Τρίτη 18 Απριλίου 2017

O Ήλιος βασιλεύει....

«... κι αυτό γιατί ντύνεται, λίγο πριν τη δύση του, με τα χρώματα της αυτοκρατορικής βυζαντινής
Κωνσταντινούπολη ή Istanbul
πορφύρας. Το αμετάφραστο σε άλλη γλώσσα «ο ήλιος δύει». Θεωρώ την παράδοξη αυτή έκφραση ως αδιάψευστη απόδειξη της συνέχειας, ως κληρονομιά μιας διαχρονικής αψεγάδιαστης εμπειρίας».
Σελίδα 46 από το βιβλίο Πόσο ελληνικό είναι το Βυζάντιο; Πόσο Βυζαντινοί οι Νεοέλληνες, εκδ. Gutenberg 2016,

της ακάματης Ελένης Γλύκατζη-Αρβελέρ.











-Η πορφύρα, χρωστική ουσία, παράγεται από ένα σπάνιο όστρακο που αποδίδει κόκκινο, μενεξεδί έως μπλε χρώμα. Συλλογή οστράκων γινόταν στη σημερινή Παλμύρα (αρχαία Φοινίκη) της Συρίας! Η παρασκευή πορφυρών ενδυμάτων ήταν δαπανηρή. Εξ αυτού (το χρώμα της χαράς!)  ήταν προνόμιο των αυτοκρατόρων, βασιλιάδων.

Έτσι. Για χάρη της συζήτησης... 
Βρήκε απάντηση η απορία μου: γιατί λέμε ότι ο Ήλιος βασιλεύει ενώ κατευθύνεται στο κατώτατο σημείο και τελικώς χάνεται από τον ορίζοντα!

Κυριακή 9 Απριλίου 2017

ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΚΑΙ ΡΗΤΟΡΑΣ ΔΙΩΝ, ΕΛΠ 21

φοιτητική εργασία της Ναυσικάς Αλειφέρη για το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, ΕΛΠ 21
(βαθμός 9)



Εισαγωγή

Κατά την Ελληνιστική περίοδο (323 π.Χ.-31 π.Χ.) η δημιουργία βασιλείων είχε ως συνέπεια οι πόλεις-κράτη να χάσουν την αυτονομία τους. Kαθώς οι πολιτειακοί θεσμοί λειτουργούσαν τυπικά το άτομο έχασε τον πολιτικό του ρόλο και η συνυφασμένη με την άμεση δημοκρατία ρητορική έχασε τη δυναμική της.  Η αγάπη για τη γνώση (φιλοσοφία), η αναζήτηση αιώνιων αρχών (χαρακτηριστικό της Κλασικής περιόδου) υποχώρησε προς χάρη της αναζήτησης της προσωπικής ευδαιμονίας.[1] Η λογιοσύνη και η έρευνα της αρχαίας λογοτεχνίας ευνόησαν τη φιλολογία.[2] Οι λόγιοι επέλεγαν είτε τον λιτό αττικισμό είτε τον περίτεχνο ασιανισμό –αντί της Κοινής γλώσσας. Ο αλεξανδρινός Καλλίμαχος (320-240 π.Χ.), με έργο του οποίου θα ασχοληθούμε στην πρώτη ενότητα, που θεωρείται ο κορυφαίος εκπρόσωπος της ελληνιστικής διανόησης έγραφε στην αττική διάλεκτο. Με το πλούσιο συγγραφικό του έργο αποτέλεσμα της πολύχρονης μελέτης της λογοτεχνικής παράδοσης αλλά και με τα νεωτεριστικά στοιχεία που εισήγαγε επηρέασε τη φιλολογία όχι μόνον της εποχής του αλλά και τη μεταγενέστερη.[3]
Στην παγκόσμια ρωμαϊκή αυτοκρατορία η εξαφάνιση των πόλεων-κρατών ολοκληρώθηκε. Στους λεγόμενους Αυτοκρατορικούς χρόνους (31 π.Χ.-330 μ.Χ.) πόλεις με αίγλη όπως η κλασική Αθήνα, η ελληνιστική Αλεξάνδρεια μετατράπηκαν σε επαρχίες. Στις νέες αυτές συνθήκες το άτομο έχασε εντελώς τον πολιτικό του ρόλο. Και ενώ η επίδειξη πλούτου, η υπερβολή χαρακτήριζε την εύπορη τάξη η κατώτερη ζούσε στην ένδεια. Επιπλέον, οι βραχύβιες ρωμαϊκές δυναστείες και οι συχνοί εμφύλιοι πόλεμοι των δυναστειών οδηγούσαν το άτομο σε αβεβαιότητα αλλά και σε απογοήτευση αναφορικά με τα εγκόσμια. Λύτρωση σε αγωνιώδη ερωτήματα που γεννούσε η εσωστρέφεια επεδίωξαν να δώσουν διάφορα φιλοσοφικά ρεύματα, όπως ο Κυνισμός, ο Στωισμός,

Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2017

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, Η ΡΗΤΟΡΙΚΗ ΤΟΥ 4ου αι. π.Χ., ΕΛΠ 22

Φοιτητική εργασία της Ναυσικάς Αλειφέρη για το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, ΕΛΠ 21
βαθμός 8


 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Εισαγωγή

Η Ρητορική είναι η τέχνη της σύνθεσης πειστικών επιχειρημάτων του προφορικού και γραπτού λόγου. Εμφανίστηκε τον 5ο αιώνα π.Χ. στην Αθήνα και θεωρήθηκε απαραίτητο εφόδιο προκειμένου ο πολίτης να συμμετέχει στα κοινά. Η ισηγορία ήταν πλέον δικαίωμα του πολίτη, ο οποίος είχε ευκαιρίες να ρητορεύσει -προκειμένου να εκφέρει άποψη, να επεξεργαστεί νόμους, να κρίνει πράξεις, να υποστηρίξει το δίκιο του, να απαντήσει σε λεκτικές επιθέσεις- στα νέα θεσμικά δημοτικά όργανα, όπως τα λαϊκά δικαστήρια, η Εκκλησία του Δήμου, η Βουλή, αλλά και στις εορταστικές εκδηλώσεις. Οι ρητοροδιδάσκαλοι ανέλαβαν επ’ αμοιβή την εκπαίδευση εύπορων νέων που ήθελαν να ακολουθήσουν πολιτική σταδιοδρομία.[1] Κατά τον Αριστοτέλη αναπτύχθηκαν τρία είδη ρητορικού λόγου: το δικανικόν, το συμβουλευτικόν (πολιτικός), το επιδεικτικόν (πανηγυρικός).[2]
Στην πρώτη ενότητα θα παρουσιάσουμε ένα απόσπασμα από τη Ρητορική του Αριστοτέλη. Η Ρητορική βασίζεται στα χειρόγραφα του Αριστοτέλη, στα οποία περιγράφονται με επιστημονικούς όρους οι πρακτικές, οι μέθοδοι της ρητορικής τέχνης.[3]
Στη δεύτερη ενότητα θα ασχοληθούμε με τους δικανικούς λόγους του Απολλόδωρου «Κατά Νεαίρας» και του Αισχύνη «Περὶ τῆς παραπρεσβείας» (34), που γράφτηκαν τον 4ο αιώνα π.Χ., όταν η Αθήνα είχε περιέλθει σε παρακμή. Η μήνυση που κατέθεσε ο Απολλόδωρος το 342 π.Χ. κατά της εταίρας Νεαίρας είναι δείγμα διαβολής, αφού αναφερόταν σε γεγονότα που είχαν συμβεί πριν