www.travelstyle.gr |
Παπούα
Η απελπισία μαζί με το παράλογο συναντώνται σε μια τραγική απονενοημένη κίνηση κατά του πολέμου. Η είδηση που σοκάρει έρχεται από τη μακρινή ζούγκλα της Παπούα στη Νέα Γουινέα.Εκεί όπου οι μάνες σκοτώνουν τα αρσενικά παιδιά που γεννούν σε μια προσπάθεια να δώσουν τέλος στον εμφύλιο που μαστίζει την περιοχή εδώ και 22 χρόνια.
Ανατριχιαστική είναι η μαρτυρία δύο γυναικών που έλυσαν τη σιωπή τους και μίλησαν σε εφημερίδα της χώρας. Η Ρόνα Λιουκ και η Κιπιγιόνα Μπέλας, ανήκουν σε διαφορετικές φυλές, παραδέχτηκαν, όμως, και οι δυο ότι σκοτώνουν τα μωρά τους σε μια πρακτική χρόνων σε μια προσπάθεια να κλείσουν τον κύκλο της βίας που αποδεκατίζει τις φυλές τους.
«Με τον πόλεμο έχουμε ξεπεράσει τα όρια της εξαθλίωσης» είπαν και πρόσθεσαν: «Αποφασίσαμε να δολοφονούμε τα νεογέννητα αγόρια μας για να μειώσουμε τον αριθμό των ανδρών που μπορούν μελλοντικά να πολεμήσουν». Κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει πόσα μωρά έχουν σκοτωθεί έως τώρα. «Είναι μία πολύ οδυνηρή εμπειρία, αλλά είναι απαραίτητη για το καλό όλων» εξομολογήθηκαν οι γυναίκες που τόνισαν ότι έχουν υποφέρει αρκετά από την πολεμοχαρή φύση των ανδρών. Θεωρούν τους άντρες υπεύθυνους για τους πολέμους και τα δεινά που αντιμετωπίζουν καθημερινά οι ίδιες και τα παιδιά τους.
Η διαμάχη μεταξύ των δυο φυλών ξεκίνησε μετά από περίεργους θανάτους στα δυο στρατόπεδα που αποδόθηκαν σε μάγια και τώρα πάστορες και οργανώσεις αρωγής προσπαθούν να πείσουν τους φύλαρχους να ζήσουν πια εν ειρήνη. Οι κοινωνιολόγοι σχολίασαν ότι η αποκάλυψη έρχεται τώρα, καθώς οι φυλές αυτές είναι ιδιαίτερα απομονωμένες και κάνουν λόγο για ένα δρόμο που οδηγεί στην ουσία προς την αυτοκτονία. Πηγή: ANT1, 2/12/2008
....................................................................
Και ως τ’ άκουσε επετάχθη ευθύς ο Έκτωρ απ’ το δώμα
πάλι στους δρόμους τους λαμπρούς που ’χε περάσει πρώτα,
κι έφθασε, την πολύχωρη περνώντας πολιτείαν,
στες Σκαιές πύλες. Στην στιγμήν που εκείνα εις το πεδίον,
με ορμήν εμπρός του επρόβαλεν η ασύγκριτη Ανδρομάχη,
πολύδωρη συμβία του και κόρη του γενναίου
Αετίωνος, που κάτωθεν της δενδρωμένης Πλάκου
της Θήβης εβασίλευε και των Κιλίκων όλων.
Του πολεμάρχου Έκτορος αυτή ’ταν η συμβία
που τότε τον απάντησε με την τροφόν σιμά της,
οπού βαστούσε το μικρό μονάκριβο παιδί της,
τον Εκτορίδην, όμοιον με εύμορφον αστέρα.
Σκαμάνδριον ο πατέρας του, Αστυάνακτα τα πλήθη
τον λέγαν, ότι έσωζε ο Έκτωρ την Τρωάδα.
Εκείνος χαμογέλασε κοιτώντας το παιδί του
ήσυχα. Κι
απ’ το χέρι του πιασμένη η Ανδρομάχη
εδάκρυσε και του'λεγεν:
Οϊμέ!
Θα σ’ αφανίση τούτη σου η τόλμη, ω τρομερέ.
Και το βρέφος δεν λυπείσαι
τούτο κι εμέ την άμοιρην που χήρα σου θα γίνω
γρήγορα, ότι γρήγορα θα ορμήσουν όλοι αντάμα
να σε φονεύσουν οι Αχαιοί και άμα σε χάσω, κάτω
στον μαύρον Άδη ας κατεβώ, διότι αν αποθάνης
και συ, καμιά παρηγοριά δι’ εμέ δεν θ’ απομείνη,
και πόνοι μόνον. Έχασα πατέρα και μητέρα.
Έκτωρ, συ είσαι δι’ εμέ πατέρας και μητέρα,
συ αδελφός, συ ανθηρός της κλίνης σύντροφός μου.
Αλλά λυπήσου μας, και αυτού μείνε στον πύργον,
μήπως ορφανό κάμης το παιδί και χήραν την γυναίκα.
Και ο μέγας
Έκτωρ έβγαλε την περικεφαλαίαν
και καταγής την έθεσαν οπού λαμποκοπούσε.
Εφίλησε κι εχόρευσε στα χέρια το παιδί του
κι έπειτα
ευχήθη στους θεούς κι είπε:
Ω πατέρα Δία,
κι όλ’ οι επουράνιοι θεοί, δώσετε εις το παιδί μου
τούτο, ως εδώκατε εις εμέ, στο γένος του να λάμπη,
στ’ άρματα μέγας, δυνατός στην Ίλιν βασιλέας,
και ως έρχεται απ’ τον πόλεμον μ’ άρματα αιματωμένα,
εχθρού που εφόνευσε, να ειπούν: καλύτερος εδείχθη
και του πατρός του, και χαράν θα αισθάνεται η μητέρα.
Ως είπε αυτά, στην αγκαλιά της ποθητής συμβίας
το βρέφος έβαλε και αυτή στο μυροβόλο στήθος
το πήρε γελοκλαίοντας. Την ελυπήθη εκείνος,
εχάιδευσέ
την κι έλεγε:
Αγαπητή, μη θέλεις τόσο δι’ εμέ να θλίβεσαι,
στοχάσου ότι στον Άδη
δε θα με στειλη άνθρωπος η ώρα μου πριν φθάση.
Και άνθρωπος άμα γεννηθή είτε γενναίος είναι,
είτε δειλός δεν δύναται τη μοίρα ν’ αποφύγη.
Αλλ’ άμε σπίτι, έχει στον νουν τα έργα τα δικά σου,
την ηλακάτην, τ’ αργαλειό, και πρόσταζε τες κόρες
να εργάζωνται. Στον πόλεμον θα καταγίνουν όλοι
οι άνδρες που εγεννήθησαν στην Τροίαν κι εγώ πρώτος.
Είπε και πάλι εφόρεσε την περικεφαλαίαν.
Και προς το σπίτι εκίνησεν η αγαπητή γυνή του
κι εσυχνογύριζε να ιδή με μάτια δακρυσμένα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου