Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2020

Αναγέννηση Renaissance

 bronze David, Donatello

φοιτητική εργασία της Ναυσικάς Αλειφέρη
για την ΕΠΟ 20

 
 
 
 
 
 
 
 
 
«Όταν το σκοτάδι υποχωρήσει οι επερχόμενες γενιές θα προσπαθήσουν ίσως να συνδεθούν και πάλι με την Αρχαιότητα και τη λάμψη της».[1] Τα προφητικά αυτά λόγια ανήκουν στον Λατίνο ποιητή Πετράρχη Φρανσέσκο (Petracha Francesco, 1304-1374)· μαρτυρούν αφενός ότι το ενδιαφέρον για την αρχαία γραμματεία (ελληνική, ρωμαϊκή, εβραϊκή) συνεχιζόταν αφετέρου ότι η ανάγκη για νέα πνευματικά έργα ισάξια των αρχαίων ήταν έκδηλη στον όψιμο Μεσαίωνα (τέλη 14ου αιώνα).[2] Η επιδημία πανώλης (1348-1355), οι μακροχρόνιοι πόλεμοι, οι πολιτειακές συγκρούσεις, η οικονομική κρίση, οι δοξασίες για επικείμενο φρικτό τέλος του κόσμου (έλευση του Αντίχριστου, τελική Κρίση, Κόλαση), η έξαρση της μοιρολατρικής αστρολογίας είχαν οδηγήσει τους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς σε πολιτισμική στασιμότητα και ψυχική απόγνωση. Η βούληση των Ουμανιστών ήταν η αποδόμηση με ορθολογιστικό τρόπο των ανθρώπινων φόβων και ενοχών τις οποίες καλλιεργούσε εν πολλοίς η Καθολική Εκκλησία. Υποστήριζαν ότι ο άνθρωπος με εφόδια την παιδεία-κουλτούρα, την επιστημοσύνη μπορούσε –και κυρίως είχε δικαίωμα– να καταξιωθεί και να ευτυχήσει στην επίγεια ζωή Ο συνδυασμός ορθολογικής σκέψης με αισιόδοξο "φιλοσοφημένο" τρόπο ζωής, που στο παρελθόν είχε δημιουργήσει λαμπρούς πολιτισμούς, αποτυπώθηκε στις εικαστικές τέχνες, Αρχιτεκτονική, Ζωγραφική, Γλυπτική και εκφράστηκε με τη Μουσική. Το νέο πολιτισμικό φαινόμενο ονομάστηκε Αναγέννηση.[3] Ο Ουμανισμός (Ανθρωπισμός) βρέθηκε σε αλληλεξάρτηση με την Αναγέννηση (1401-1525).[4]


Το palazzo σύμβολο της φλορεντικής κοσμικής αρχιτεκτονικής

«Ο Ρυθμός της Αναγέννησης δημιουργήθηκε για τους εμπόρους της Φλωρεντίας, τραπεζίτες των βασιλέων της Ευρώπης».[5] Αντιθέτως, ο Γοτθικός ρυθμός –είχε εμφανιστεί στη βόρεια Γαλλία τον 12ο αιώνα– ήταν κατά βάση θρησκευτικός και εκφράστηκε σε μεγαλοπρεπείς καθεδρικούς[6] ναούς. Ο πολιτισμός με την ευρεία έννοια ήταν εξαρτημένος από την Καθολική Εκκλησία και μάλιστα ορισμένοι επίσκοποι ήταν είτε φεουδάρχες είτε προέρχονταν από την τάξη των ευγενών.[7]
Το φεουδαρχικό σύστημα είχε ήδη παρακμάσει από τον 12ο αιώνα. Ανάμεσα στην παρακμάζουσα αριστοκρατία και την κατώτατη τάξη των αγροτών, μαστόρων είχε αναδυθεί η μεσαία (ανώτερη και κατώτερη) εύπορη τάξη των εμπόρων, επιτηδευματιών, τραπεζιτών, οικονομικών εμπειρογνωμόνων, νομικών συμβούλων. Ο ρόλος του γοτθικού καθεδρικού ναού –ο οποίος ήταν σχολείο, κέντρο  θρησκευτικής και κοινωνικής ζωής– διαμερίστηκε σε δικαστήρια, πανεπιστήμια, δημαρχεία, εργαστήρια καλλιτεχνών. Μετά τη μακρά περίοδο αναταραχών, στον όψιμο Μεσαίωνα υπάρχουν ενδείξεις  ανασυγκρότησης και ανάκαμψης. Η Γοτθική τέχνη επιχειρεί να ανταποκριθεί στις σύγχρονες απαιτήσεις των πολιτών. Η διακίνηση μέσω εμπορικών διεθνών οδών πνευματικών ιδεών, καλλιτεχνικών τεχνοτροπιών υποστηρίχθηκε από επιφανείς προσωπικότητες όπως ο Γερμανός πρίγκιπας Κάρολος Δ (1346-1378). Οι βασιλικές αυλές ήταν οι χρηματοδότες και οι διαμορφωτές του πολιτισμού. Η κοινή λατινική γλώσσα το κοινό γαλλοϊταλικό καλλιτεχνικό ύφος, η κοινή χριστιανική θρησκεία ήταν τα στοιχεία που ενοποίησαν πολιτισμικά περιοχές της Ευρώπης υπό τον Διεθνή Γοτθικό ρυθμό. Οι χώρες του Βορρά έμειναν πιστοί στον μεσαιωνικό (η Αναγέννηση αφορά μόνο τη ζωγραφική), η Ιταλία όχι.[8]

Παρασκευή 24 Ιουλίου 2020

1394 έτη μετά ο Ακάθιστος Ύμνος εψάλει...

