Κυριακή 19 Μαΐου 2013

ΤΑ ΠΛΑΣΤΙΚΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΑΚΙΑ


retromaniax.gr

Μια φορά και έναν καιρό στο χωριό ενός κρατιδίου –μακρινού, κοντινού δεν έχει σημασία σε μια οικογένεια αγροτών μεγάλωνε ένα αγοράκι. Με τον καιρό ξεχάστηκε  το αληθινό του όνομα και το φώναζαν όλοι «Στρατηγό». Ο λόγος; Το αγόρι είχε στην κατοχή του πολλά μικρά πλαστικά στρατιωτάκια σε διάφορες στάσεις, με όλων των ειδών τα όπλα και σε πολλά διαφορετικά χρώματα.

-Όταν μεγαλώσω θα έχω δικό μου στρατό. Αληθινό! Ατρόμητο! Οι πολεμιστές μου θα είναι ψηλοί, δυνατοί, γενναίοι, οι στολές τους αστραφτερές και τα άλογα μου τα πιο δυνατά, τα πιο γρήγορα του κόσμου!!! Δεν θα μπορεί κανείς να με νικήσει!!!

Όσο μεγάλωνε το αγόρι τόσο μεγάλωνε και ο ψεύτικος στρατός του και άλλο τόσο η επιθυμία του για κατακτήσεις. Όλοι ξέρουμε ότι το «θέλω και μπορώ» είναι εκρηκτικό μείγμα! Όταν, λοιπόν, τελείωσε το σχολείο, γράφτηκε σε στρατιωτική σχολή. Στη συνέχεια στρατεύτηκε ως απλός στρατιώτης και βαθμίδα τη βαθμίδα έφτασε να γίνει Στρατηγός.

Μέσα από σκληρές, αλλεπάλληλες μάχες απέκτησε φήμη, δόξα, παράσημα. Οι άνδρες έκαναν ουρές για να στρατολογηθούν στον φημισμένο και ένδοξο στρατό του. Ο ίδιος έκανε την αυστηρή επιλογή των ανδρών ακόμα και των αλόγων ώστε να είναι εξασφαλισμένη η επιτυχία.

