Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2014

ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ του Βίκτορ Ε. Φρανκλ

Ο Βίκτορ Ε. Φρανκλ (1905-1997), ένας από τους
σημαντικότερους διανοητές του 20ού αιώνα, ήταν
καθηγητής Νευρολογίας και Ψυχιατρικής στο
Πανεπιστήμιο της Βιέννης και ιδρυτής της
λεγόμενης «Τρίτης Σχολής Ψυχοθεραπείας της Βιέννης»

 
 
 
Τον Σεπτέμβριο του 1942, ο Βίκτορ Ε. Φρανκλ και η οικογένειά του συνελήφθησαν και εκτοπίστηκαν. Ο Φρανκλ πέρασε τα επόμενα τρία χρόνια σε τέσσερα διαφορετικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, απογυμνωμένος από καθετί που τον συνέδεε με τη ζωή, μέχρι την ημέρα της απελευθέρωσής του.
Ο Φρανκλ αντλούσε διαρκώς δυνάμεις από μοναδικά ανθρώπινες ικανότητες, όπως ο έμφυτος οπτιμισμός, το χιούμορ, η ψυχολογική αποστασιοποίηση, οι σύντομες στιγμές μοναξιάς, η μύχια ελευθερία, καθώς και μια ατσάλινη απόφαση να μην τα παρατήσει ή να μην αυτοκτονήσει.









….. Κρύβοντας το στόμα του πίσω από τον ανασηκωμένο του γιακά, ο άντρας που βάδιζε δίπλα μου ψιθύρισε άξαφνα: «Πού να μας έβλεπαν οι γυναίκες μας! Ελπίζω να είναι καλύτερα στα στρατόπεδα που τις έχουν και να μην ξέρουν τι συμβαίνει σ’ εμάς».
Αυτά τα λόγια μού έφεραν στο μυαλό σκέψεις για τη σύζυγό μου. Κι όπως συνεχίζαμε να πεζοπορούμε για χιλιόμετρα, γλιστρώντας στα παγωμένα σημεία, να στηρίζουμε ο ένας τον άλλο ξανά και ξανά, να σέρνουμε ο ένας τον άλλον προς τα πάνω και προς τα εμπρός, τίποτε άλλο δεν είπαμε, αλλά ξέραμε και οι δύο: ο καθένας μας σκεφτόταν τη γυναίκα του. Πού και πού κοιτούσα τον ουρανό, όπου τα αστέρια άρχισαν να σβήνουν και το ρόδινο φως του πρωινού πήρε ν’ απλώνεται πίσω από ένα πρανές όλο σύννεφα. Αλλά το μυαλό μου γαντζώθηκε στην εικόνα της γυναίκας μου, τη φανταζόταν με αλλόκοσμη οξύτητα. Την άκουσα να μου απαντάει, είδα το χαμόγελό της, την έντιμη και ενθαρρυντική ματιά της. Αληθινή ή όχι, η ματιά της ήταν τώρα πιο φωτερή από τον ήλιο που άρχιζε να ανατέλλει.
Μια σκέψη με καθήλωσε: για πρώτη φορά στη ζωή μου είδα την αλήθεια όπως την τραγουδούν τόσοι και τόσοι ποιητές, όπως τη διακηρύσσουν ως ύψιστη σοφία τόσοι και τόσοι στοχαστές. Την αλήθεια –ότι δηλαδή η αγάπη είναι ο υπέρτατος και υψηλότερος σκοπός στον οποίο μπορεί ο άνθρωπος να αποβλέπει. Τότε άδραξα το νόημα του μέγιστου μυστικού που έχουν να μεταδώσουν η ανθρώπινη ποίηση και η ανθρώπινη σκέψη και πίστη: Η σωτηρία του ανθρώπου είναι μέσα από την αγάπη και μέσα στην αγάπη. Κατάλαβα πώς ένας άνθρωπος, που τίποτα δεν του έχει απομείνει στον κόσμο,

Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2014

ΚΑΛΗ ΄ΝΑΙ Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ, ΜΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΓΓΕΛΟΥΣ

ο άνθρωπος ο κακομοίρης δεν αντέχει, θέλει έλεος...

.................
Μα εκεί που πήγαινε και κόντευε πια να φτάσει σπίτι του, στάθηκε απότομα.
Ένα μικρό παιδάκι μαραμένο από την πείνα, με πρησμένη χλωροπράσινη κοιλιά, ήταν μπρούμυτα ξαπλωμένο στη μέση του δρόμου, σκάλιζε με τα νύχια του τη γης κι έτρωε χώμα. Στάθηκε τρομαγμένος ο παπα-Γιάνναρος και τα μάτια του βούρκωσαν.
Έσκυψε, το πήρε από το χέρι.
- Σήκω απάνω, παιδί μου, είπε· πεινάς;
- Όχι, έφαγα.
- Τι έφαγες;
Άπλωσε το χεράκι του, του έδειξε το χώμα.
- Χώμα.
Ανακυκλώθηκε το αίμα του παπα-Γιάνναρου, μούγκρισε σιγά, σα να τον
έσφαζαν.
«Άτιμος είναι ο κόσμος ετούτος» συλλογίστηκε «άτιμος, άδικος, Θεέ μου, πως τον κρατάς στην αγκαλιά σου και δεν τον τινάζεις κάτω να γίνει χίλια κομμάτια· να ξαναγίνει πάλι λάσπη και να πλάσεις καινούριο κόσμο καλύτερο; δεν είσαι πολυέσπλαχνος, δεν είσαι παντοδύναμος; δε βλέπεις το παιδί ετούτο που πεινάει και τρώει χώμα;»
Έσκυψε ντροπιασμένος το κεφάλι, πήρε δρόμο.
- Εγώ φταίω, εγώ, μουρμούριζε, εμείς φταίμε, οι άνθρωποι, και τρώει το παιδί ετούτο χώμα, όχι, δε φταις εσύ, Χριστέ μου, ήμαρτον!

Θυμήθηκε, κι η καρδιά του ράiσε, μια φορά που πήγε στην Πόλη, να προσκυνήσει

Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2014

E.E. CUMMINGS


Έντουαρντ Έστλιν Κάμινγκς (14 Οκτ. 1894-3 Σεπτ. 1962)




i like my body when it is with your
body. It is so quite new a thing.
Muscles better and nerves more.
i like your body. 
i like what it does,
i like its hows. 
i like to feel the spine
of your body and its bones,
and the trembling - firm- smoothness

and which 
i will again and again and again
kiss, 
i like kissing this and that of you,
i like, slowly stroking the, shocking fuzz
of your electric fur,
and what-is-it comes
over parting flesh ...

And eyes big love crumbs,
and possibly i like the thrill