Ένα γλυκόλαλο πουλί, σου ’φερε το μαντάτο:
Πέρα γίνεται
γιορτή, έλα να σύρεις τον χορό
να πεις στη Φύση
ευχαριστώ
Πιες απ’ της
Λήθης τη πηγή, λάθη για να ξεχάσεις
της Μνημοσύνης
το νερό, να θυμηθείς τα σ’ αγαπώ
Φόρεσες ρούχα της χαράς, έπιασες χέρι καρμικό
και χόρεψες και ήπιες
κ’ έκλαψες και θύμωσες
μα είπες, χαλάλι, όλα χαλάλι
Ξεχάστηκες μεσ’ τη γιορτή, δεν πρόσεξες, δεν είδες
ότι τ’ αστέρια άναψαν να δουν
τη χάρη σου, την ομορφιά σου
Ζήλεψε η Σελήνη η σκληρή και σου ’πε:
Χόρεψες πολύ·
γύρε και ξεκουράσου
Αχ, φοβήθηκες ψυχούλα μου, και κάλεσες παρέα
κ’ ήρθ’ η κουρούνα του βουνού,
χρυσαετός της Μάνης