ως επίκληση στην Παναγία, αυτή τη φορά στον Μητροπολιτικό Ναό της Αθήνας (24 Ιουλίου 2020)



Η Ιστορία προχωρά, προσπερνά, χαράσσει την πορεία της ‒δεν είναι ο στεγνός, άχρωμος δάσκαλος που τιμωρεί. Μάλλον είναι άστοχη η άποψη ότι ένα γεγονός, μία προσωπικότητα αλλάζει τον ρου της Ιστορίας, δεδομένου ότι πρόκειται για μακρά διαδοχή απρόβλεπτων γεγονότων. Μέσω των δυνάμει πολυάριθμων προοπτικών δεν είναι προβλέψιμη  η πορεία της Ιστορίας ή ο σκοπός της, αν μπορεί να γίνει λόγος για καθορισμένο σκοπό της Ιστορίας.  
Η μελέτη του παρελθόντος συμβάλει στον εντοπισμό διαφορετικών επιλογών στο παρόν αλλά και στην στην όσο το δυνατόν καλύτερη  κατανόηση των σύγχρονων πολιτικών τακτικών που ακολουθούνται προκειμένου να ολοκληρωθεί ένα μακροπρόθεσμο στρατηγικό σχέδιο.

Με αφορμή την απόφαση του Τούρκου πρωθυπουργού Ερντογάν Ρετζέπ Ταγίν για μετατροπή του χριστιανικού ναού της του Θεού Αγίας Σοφίας σε μουσουλμανικό τζαμί αναφέρω κάποια πραγματολογικά στοιχεία. Όχι γιατί υπερασπίζομαι την αναβίωση της Μεγάλης Ιδέας· στην Ισταμπούλ (πρώην Κωνσταντινούπολη) κατοικεί μεγάλος αριθμός μουσουλμάνων και οποιαδήποτε επιχείρηση

Τρίτη 21 Ιουλίου 2020

Τέχνη Μπαρόκ-Art Baroque

φοιτητική εργασία της Ναυσικάς Αλειφέρη
για την ΕΠΟ 20 του ΕΑΠ
Peter Paul Rubens, 1577-1640





Το κύρος της Ρωμαιοκαθολικής Eκκλησίας είχε πληγεί από τη διαμαρτυρία για τον τρόπο λειτουργίας της από τον κληρικό-θεολόγο Μαρτίνο Λούθηρο (1483-1546). Η αντεπίθεση της Εκκλησίας, που ήδη είχε ξεκινήσει με αλλαγές στους κόλπους της μετά την άλωση της Ρώμης (το 1527) από τον ισπανό λουθηρανό Κάρολο Ε΄, επικυρώθηκε στη Σύνοδο του Τρέντο (1545-1563). Έδωσε σαφείς οδηγίες στο πλαίσιο της Αντιμεταρρύθμισης στους καλλιτέχνες ώστε η απεικόνιση θρησκευτικών θεμάτων πιο συγκινησιακή. Κατά τον Ισπανό Ιγνάτιο Λογιόλα (1491-1556), ιδρυτή του Τάγματος των Ιησουιτών, ο ερεθισμός των αισθήσεων θα συνέβαλε στην πνευματική φώτιση των πιστών. Το καλλιτεχνικό ρεύμα Μπαρόκ (1600-1750) γεννήθηκε στη Ρώμη· στόχος του ήταν να εξάρει τον θρίαμβο του Καθολικισμού στην περίοδο που ο αιματηρός Τριακονταετής Πόλεμος (1618-1648) των Καθολικών με τους Προτεστάντες συγκλόνιζε την Ευρώπη.[1] Το Μπαρόκ εξαπλώθηκε στη Νότια Ευρώπη και έφτασε έως την Κεντρική και Νότια Αμερική που είχαν κατακτηθεί από την καθολική Ισπανική αυτοκρατορία. Σημαντικός αρχιτέκτονας της εποχής ο Μπερνίνι (Bernini Lorenzo, 1598-1680) απέδωσε εικαστικά τη μεγάλη αγκαλιά της Εκκλησίας: δύο τεράστιοι βραχίονες κιονοστοιχιών περιβάλλουν την οβάλ πλατεία που βρίσκεται μπροστά από την εκκλησία του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό. Η προπαγάνδα συνοψίζεται στα λόγια του Μπερνίνι: [οι βραχίονες] «αγκαλιάζουν τους καθολικούς για να ενδυναμώσουν την πίστη τους, τους αιρετικούς για να τους συμφιλιώσουν με την εκκλησία, και τους απίστους για να τους διδάξουν την πραγματική πίστη».[2] 



 
Blenheim Palace

Αρχιτεκτονική



Ο όρος Μπαρόκ, προέρχεται από την πορτογαλική λέξη barroco= παραμορφωμένο μαργαριτάρι. Οι κριτικοί τέχνης τον 17ο αιώνα έκριναν τα αρχιτεκτονήματα, που απομακρύνονταν από τους κανόνες της Κλασικής Αρχαιότητας, ως παράδοξα. Το 1764 ο Winckelmann στο βιβλίο του Ιστορία της Τέχνης της Αρχαιότητας αναφέρει ότι το Μπαρόκ