./...
Χορτασμένος μετά από χρόνια από πολύωρες πορείες σε κακοτράχαλα μονοπάτια, ορεινές εκστρατείες, νυχτερινές εφόδους, ελιγμούς, αντιπερισπασμούς, επιχειρήσεις δίπλα σε ποτάμια και σε λόφους, φωτιές, λεηλασίες, νοστάλγησε τον τόπο του. Έτσι λοιπόν πήρε τον δρόμο της επιστροφής.
Ο βασιλιάς του κρατιδίου από το οποίο καταγόταν ο Στρατηγός κατέρρευσε όταν έμαθε το νέο· θεώρησε ότι ο Στρατηγός επέστρεφε για να τον κατακτήσει. Ως συνέπεια της ψυχολογικής πολεμικής προπαγάνδας εγκατέλειψε το θρόνο του, υπό την κάλυψη της νύχτας, αμαχητί. Κάποιος Ναπολέων έχει πει: «Το να νικάς δεν είναι τίποτα· θα πρέπει κανείς να επωφελείται από την επιτυχία του». Και ο Στρατηγός μας, επωφελήθηκε πααάρα πολύ και έτσι έγινε βασιλιάς χωρίς να το καταλάβει.  
Ο Στρατηγός φόρεσε τον χρυσό μανδύα και το περίτεχνα σχεδιασμένο ρουμπινοφορτωμένο χρυσό στέμμα,  πήρε το σκήπτρο με τα δυσνόητα σύμβολα και τα εκατό σμαράγδια, και… του καλάρεσε. Η επόμενη κίνηση ήταν να κρεμάσει την τιμημένη στολή του· μαζί με το καπέλο, τα έκλεισε σε καρυδένια ντουλάπα. Έτσι κάπως, η ώριμη σκέψη να εγκαταλείψει τα πεδία των μαχών έγινε πραγματικότητα και ήρθε η στιγμή να ζήσει και εκείνος ειρηνικά. Γι' αυτό ανέθεσε στον έμπιστο Αντιστράτηγό του, την τύχη του στρατεύματος. Ο Αντιστράτηγος, οφείλουμε να του το αναγνωρίσουμε, ανέλαβε το ‘έργο’ με έκδηλη ευχαρίστηση και το συνέχισε με την ίδια επιτυχία. Ο βασιλιάς-Στρατηγός έδωσε εντολή στους υπηρέτες του να μεταφέρουν από το πατρικό του σπίτι τα λιγοστά πράγματά του. Έτσι μαζί με την "παλιατζούρα" βρέθηκαν και τα πλαστικά στρατιωτάκια στο υπόγειο των ανακτόρων.
         Ο βασιλιάς-Στρατηγός συχνά, περιπλανιόταν στην περιοχή. Σε έναν από τους περιπάτους του βρέθηκε στην αυλή κάποιου σπιτιού και είδε ένα μαυρομάτικο αγοράκι να παίζει με το -κανελί με μαύρες ρίγες- γατάκι του. Παρατήρησε επίσης ένα στρατιωτάκι πεταμένο στο χώμα και το πήρε στα χέρια του. Απευθυνόμενος στο παιδί, είπε:
-Σαν μεγαλώσεις φρόντισε να αποκτήσεις πολλά στρατιωτάκια. Μα να είναι και αληθινά.
-Γιατί;
-Για να έχεις δύναμη…
-Γιατί;
-Για να εξουσιάζεις…
-Γιατί;
-Ν’ αποκτήσεις λεφτά…
-Γιατί;
-Να αγοράζεις ότι θέλεις. Σπίτια, ρούχα..
-Γιατί;
Ο βασιλιάς-Στρατηγός βλέποντας ότι το παιδί ήταν ξεροκέφαλο, έφυγε αγανακτισμένος. Αμάν πια αυτά τα παιδιά. Με ένα «γιατί» στο στόμα. Όταν δεν κλαίνε, ρωτάνε.
Κι ενώ ο ίδιος εξακολουθούσε να διευθύνει τον στρατό από μακριά, να στρατολογεί άνδρες, να διαλέγει άλογα, να χαράζει πορείες, να οργανώνει ιπποδρομίες καθώς είχε αρκετό ελεύθερο χρόνο. Αναπολώντας τη ζωή του έκανε περίεργες σκέψεις: «τόσοι άνθρωποι σκοτώθηκαν….», «μήπως δεν;», «άδικα;». Οι φανεροί και κρυφοί σύμβουλοι του, που ενδιαφέρονταν για τη ψυχική του γαλήνη, αλλά και για τη διατήρηση της θέσης τους, τον ενθάρρυναν:
-Μην τα σκέφτεται αυτά η Μεγαλειότητά σας. Δεν αρέσουν τα κενά στη Φύση γι αυτό έχει δικό της μηχανισμό για να τα καλύπτει.
Τον ικανοποίησε αυτός ο λόγος! Τις απώλειες που δημιουργούσε ο ίδιος, τις κάλυπτε η Φύση. Κάποιος άλλος του είπε:
-Εκλαμπρότατε μην σκάτε.  Ο πόλεμος είναι αναγκαίο κακό.  Με αυτόν τον τρόπο αναγεννιέται η Φύση, οι γενιές, τα είδη.
-ΩΩΩΩ!!!!  ξετρελάθηκε ο βασιλιάς-Στρατηγός. Αναγέννηση της Φύσης! Τι ποιητικό!  Κι εκείνος συμμετείχε. Τι χρέος!  Δεν αισθανόταν πια ούτε τύψεις, ούτε ενοχές για τον όλεθρο που είχε προκαλέσει και που –όπως φαίνεται– θα συνέχιζε να προκαλεί.
            Μα κι αν η Φύση είναι προετοιμασμένη για τον όλεθρο δεν ισχύει το ίδιο για το ανθρώπινο είδος το οποίο δεν έχει καταφέρει να εξοικειωθεί με το συναίσθημα της απώλειας: Είτε πρόκειται για την «κόκκινη μπάλα μου με τις άσπρες ρίγες»  ή την «κούκλα μου με τις μαύρες μπούκλες». Είτε για το «παιδί μου» ή για τον «σύντροφό μου». Είτε μιλάμε για το «άλογό μου» ή για τη «δίχρωμη βουκαμβίλια με τα μπορντό και άσπρα λουλούδια που φτάνουν έως τον απάνω όροφο».
Ποιος μιλάει και ποιος τον ακούει για αναγκαιότητα, υπαιτιότητα και κολοκύθια με τη ρίγανη; Απώλεια και Ερημιά βασικοί πρωταγωνιστές στο Θέατρο του Πολέμου. Στην ψυχή των ανθρώπων όμως δεν υπάρχει ερημιά. Υπάρχουν συναισθήματα. Αρνητικά! Ναι! Αλλά υπάρχουν. Φόβος, απελπισία, απαισιοδοξία, οργή.

Αυτές τις απόψεις, σκοπίμως, οι σύμβουλοι απέφευγαν να αναφέρουν. Όπως και το ότι «φρόνιμο είναι να μην φέρνεις τον αντίπαλο στα όρια της απελπισίας», «ότι οι ηττημένοι γίνονται γενναίοι όταν δεν έχουν άλλη επιλογή». Άλλωστε, δεν θυμόντουσαν και ποιος τα είχε πει. Μάλλον ήταν δύο -το όνομά τους άρχιζε από Θ; ή από Ξ; Μπα, ασήμαντοι άνδρες θα ήταν. Και φυσικά, κουβέντα για Ανδρομάχη, Εκάβη. Αυτοί οι μύθοι αρμόζουν στις γυναίκες -και μάλιστα, όχι σε όλες- παρά μόνο στις γυναικούλες. Γιατί οι δυνατές γυναίκες αντιμετωπίζουν τον πόλεμο ψύχραιμα, ρωτώντας  «σε ποιο σημείο του σώματος άφησε ο Χάροντας τα σημάδια του;».  Αγνοώντας όλες αυτές τις "ανοησίες" ο βασιλιάς-Στρατηγός συνέχιζε να βοηθάει τη Φύση στο επώδυνο αλλά αναγκαίο έργο της για πολλά, πολλά χρόνια.
./..
Λίγο πριν εξαντληθεί η υπομονή των ανθρώπων, οι Καλές Νεράιδες ανέλαβαν δράση... είπαμε καλές καλές, αλλά... Απήγαγαν την κόρη του βασιλιά-Στρατηγού και την παγίδευσαν σε μεγάλο Λαβύρινθο, στην άκρη του δάσους με τους κέδρους. Η ετυμηγορία τους ήταν η εξής:

Η κόρη του Βασιλιά θα μείνει εγκλωβισμένη στο Λαβύρινθο έως ότου βρεθεί κάποιος να τη σώσει.


Ο βασιλιάς-Στρατηγός σοκαρίστηκε όταν έμαθε το νέο. Η γυναίκα του είχε πεθάνει πριν κάμποσα χρόνια και εκείνος ζούσε με το μοναχοπαίδι του. Μάλιστα, τώρα τελευταία είχαν έρθει και προξενιά από κοντινά βασίλεια και ο βασιλιάς εξέταζε το "ποιόν" των υποψηφίων ώστε η κόρη του να παντρευτεί τον καλύτερο. Τα σχέδια του και οι σκέψεις του άλλαξαν μορφή αναγκαστικά μετά από αυτό το αναπάντεχο γεγονός. Εκείνος, βέβαια, δεν συνέδεσε την απαγωγή με την κάκιστη συμπεριφορά του -πώς θα γινόταν άλλωστε. Συνηθισμένος να παίρνει αστραπιαία αποφάσεις, να δίνει εντολές, βρήκε τον ιδανικότερο τρόπο για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα.
-Στο στρατό μου έχω χιλιάδες ικανούς και ατρόμητους πολεμιστές που ουδέποτε δείλιασαν. Θα τους στείλω έναν-έναν στο Λαβύρινθο.  
Πεζοί, τοξότες, ιππείς, ακοντιστές ο ένας μετά τον άλλο έμπαινε αδίστακτα σ’ αυτή την αλλόκοτη περιπέτεια.  Ωστόσο,  ουδείς βγήκε από το λαβύρινθο. Βλέπεις ο βασιλιάς-Στρατηγός έκρυψε από την κατάρα μια λεπτομέρεια. Μικρή. Ασήμαντη.
Αν ο "εθελοντής" δεν βρει την έξοδο σε τρεις ημέρες, δεν θα βγει ποτέ.
Ήρθε η μέρα, δυστυχώς, που οι σύμβουλοι ανακοίνωσαν στον βασιλιά-Στρατηγό ότι δεν του είχε μείνει ούτε ένας στρατιώτης. Οι μισοί "απορροφήθηκαν" στον Λαβύρινθο και οι άλλοι μισοί λιποτάκτησαν για να μην έχουν την ίδια τύχη.
Απελπισμένος ο βασιλιάς-Στρατηγός. Κανείς πια δεν δεχόταν να επιχειρήσει να μπει στο Λαβύρινθο, όσο μεγάλο και αν ήταν το δέλεαρ.
-Ας τα κρατήσει τα νομίσματά του ο Βασιλιάς. Εμείς δεν είμαστε κορόιδα, έλεγαν οι κάτοικοι του κρατιδίου.
-Τη θέλουμε τη ζωούλα μας…
Από την άλλη μεριά, βέβαια, οι κάτοικοι είχαν βρει την ησυχία τους με αυτήν την κατάσταση. Ο τόπος είχε αδειάσει από τους στρατιώτες, τις ασκήσεις τους, τις αγριοφωνάρες τους.
Μα  και ο Βασιλιάς-Στρατηγός δεν ενδιαφερόταν πια τόσο για τη συγκέντρωση των φόρων. Ίσως γιατί για πρώτη φορά ήρθε αντιμέτωπος με τον φόβο (που όπως έλεγε κάποιος Αριστοτέλης) αισθάνεται αυτός που έχει αδικήσει. Πρόκειται για το ένστικτο του ανθρώπου για την ύπαρξη του αδυσώπητου νόμου: της συμπαντικής νομοτελειακής ανταπόδοσης.  Ή αλλιώς: «ότι δίνεις, παίρνεις».
Ξαπλωμένον σε βελούδινο σκαλιστό ανάκλιντρο στο πολυτελέστατο ανάκτορο να σκέφτεται, ήρθε και τον βρήκε ένας γεροδεμένος άνδρας με μαύρα μάτια. Η μορφή του, το παρουσιαστικό του, ο λόγος του κάτι θύμιζαν στον βασιλιά-Στρατηγό -απροσδιόριστο προς το παρόν. Ο Άνδρας προσφέρθηκε να βοηθήσει.
-Βασιλιά μου, με την άδειά σου θα μπω στον Λαβύρινθο και θα βγάλω έξω την κόρη σου.
 Βάλσαμο τα λόγια του! Ο Βασιλιάς-Στρατηγός διέκρινε το αποφασιστικό ύφος του νέου και άρχισε να ελπίζει ξανά. Έδωσε εντολή στους υπηρέτες του να περιποιηθούν τον νέο άνδρα. Να φάει απ’ τις λιχουδιές που έτρωγε μόνο ο Βασιλιάς-Στρατηγός, να ξεκουραστεί στο καλύτερο δωμάτιο ώστε να είναι έτοιμος για την περιπέτεια.
 Πράγματι, μόλις η Αυγούλα βγήκε στο σεργιάνι, ο Άνδρας μπήκε στον Λαβύρινθο με ένα σακίδιο στους ώμους και με τις ευχές του βασιλιά-Στρατηγού μα και όλου του προσωπικού του παλατιού. Πέρασαν οι δύο ημέρες και κατά τη διάρκεια της τρίτης και λίγο πριν λήξει το χρονικό όριο της κατάρας, ο Άνδρας βγήκε συνοδευόμενος από τη μοσχαναθρεμμένη κόρη. Σείστηκε το παλάτι από τις φωνές, τα γέλια και όλοι οι συγκεντρωμένοι ενθουσιασμένοι έτρεχαν να σφίξουν το χέρι του Άνδρα, να τον χτυπήσουν φιλικά στην πλάτη και να τον συγχαρούν. Η κόρη σοκαρισμένη από τον πολύμηνο εγκλεισμό, έπεσε στην αγκαλιά του πατέρα της με λυγμούς. Πανευτυχής ο βασιλιάς-Στρατηγός ζήτησε από τον Άνδρα να του πει, να του εξηγήσει πως τα κατάφερε.
-Μα, πώς;
-Είναι πολύ απλό! αποκρίθηκε ο Άνδρας. Ο τρόπος για να βγει κάποιος από το λαβύρινθο είναι να ακολουθεί σταθερά την ίδια κατεύθυνση: ή αριστερά ή δεξιά. Προϋπόθεση, βεβαίως, να ξέρει που είναι το αριστερά και που το δεξιά. Οι άνθρωποι μπαίνουν σε λαβύρινθο τυχαία, από περιέργεια, από βαρεμάρα και στη διάρκεια της αναζήτησης μπερδεύονται, παρεκκλίνουν, πάνε κι έρχονται και τελικώς ξεχνάνε και που είναι, και που θέλουν να πάνε. Κάποιοι κρατάνε στα χέρια τους μπροσούρες και αναλύουν, άλλοι στέκονται σε κάποιο σημείο ακίνητοι περιμένοντας σημάδι από τον ουρανό (ένα βέλος ίσως;),  μερικοί βασίζονται στο ένστικτό τους που "μυρίζει" την έξοδο.
 Όσοι βιάζονται να βγουν απ’ το λαβύρινθο, έξω στη ζωή, να μπερδευτούν με τους ανθρώπους, να χοροπηδήσουν, να γκρινιάξουν, να διαβάσουν μύθους, να ερωτευτούν, αναγκάζουν τη λογική τους να δουλέψει. Και όχι μόνο επιτυγχάνουν τον στόχο τους αλλά συμπαρασύρουν και άλλους. (Εμείς, ελπίζουμε να είναι πολλοί).
-Οι γενναίοι πολεμιστές μου γιατί δεν τα κατάφεραν;
-Οι στρατιώτες σου, Βασιλιά μου, ήταν εκπαιδευμένοι στο πως να εξοντώνουν οτιδήποτε είναι εμπόδιο στο δρόμο τους. Η σκέψη τους είχε τεμπελιάσει.
Ο Βασιλιάς-Στρατηγός έκανε ότι δεν κατάλαβε. Ήταν όμως τόσο χαρούμενος που είπε στον Άντρα.
-Νέε μου, σου είμαι ευγνώμων. Αποφάσισα, λοιπόν, να σου δώσω την κόρη μου για γυναίκα σου. Είμαι σίγουρος ότι είσαι ο πιο άξιος και ο πιο κατάλληλος για να την προστατεύεις.
-Γιατί;
-Να ζήσετε μαζί...
-Γιατί;
-Θα κληρονομήσεις το βασίλειό μου, την περιουσία μου...
-Γιατί;
-Θα έχεις χρήματα, θα έχεις σπίτια, υπηκόους...
-Γιατί;
-ΓΙΑΤΙ ΕΤΣΙ!
Ουφ! Επιτέλους!  Τώρα θυμήθηκε εκείνο το νιάνιαρο που στο παρελθόν τον είχε εξοργίσει και τώρα στεκόταν μπροστά του, άνδρας πια, και τον κοιτούσε με την ίδια εκνευριστική χαζοαθωότητα.
-Γιατί δεν θέλεις; ήταν η σειρά του Βασιλιά-Στρατηγού.
-Αγαπώ μια κοπέλα που την λένε Ελευθερ…..
-Γιατί;
-Την έχω ανάγκη…
-Γιατί;
-Είμαι ο προστάτης της, κάθε μέρα…
-Γιατί;
-Είναι άπιαστη…
-Γιατί;
-"Σπάει" όταν πιέζεται…
-Γιατί;
-Είναι ευαίσθητη…
Γιατί; Γιατί; Γιατί; Γιατί; Ο Βασιλιάς-Στρατηγός σιώπησε· έβρισκε αυτό το παιχνίδι τόσο μα τόσο ανιαρό. Αφού έδωσε στον σωτήρα της κόρης του κάμποσα πουγκιά με φλουριά, τον συνόδεψε έως έξω. Ύστερα αποσύρθηκε στον κήπο του με τα χιλιατόσα διαφορετικά είδη φυτών και αναρίθμητα είδη πουλιών να ανασάνει ήρεμος μετά τη φοβερή αυτή περιπέτεια. Έκατσε στο παγκάκι που βρισκόταν κοντά στην τεχνητή λιμνούλα και χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε να ρίχνει πετρούλες στο νερό. Το "μπλουμ" της πέτρας εξαφανιζόταν καθώς βούλιαζε στο νερό και έτσι σιωπηρά έκλεινε και η τρυπίτσα.  Ο κύκλος που εδημιουργείτο απλωνόταν και σχημάτιζε άλλον και αυτός με τη σειρά του άλλον... παρόμοιοι με τις δράσεις/αποφάσεις των ανθρώπων.
Δυστυχώς ο Χρόνος δεν άφησε στον Βασιλιά-Στρατηγό πολλά περιθώρια να χαθεί στη σκέψη του· ούτε λίγα, εδώ που τα λέμε. Γιατί στο μεταξύ κάποιος Στρατηγίσκος, με μικρό σχετικά στρατό, έκανε ανενόχλητος τον περίπατό του στο κρατίδιο, έφτασε μέχρι τα ανάκτορα, βρήκε την αίθουσα του θρόνου άδεια και… θρονιάστηκε.

Ο ολοκαίνουργιος-Βασιλιάς-Στρατηγίσκος επέτρεψε στον σκέτο-πια-Στρατηγό να πάρει μαζί του ότι ήθελε. Ο Στρατηγός έβγαλε από την ντουλάπα τον "σκελετό" της στολής του, την ξεσκόνισε και τη φόρεσε. Μετά κατέβηκε στο υπόγειο. Και τι λέτε ότι πήρε; Τα πλαστικά στρατιωτάκια. Τα μόνα που είχαν μείνει αναλλοίωτα στα τοοόσα χρόνια. Και επειδή ο χρυσός, ως γνωστόν, δεν χαλάει,  η κόρη του κρέμασε πάνω της όσα χρυσαφικά μπορούσε και φρόντισε να τιγκάρει με ράβδους χρυσού τις δυο καφέ βαλίτσες. Έβαλε και στις τσέπες της όσες ράβδους χωρούσαν και ξεκίνησαν, πατέρας και κόρη για μακρινό ταξίδι. Πήραν το δρόμο που δεν έχει επιστροφή. 
  

Μετά από πολύωρη πεζοπορία βρέθηκαν σ’ ένα χωριό στο πουθενά, εκεί που δεν τους γνώριζε κανείς και εγκαταστάθηκαν σ’ ένα αγροτόσπιτο.


./..
  Ο Στρατηγός στην καινούργια τους κατοικία δεν έμεινε άπραγος.  Περνούσε ώρες και ώρες παίζοντας με το παλιό του παιχνίδι. Έβγαζε τα στρατιωτάκια, τα γυάλιζε, τα έστηνε στην αυλή και ξαναζούσε μάχες, καταστροφικές, φοβερές… Μπροστάρης ο Άρης, ακολουθούσε ο Στρατηγός, φυσούσε η λαίλαπα, ανέμιζαν τα λευκά φτερά στο λοφίο του, έτρεχε ο ιδρώτας στον λαιμό του μαύρου του αλόγου· άκουγε εμβατήρια,  χλιμιντρίσματα, μεταλλικούς ήχους, ουρλιαχτά· έβλεπε φλάμπουρα, κουρνιαχτό, αίμα, φωτιά· ριγούσε όπως και τότε· η αδρεναλίνη στα ύψη όπως και τότε.

Οι κάτοικοι του χωριού συμπάθησαν «το καημένο το γεροντάκι», «ποιος ξέρει πόσα βάσανα πέρασε στη ζωή του και τρελάθηκε»,  όχι όμως και την κόρη του, την «ξιπασμένη, ποιά νομίζει πώς είναι;». Η συμπόνια, φυσικά και δεν εμπόδισε τους χωρικούς να του "κολλήσουν"  το κατάλληλο παρατσούκλι: τρελο-στρατηγός. Αυτό, δηλαδή, που ήταν πάντοτε!!!


Κι έζησε αυτός
τρελός και παλαβός

Εμείς, στη δική μας τρέλα
πλέκουμε κόκκινη κορδέλα

και στον Λαβύρινθο
απ’ έξω
ένα το σύνθημα
ΘΕΛΩ ΠΑΡΕΑ ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΙΞΩ


xronompala












1 σχόλιο: