Παρασκευή 19 Ιουλίου 2013

ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΣΠΑΘΙ

µlaφορά και έναν καιρό κάποιοι ταξιδευτές έφτασαν σ’ ένα  μεγαααααάλο νησί. 

Τους άρεσε τόσο πολύ o τόπος ώστε αποφάσισαν να παραμείνουν και να φτιάξουν εκεί τη ζωή τους. Έτσι κι έπραξαν. Παντρεύτηκαν, έκαναν παιδιά και εκείνα τα δικά τους και έτσι δημιουργήθηκε στο κέντρο του Νησιού η Χώρα.

Οι τολμηροί και λάτρεις της θάλασσας έχτισαν τις καλύβες τους, από καλάμια και χόρτο, κοντά στα πόδια της. Ψαράδες όλοι τους
Αχ, αυτή η Γαλανή!!! Τους ξεγελούσε με τα καμώματά της με τον Χρυσό Αφέντη· δεν τους άφηνε να
δουν τους κινδύνους. Μια φορά την εβδομάδα ερχόταν το μεγάλο Καράβι και αγόραζε τα ψάρια τους. Σε κάποια οικογένεια ψαράδων μεγάλωνε και ένα μικρό αγόρι. Ζωηρό, καλόκαρδο αλλά δεν του πολυάρεσε η τόσο κοντινή επαφή με τη θάλασσα.
Κάποια μέρα οι ψαράδες στο πέρα μακριά της λατρεμένης τους διέκριναν ένα καράβι. Στην αρχή ενθουσιάστηκαν, μα μετά σκέφτηκαν ότι δεν ήταν η μέρα που ερχόταν το Καράβι. Ο άνεμος που έσπρωχνε αυτό το σκαρί στη στεριά, μύριζε κίνδυνο. Όταν μάλιστα έφτασε τόσο κοντά και ξεκαθάρισε στη μαύρη σημαία του η ζωγραφιά της νεκροκεφαλής, πάγωσαν.
-ΠΕΙΡΑΤΕEEEEEEΣ, φώναξαν όλοι μαζί.
Οι νεότεροι δεν είχαν παρόμοια εμπειρία αλλά θυμήθηκαν τις διηγήσεις των παππούδων τους. Αλαφιασμένοι όλοι έτρεξαν να σώσουν τις ζωές τους και κατέφυγαν στο δάσος.
Οι πειρατές αποβιβάστηκαν στην παραλία, άγριοι με το σπαθί στο ένα χέρι και την πιστόλα στο άλλο· αποφασισμένοι για όλα. Άναψαν μεγάλες φωτιές και έκατσαν τριγύρω τρώγοντας από αυτά τα λιγοστά τρόφιμα που βρήκαν στις καλύβες, πίνοντας κόκκινο κρασί, από αυτό που τρέλαινε και τους ψαράδες και δεν έλειπε από καμιά καλύβα. Οι πειρατές γελούσαν, φώναζαν, χόρευαν, πυροβολούσαν. Όσο κι αν τους έτρεμαν όλοι, δεν μπορούσαν παρά να θαυμάσουν τη λαχτάρα τους για ζωή· απλώς να, είχαν διαφορετικό τρόπο να την απολαμβάνουν. Το επόμενο πρωινό οι πειρατές ανέβηκαν στο καράβι τους και τράβηξαν… ποιος ξέρει για πού. 
     Οι ψαράδες επέστρεψαν στην ακτή και είδαν τις καταστροφές. Έκαναν ένα ξεκαθάρισμα, επιδιόρθωσαν ότι μπορούσαν. Ξεκίνησαν να ξαναφτιάξουν τις καλύβες τους με χόρτο, καλάμια, πλεγμένα με αλμυρά δάκρυα κι ολόφρεσκα όνειρα. Το βράδυ τους βρήκε κουρασμένους, πεινασμένους. Συγκεντρώθηκαν όλοι μαζί να φάνε, κάποιος έπιασε το τραγούδι, και έστησαν τρελό χορό. Είχαν έναν πολύ σοβαρό λόγο για να είναι ευτυχισμένοι: ήταν ζωντανοί!!!

./..

Πέρασαν χρόνια ήσυχα, μονότονα και κάποια μέρα ξέσπασε εκείνη η φοβερή καταιγίδα. Έβρεχε, έβρεχε, μέρες πολλές. Μούλιασαν οι άνθρωποι, οι καλύβες τους, τα λίγα υπάρχοντά τους. Και σαν να μην ήταν αρκετό αυτό, η θάλασσα αγρίεψε, κάκιωσε, έγινε τεράστιο στόμα και απειλούσε να τους καταβροχθίσει. Πράγματι, η άθλια, αρκετούς τους παρέσυρε μαζί της.
Ένας νεαρός που απεχθανόταν τη θάλασσα κατάφερε κι αυτή τη φορά να σωθεί. Μα, η οικογένειά του δυστυχώς, χάθηκε. Όταν γύρισε και είδε ότι είχε απομείνει, στενοχωρήθηκε, αγανάκτησε. Στον φόβο του για τη θάλασσα προστέθηκε και το μίσος. Αντί, όμως, να τα βάλει με την κακή του μοίρα αποφάσισε να φύγει μακριά της, να ζήσει κάπου ώστε να αισθάνεται ασφαλής.
Δρόμο πήρε δρόμο άφησε… έφτασε στο δάσος. Βρήκε ένα ξέφωτο και αφού υπολόγισε τα πλην και τα συν, σκέφτηκε: να, εδώ θα χτίσω το σπίτι μου. Εδώ που δεν φτάνει το κύμα, ούτε ποτέ θα πλησιάσουν οι πειρατές. Εδώ θα είμαι προστατευμένος.
Από την επόμενη κιόλας ημέρα άρχισε το κτίσιμο. Έφτιαξε πρώτα πρώτα ένα στέρεο σπίτι. Μικρό. Μόνος μου είμαι. Και μόνος μου θέλω να ζήσω. Να χωράει τη ζωή μου. Να μην χρειάζεται να την ψάχνω σε σκορπισμένα δωμάτια. Τα πρωινά μάζευε τα δίχτυα του και από το μεσημέρι και μετά στρωνόταν στη δουλειά. Αφού τελείωσε το σπίτι του άρχισε το χτίσιμο του τείχους. Το τείχος έκλεινε κυκλικά το σπίτι μέσα του. Το προστάτευε. Έτσι, ο Νέος δεν φοβόταν τίποτα πια. Γεροδεμένος καθώς ήταν έχτιζε, έχτιζε, έχτιζε.
Κάποια μέρα έβαλε το χέρι του προστατευτικά πάνω από τα μάτια του να δει το ύψος του τείχους. Είδε έκπληκτος ότι ψηλά στις πολεμίστρες είχε κάτσει ένας αετός. Καλός οιωνός, σκέφτηκε. Καλά τα κατάφερα! Σωστό κάστρο! Καμάρωνε για το έργο του: θεόρατο, επιβλητικό! Άφησε μόνο ένα μικρό πέρασμα για είσοδο, το οποίο κάλυψε ώστε να μην μπορεί κανείς να το βρει και μετέφερε τα λιγοστά πράγματά του στο κάστρο. 
Άλλαξε και το επάγγελμά του. Τώρα πια ήταν ξυλοκόπος.
Κατέβαινε στη Χώρα μόνο για να προμηθεύεται τα απαραίτητα.
Σε ένα ‘κατέβασμα’ του, πρόσεξε μια όμορφη, γελαστή κοπέλα. Πότε ήρθε στην περιοχή, αναρωτήθηκε. Την πλησίασε, της έπιασε κουβέντα. Έμαθε ότι η Νέα είχε έρθει πρόσφατα, ότι έμενε στη Χώρα και ζούσε ευχάριστα. Ο Νέος της πρόσφερε κουλούρι σουσαμένιο που μόλις είχε αγοράσει από τον φούρνο. Μμμ... της νοστίμεψε· και το κουλούρι και ο Νέος!!! Ψηλός, μελαχρινός με ζωηρά μαύρα μάτια και όμορφο χαμόγελο. Επιπλέον, μύριζε αρώματα του δάσους και όχι ψαρίλα όπως οι περισσότεροι άντρες που ζούσαν στο Νησί. Συναντήθηκαν αρκετές φορές και τυχαία στον δρόμο αλλά και στο σπίτι της. Του μιλούσε, την άκουγε. Της μιλούσε· τη μάγευε!
Με τον καιρό ο Νέος όλο και αραίωνε τις επισκέψεις στην Χώρα. Είχε μάθει πια να ζει μόνος στο δάσος. Του αρκούσε η παρέα των ζώων, το πρωινό κελάιδισμα των πουλιών, ο μονότονος ήχος των ρυακιών. Η Νέα πήγαινε συχνά και στεκόταν έξω από το κάστρο. Τον φώναζε, τον καλούσε να ανοίξει το μοναδικό πέρασμα να μπει μέσα. Να κάνουν παρέα. Καμιά απάντηση. Έγερνε τους ώμους της και απομακρυνόταν θλιμμένη. Ο λόγος δεν ήταν η άρνησή του. Όχι! Ήταν ότι μπορούσε να τον ‘ακούσει’ πίσω από το τείχος να της ζητάει βουβά βοήθεια.
Τον ‘έβλεπε΄ που πάλευε με τον μεγαλύτερο εχθρό: τον φοβισμένο του εαυτό. Αδυσώπητος, ανάλγητος αντίπαλος. Είχε την ικανότητα να μεταμορφώνεται άλλοτε σε πύθωνα και να τυλίγεται γύρω από το λαιμό του, άλλοτε σε χοντρές αλυσίδες, άλλοτε σε ατσάλινη στενή πανοπλία. Πόσο λυπόταν τον Νέο. Η ζωή κυλούσε αδιάφορη. Πόσο λυπόταν τον εαυτό της…
        Σε στιγμές αβάσταχτης μοναξιάς η φαντασία της Νέας μεταμόρφωνε τον Νέο σε δράκο. Τεράστιος μαύρος με πελώρια ουρά, σκληρό δέρμα, δόντια σουβλερά σε απύθμενο στόμα που έβγαζε φλόγες και την τσουρούφλιζαν. Μήπως ο Νέος το βράδυ μεταμορφωνόταν σε τέρας και γι αυτό δεν της άνοιγε να περάσει; Μήπως, αναρωτιόταν, αντί να κατηγορεί την Μοίρα της θα ήταν καλύτερο να την ευγνωμονεί για την προστασία που της έδινε;
            Πόσο ντρεπόταν για αυτές τις αρρωστημένες σκέψεις, τις λιγοστές φορές που ο Nέος ερχόταν να την επισκεφθεί στο σπίτι της. 
Μαγείρευε για κείνον τα πιο νόστιμα φαγητά,
 τα πιο γλυκά γλυκά,








του μιλούσε με τις πιο όμορφες, τρυφερές λέξεις με σκοπό να τον ξελογιάσει. Να τον κρατήσει δίπλα της για όσο… Γλυκαινόταν αλήθεια εκείνος. Μα τίποτα δεν ήταν αρκετό να καλύψει τη μυρωδιά της θάλασσας που έφτανε μέχρι τα ρουθούνια του ‘θηρίου του’ και ανάγκαζε τον Νέο να φεύγει. Και εκείνη έμενε ξανά μόνη.
            Η Νέα υπέφερε. Ρωτούσε δεξιά αριστερά, ζητούσε γνώμες για να αντιμετωπίσει αυτό το θεριό που στοίχειωνε πια και τα δικά της όνειρα. Έμαθε  για τον Σοφό Άνθρωπο που ζούσε σε κάποιο μακρινοοοοό νησί. Εκείνη δεν το αποφάσιζε. Δεν την τρόμαζαν οι δυσκολίες του ταξιδιού. Αλλά να… αν, αναρωτιόταν, αν στο μεταξύ ο νέος ερχόταν να την επισκεφθεί; Δεν την έβρισκε και νόμιζε ότι εκείνη τον ξέχασε…  ότι δεν τον ήθελε πια…Τι να κάνει;
             Για καλή της τύχη ο Σοφός Άνθρωπος μια μέρα επισκέφτηκε το Νησί. Η Νέα έτρεξε από τους πρώτους να τον συμβουλευτεί, να τον ρωτήσει. Υπήρχε κάποιο μαγικό σπαθί να το βρει και να σκοτώσει το θηρίο; Και που ήταν; Πού να ψάξει;
Ο Σοφός της απάντησε ότι το Μαγικό Σπαθί που ζητούσε, ναι, υπήρχε. Το είχε χτίσει ο Νέος με τα ίδια του τα χέρια μέσα στο κάστρο. Μόνον αυτός ήξερε που ακριβώς είναι. Μόνον αν αποφάσιζε ο ίδιος θα μπορούσε να το βγάλει για να το  χρησιμοποιήσει. Κατάρα φοβερή…! Τόσο, μα, τόσο άδικο!
Ο Σοφός Άνθρωπος επειδή λυπήθηκε την κοπέλα της είπε:
Μάθε ότι στο Λεξικό της Μαγείας δεν υπάρχει η λέξη ΑΡΓΑ
Και έφυγε. Η Νέα δεν κατάλαβε τα λόγια του. Καθόταν συχνά στο μπαλκόνι της και σκεφτόταν, σκεφτόταν, προσπαθούσε  να ερμηνεύσει τα λόγια του Σοφού Ανθρώπου.

./…

΄Eτσι λοιπόν, ο ένας μήνας άλλαζε τον άλλον
ο χρόνος τον άλλον χρόνο…. Εκεί στο μπαλκόνι τη βρήκε το περιστέρι. Κατάλευκο! Στο ροζ ράμφος του κρατούσε έναν μεγάλο φάκελο! Από τους χτύπους της καρδιάς της ένιωσε ποιος ήταν ο αποστολέας. Όταν πήρε τον φάκελο στα χέρια της και τον άνοιξε, λιγώθηκε από τις μυρωδιές του πεύκου και του κέδρου. Υπέροχα αρώματα του δάσους! Στο χαρτί ήταν γραμμένη η πιο λαχταριστή, για κείνη, λέξη του κόσμου: ΕΛΑ
     Πήρε από το συρτάρι ένα κομμάτι χαρτί και εκείνο τον Κόκκινο Μαρκαδόρο που ήταν προορισμένος για να γράψει μία και μόνο λέξη: ΕΡΧΟΜΑΙ. Γέμισε ο χώρος από άρωμα περγαμόντου και γαρδένιας. Έδωσε το χαρτί στο πουλί, εκείνο έφυγε για τον δρόμο του κι αυτή χτενίστηκε, στολίστηκε και έφυγε για το κάστρο. Ποια καλή νεράιδα έβαλε φτερούγες στους γέρικους ώμους της και γοργοπέταξε; Άραγε να ήταν η ίδια νεράιδα που έδωσε φως στα κουρασμένα μάτια της και είδε το μυστικό πέρασμα; Άνοιξε το πορτάκι και γρήγορα-γρήγορα μπήκε στο κάστρο. Η Γριούλα βλέποντας τις ρωγμές που είχαν σχηματιστεί πάνω στο τείχος, και το σπίτι ετοιμόρροπο, τρόμαξε. Στην αυλή σε μια πολυθρόνα καθόταν ένας γεράκος. Ήταν αποκαμωμένος, λαβωμένος. Από τις πληγές του έτρεχε αίμα και στα πόδια του κοντά βρισκόταν ένα σπαθί.
Τη ρώτησε με δειλή γλύκα:
-Άργησα;
Του απάντησε με λαχανιασμένη φωνή:
-Άργησα;

Τότε ο Γεράκος σηκώθηκε, πήρε από το τραπεζάκι ένα ποτήρι νερό, ρούφηξε το μισό και της έδωσε να πιει το υπόλοιπο. Εκείνη το ήπιε όλο και
ΠΛΟOOΠ!!!!!!!!!!!

Ξανάνιωσαν και οι δύο!!! Κύλησε η χρονόμπαλα και τους πήγε στο Τότε της νιότης, της ζωντάνιας, της δικαιολογημένης αισιοδοξίας. Τόσο ωραίοι και οι δύο!!!
Τη σήκωσε με τα χέρια του, τη στριφογύρισε και την πέταξε ψηλά να ταξιδέψει, να δει τις ομορφιές της Γης. Βιαστική εκείνη, διέκοψε το ταξίδι της και ήρθε στην αγκαλιά του. Έγινε το μωρό του έγινε θεός της!!! Στη διαδρομή ενός φιλιού ειπώθηκαν τα πάντα. Στο άνοιγμα των ματιών 'έβλεπαν' το όνειρό τους, στο κλείσιμο ζούσαν τη φαντασίωσή τους. Έζησαν ώρες αγάπης, πάθους, ακόμα και όταν πέρασε η επίδραση του ‘νερού’. Δεν έδωσαν σημασία στις ζάρες τους, στις πληγές τους, στην όμορφη ασχήμια τους! Θα ήταν αχαριστία από μέρους τους. Βοηθούσε και το σκοτάδι, που πια 
ήταν ολοφάνερη η παρουσία του.
Ξάφνου, ακούστηκε θόρυβος, εκκωφαντικός… το κάστρο σείστηκε… κατόπιν ησυχία. Άνθρωποι τρομαγμένοι συγκεντρώθηκαν με τα φαναράκια στο χέρι να δουν, να μάθουν τι συνέβη. Είδαν ότι είχε απομείνει από το κάστρο: πέτρες και χώμα. Ολοσχερής καταστροφή! Ωστόσο, στην ατμόσφαιρα διάχυτες μυρωδιές ευωδιαστές: του πεύκου και του περγαμόντου, του κέδρου και της γαρδένιας. Έκαναν να φύγουν,  μα, κοντοστάθηκαν. 
Έκπληκτοι είδαν δύο μάζες ασημένιας σκόνης να υψώνονται προς τον ουρανό και φτάνοντας πολύ πολύ ψηλά ενώθηκαν, σχηματίζοντας έναν ασημένιο φοίνικα! Τα αστεράκια παραμέρισαν για να του κάνουν χώρο να απλωθεί. Κι εκείνος καμαρωτός άνοιγε τα φύλλα του, ίσιωνε τον κορμό του, απολαμβάνοντας τον θαυμασμό των ανθρώπων και των αστεριών. Καμάρωνε, καμάρωνε, έως ότου έσβησε· όπως όλα τα πυροτεχνήματα.
Από τότε άνθρωπος δεν ξαναείδε στον ουρανό τον ασημένιο φοίνικα. Αυτό το προνόμιο το έχουν μόνο τ’ αστέρια! Γεύονται τη χαρά της παρέας του και συχνά-πυκνά τού ζητούν να τους διηγηθεί την ιστορία της δημιουργίας του. Ξανά και ξανά….

./…


Aπό το επόμενο κιόλας βράδυ μέχρι και σήμερα άτομα φτάνουν στην περιοχή που κάποτε κυριαρχούσε το κάστρο. Σκάβουν στα χαλάσματα, μετακινούν πέτρες, ψάχνουν, ψάχνουν εναγωνίως 

το Μαγικό Σπαθί. 
Κάποιοι τυχεροί το βρίσκουν και λύνουν τα μάγια.

Και ζουν αυτοί καλά και εμείς…, χμμ, έτσι κι έτσι,

γιατί δυστυχώς στη Ζωή

πολλές φορές το ΑΡΓΑ

παίρνει σάρκα και οστά














Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου