Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2013

ΦΑΟΥΣΤ



Goethe, Faust, 1790

ΦΑΟΥΣΤ
Ω χαρά σ’ εκείνον που το ελπίζει
απ’ της πλάνης τη θάλασσα να βγει:
Κανείς χρειάζεται ό,τι δε γνωρίζει
κι ό,τι γνωρίζει δεν τον ωφελεί.
Μα ας μην αφήσουμε τις ώρες τις γλυκές
μια θλίψη σαν αυτή να τις συχγύζει!
στην πρασινάδα μέσα κοίτα τις σκεπές
Πώς πέφτοντας ο ήλιος τις φλογίζει.
Γέρνει και φεύγει -η μέρα ξεψυχά-
τρέχει εκεί κάτω νέα ζωή να δώσει.
Ω, που φτερό από δω να με σηκώσει
κατόπι του να ορμώ παντοτινά!
Σ’ αιώνια βραδινή λαμπράδα σα θωρώ
τη γη στα πόδια μου άφωνη, αναμμένα
τα βουνά, τα λαγκάδια ησυχασμένα,
χρυσόρειθρο το ρυάκι το αργυρό
τότε το δρόμο το θεϊκό δεν τον βαστά
το άγριο βουνό με τα φαράγγια του όλα·
να, εμπρός στα θαμπωμένα μάτια, κι όλα
λιμάνια ανοίγει η θάλασσα ζεστά.
Μα τέλος παίρνει και βυθά ο Θεός·
καινούργια ορμή όμως μου ξυπνά, και τρέχω
κοντά του να πιω τ’ άσβηστο το φως,
τη μέρα εμπρός, τη νύχτα πίσω μου έχω,
τα ουράνια απάνω, τα βουνά από κάτου.
Όνειρο ωραίο, ωστόσο εκείνος σβει!
Αχ! Εύκολο δεν είναι στο κορμί
με τα φτερά του νου να σμίξει τα φτερά του.
Μα ο καθένας είνα’ έτσι γεννημένος,
ψηλά η ψυχή του να χιμά και μπρος,
όταν απάνω στο γλαυκό χαμένος
τον ηχερό λαλεί σκοπό του ο κορδαλός·
όταν ο αϊτός τετράπαλτος σαλεύει
απάνωθε από πεύκα και γκρεμά,
κι από κάμπους και θάλασσες ψηλά
ο γερανός τον τόπο του γυρεύει.

ΒΑΓΚNΕΡ
Ώρες παράξενες είχα και γω συχνά,
μα τέτοια ορμή δεν έχει μέσα μου σαλέψει.
Δάση και αγροί κουράζουν εύκολα· φτερά
πουλιού ποτέ η ψυχή μου εμέ δε θα ζηλέψει.
Πώς μα ς σέρνουν αλλιώς του νου οι χαρές
μέσα στα φύλλα, μέσα στα βιβλία!
Γλυκά περνούν οι χειμωνιάτικες νυχτιές,
Το κορμί μας θερμαίνει η ευδαιμονία,
Κι αν ξετυλίγεις και καμιά σπουδαία περγαμηνή,
Διάπλατοι ανοίγουν μπρος σου οι ουρανοί.

ΦΑΟΥΣΤ
Ένιωσες μόνο μια απ’ τις δυο ορμές·
Ω, ποτέ η άλλη ας μη σ’ εγγίσει!
Μέσα μου εμένα ζούνε δυο ψυχές,
που η μια θέλει απ’ την άλλη να χωρίσει
Η μια με αγάπη δυνατή σφιχτά
σφιχτά στον κόσμο  αυτόν καρφώνεται,
Η άλλη με ορμή απ’ τη σκόνη υψώνεται
στις σφαίρες τρανών προγόνων ψηλά.
Ω, αν πνεύματα ο αέρας τρέφει
που ανάμεσα δεσπόζουν σε ουρανό και γη,
απ’ τα χρυσά κατεβείτε τα νέφη
και φέρετε με σε μια άλλη λαμπερή ζωή!
Ω, ένα μαντύα μαγικό μονάδα δώσ’ μου,
σε ξένες χώρες να με πάει μακριά,
και χάριζα τα πιο ακριβά ρούχα του κόσμου,
ακόμα και χλαμύδα βασιλιά.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου