Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2014

Λιλή Ζωγράφου

... και το χρυσάφι των κορμιών τους
 
 
17/6/22-4/10/1998, Λιλή Ζωγράφου
  

Εγώ δεν αισθάνθηκα ποτέ μακριά από τους άντρες, 
δεν αισθάνθηκα να διεκδικώ κάτι από τους άντρες 
και να μην το πήρα.

Είμαι παθιασμένη αντιφεμινίστρια για τον απλό λόγο 
ότι είμαι ευτυχής που γεννήθηκα γυναίκα. 
Και τι θα γινόμουν, πως θα ’παιρνα 
τόσες και τέτοιες ηδονές αν δεν υπήρχαν οι άντρες.







             

 ............................................................................................................

… Το μεγάλο μάτι του φεγγαριού που ’χε κρεμαστεί σ’ ένα κλαδί, χαμήλωσε κι άλλο και ψαχούλεψε ανήσυχο τα γυμνά τεντωμένα κορμιά τους, σφιχτά κολλημένα το ’να δίπλα στ’ άλλο. Νιογέννητοι ή νεκροί;
Τούτη η ώρα δεν θα πέθαινε ποτέ στη μνήμη της γης.
-Μ’ ακούς; ρώτησε κι η φωνή της κρεμάστηκε ασημοκλωστή στις πευκοβελόνες.
-Ναι, αγάπη μου.
-Απόψε, όσοι κοιμούνται θα νειρευτούν την τέλεια ευτυχία. Οι χωρισμένοι θα συμφιλιωθούν και οι ερωτευμένοι θα πιάσουνε όμορφα σαν ήλιους παιδιά, γιατί πλαγιάσανε όλοι τους πάνω στην αγάπη
μας που σκέπασε τη γη.

-Δεν με φτάνει μια νύχτα, παραπονέθηκε κι έκρυψε το κεφάλι του στο στήθος της.
-Ποιον φτάνει μια νύχτα;

-Λυπήσου με, την παρακάλεσε, θεριό είναι τ’ όνειρο και μου ξεσκίζει τις νύχτες με τα νύχια του.
-Μοναχέ μου, ψιθύρισε κλείνοντάς τονε στην αγκαλιά της, που ’χε μεγαλώσει από την τρυφεράδα και τον χωρούσε σαν φωλιά.
-Πριν έρθεις, είπε με βραχνή φωνή, δεν ήξερα. Νόμιζα πως όλοι οι άντρες γεννιούνται έρημοι, παντρέυουνται έρημοι, κάνουνε παιδιά έρημοι, παλεύουνε μοναχοί και μοναχοί πεθαίνουνε. Κι ύστερα ήρθες…
            Η Γαλανή έσφιξε τα μάτια τρομαγμένη.
-Κι ύστερα ήρθες λιγνή σαν καλαμιά. Και σαν έφυγες έχασα και την ερημιά και σένα.
            Οι λυγμοί του ανεβαίνανε μαλακά, φουσκώνοντας το στήθος του. Με τις άκρες των χειλιών της άνοιξε τις σκληρές βλεφαρίδες και ρούφηξε τα κρυμμένα δάκρυα.
-Με κοροϊδεύεις που κλαίω; Τη ρώτησε.
            Τον έσφιξε να τον πνίξει στα στήθια και τον λαιμό της.

-Μόνον οι αληθινοί άντρες έχουνε καρδιά. Κι όσοι έχουν καρδιά κλαίνε, γιε μου… άντρα μου.

...................................................
Όταν πρωτοβγήκε τούτο το βιβλίο το 1961 [Οκτώβριος], με ρωτούσαν αν ήταν προσωπικό μου βίωμα. Για να μην επαναληφτεί η αδιακρισία, εξηγώ. 
Είχα πάντα ένα παράπονο πως η οξύτερη αίσθηση απόλυτης βιολογικής ευτυχίας που ζούμε, η γαμική, εντείνεται, κορυφώνεται ως την κραυγή του παροξυσμού, 
για να μας εκμηδενίσει εκμηδενιζόμενη. 
Τούτη η απερίγραπτη αίσθηση έχει μια γεύση αιωνιότητας.
Που κανείς ωστόσο και τίποτα, δεν μπόρεσε να απαθανατίσει, να περιγράψει, να σταματήσει. 

Πίστευα παράλληλα πως αυτή την αισθησιακή ευτυχία τη χρωστούμε στο σερνικό, 
όσο και στο κορμί μας. 
Αυτό προσπαθούσα ν' απαθανατίσω.
Μόνο σαν τελείωσα τη γραφή κατάλαβα πως, 
πέρα από τον ύμνο μου στον άντρα-έρωτα, 
έστελνα κι ένα μήνυμα απελευθερωτικό στις γυναίκες'



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου