεθνή Γοτθικό ρυθμό. Οι χώρες του Βορρά έμειναν πιστοί στον
μεσαιωνικό (η Αναγέννηση αφορά μόνο τη ζωγραφική), η Ιταλία όχι.[8]