Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2014

ΚΑΛΗ ΄ΝΑΙ Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ, ΜΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΓΓΕΛΟΥΣ

ο άνθρωπος ο κακομοίρης δεν αντέχει, θέλει έλεος...

.................
Μα εκεί που πήγαινε και κόντευε πια να φτάσει σπίτι του, στάθηκε απότομα.
Ένα μικρό παιδάκι μαραμένο από την πείνα, με πρησμένη χλωροπράσινη κοιλιά, ήταν μπρούμυτα ξαπλωμένο στη μέση του δρόμου, σκάλιζε με τα νύχια του τη γης κι έτρωε χώμα. Στάθηκε τρομαγμένος ο παπα-Γιάνναρος και τα μάτια του βούρκωσαν.
Έσκυψε, το πήρε από το χέρι.
- Σήκω απάνω, παιδί μου, είπε· πεινάς;
- Όχι, έφαγα.
- Τι έφαγες;
Άπλωσε το χεράκι του, του έδειξε το χώμα.
- Χώμα.
Ανακυκλώθηκε το αίμα του παπα-Γιάνναρου, μούγκρισε σιγά, σα να τον
έσφαζαν.
«Άτιμος είναι ο κόσμος ετούτος» συλλογίστηκε «άτιμος, άδικος, Θεέ μου, πως τον κρατάς στην αγκαλιά σου και δεν τον τινάζεις κάτω να γίνει χίλια κομμάτια· να ξαναγίνει πάλι λάσπη και να πλάσεις καινούριο κόσμο καλύτερο; δεν είσαι πολυέσπλαχνος, δεν είσαι παντοδύναμος; δε βλέπεις το παιδί ετούτο που πεινάει και τρώει χώμα;»
Έσκυψε ντροπιασμένος το κεφάλι, πήρε δρόμο.
- Εγώ φταίω, εγώ, μουρμούριζε, εμείς φταίμε, οι άνθρωποι, και τρώει το παιδί ετούτο χώμα, όχι, δε φταις εσύ, Χριστέ μου, ήμαρτον!

Θυμήθηκε, κι η καρδιά του ράiσε, μια φορά που πήγε στην Πόλη, να προσκυνήσει

τον καινούριο Πατριάρχη· τον κάλεσε ένας παλιός φίλος του ραβίνος, αν θέλει, αν δεν το θεωρεί αμαρτία, να κοπιάσει στο σπίτι του, στην Οβραΐκή· γιόρταζαν την αρχιχρονιά  τους, και μερικοί Οβραίοι αρτίστες θα 'παιζαν ένα μικρό δραματικό έργο, σχετικό με τη μεγάλη γιορτή τους. Ο ραβίνος κάθισε δίπλα του και του ξηγούσε· κι απ' όλα που είδε κι άκουσε, στην Οβραίϊκη αυτή βραδιά, μερικά λόγια του καρφώθηκαν στη μνήμη, σα μαχαίρια κι από τότε έτρεχε η θύμηση του αίμα. Είχαν σκαρώσει μιαν πρόχειρη σκηνή στην κρεβατοκάμαρα του ραβίνου, τράβηξαν την αυλαία και πρόβαλε στη σκηνή ένας άντρας χλωμός, σκελεθρωμένος, και τραβούσε από το χέρι ένα παιδάκι. Πίσω από την αυλαία ακούγουνταν τραγούδια και γέλια, τ' αρχιχρονιάτικα τραπέζια ήταν στρωμένα κι οι άνθρωποι έτρωγαν κι έπιναν και γλεντούσαν. Μερικοί πλούσιοι κοιλαράδες που κάθουνταν στο βάθος της σκηνής σηκώθηκαν:
«Τα τραπέζια είναι στρωμένα» είπαν «πάμε να φάμε!». Έφυγαν, κι απόμειναν
ολομόναχοι ο χλωμός άνδρας με το παιδάκι του.
«Πάμε σπίτι, μπαμπάκα», παρακαλούσε το παιδί.
«Γιατί, παιδί μου; τι να κάμουμε;».
«Πεινώ, πάμε σπίτι να φάμε!».
«Ναι, ναι... Μα άκουσε, δαβάκι μου· δεν έχουμε στο σπίτι τίποτα να φάμε.»
«Ένα κομμάτι ψωμάκι».
«Μήτε ψίχουλο, δαβάκι μου».
Το παιδί σώπασε. Ο πατέρας του, του χάδεψε το κεφάλι, έσκυψε.
«Δαβάκι, ξέρεις τι γιορτή είναι σήμερα;».
«Ναί».
«Για πες μου, δαβάκι μου, τι κάμαμε σήμερα;».
«Προσευχηθήκαμε, πατέρα».
«Ναι, κι ο Θεός, βλογημένο τ' ονομά του, τι έκαμε;».
«Μας συχώρεσε τις αμαρτίες μας».
«Λοιπόν, δαβάκι μου, αφού ο Θεός συχώρεσε τις αμαρτίες μας, πρέπει να 'μαστε
χαρούμενοι, ε;».
Το παιδάκι σώπαινε.
 «Θυμάσαι, δαβάκι μου, πέρυσι που ζούσε η μαμά σου, τραγουδούσαμε τότε στο
τραπέζι μιαν καινούρια μελωδία, ένα τραγουδάκι το θυμάσαι;».
«Όχι».
«Να σου το θυμίσω εγώ τώρα. Μα τραγούδα κι εσύ μαζί μου...».
Κι ο άντρας άρχισε με σπαραχτικιά φωνή να τραγουδάει μια μελωδία. Μια
θλιμμένη, απελπισμένη μελωδία που ξέσκιζε την καρδιά του ανθρώπου. Και το παιδί τραγουδούσε κι αυτό μαζί του κι έκλαιε.

Ο παπα-Γιάνναρος σφούγγιξε τα μάτια του με αγανάχτηση. Κοίταξε γύρα του μήπως τον είδε κανένας. Κρατήθηκε· μα η μελωδία ετούτη σήμερα ακόμα, ύστερα από τόσα χρόνια, του ξέσκιζε την καρδιά του. Σα να 'σπαζε η φτενή κρούστα που σκεπάζει τα σπλάχνα του ανθρώπου, καμωμένη από τις καθημερινές έγνοιες και τις βολικές αναντρίες και τινάζουνταν, λευτερωμένη, η πλανταμένη ετούτη μελωδία, αβάσταχτη.
Ό,τι φοβερό ψυχανεμίζουνταν μέσα του, στα υπόγεια του σπλάχνου του, και δεν τολμούσε να το βγάλει στο φως και να το δει, η μελωδία ετούτη το λευτέρωσε, κι ο παπα-Γιάνναρος κοίταζε τα σωθικά του και τα σωθικά του κόσμου με φρίκη.
Γύρισε πίσω, πήρε πάλι το παιδί από το χέρι.
- Πάμε, παιδί μου, σπίτι, είπε, έχω ένα κομμάτι ψωμί, να σου το δώσω.
Το παιδί τινάχτηκε να γλιτώση από τη φούχτα του παπά.
- Δεν πεινώ, έφαγα, σου λέω... κι έβαλε τα κλάματα.
Ο παπα-Γιάνναρος στράφηκε αγριεμένος κατά την εκκλησιά:
- Πάω, έγρουξε, να καταγγείλω τον κόσμο στο Θεό!

..................................

Οι «Αδερφοφάδες» αναφέρονται στην αδελφοκτόνο σύγκρουση σε ένα χωριό κατά τον ελληνικό Εμφύλιο στα τέλη της δεκαετίας τού 1940.
Νίκος Καζαντζάκης  (18/2/1883-26/10/1957)

*Το ζήτημα της φτώχειας και της πείνας είναι απ’ αυτά που συγκλονίζουν πάντα -όχι όλους, ας πούμε- τους περισσότερους ανθρώπους.

Αυτό που είναι εντυπωσιακό, όμως, στα βιβλία του συγγραφέα είναι η διαφορά της γλώσσας στους δικούς του βαθυστόχαστους προβληματισμούς και στις αφηρημένες έννοιες και παράλληλα η ικανότητα αποτύπωσης και ζωντάνιας της καθομιλουμένης των λαϊκών ανθρώπων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου