Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2015

ΝΑΥΣΙΚΑ

ΝΑΥΣΙΚΆΑ
PIERRE AUGUSTIN
APOLLONIS DE GIOVANNI (15oς αιώνας)

PIETER LASTMAN
















Ο πολύτλας δίος Οδυσσέας έφτασε ες Φαιήκων ανδρών δήμον τε πόλιν τε, μετά από αρκετές περιπέτειες. Την χώρα διοικούσε ο μεγαλήτωρ Αλκίνοος. Θυγατέρα του ήταν η Ναυσικάα, αθανάτησι φυήν και ειδός ομοίη. Η γλαυκώπις Αθηνά παρότρυνε την Ναυσικάα εύπεπλον να πάρει άμαξα και να πάει στο ποτάμι να πλύνει την εσθήτα φαεινήν -ζώστρα τε και πέπλους και ρήγεα σιγαλόεντα (ζεστούς χιτώνες, πέπλα και ρούχα ολόλαμπρα, χρωματιστά). Η Ναυσικά και οι αμφίπολοι (θεραπαινίδες) έφτασαν στο ποτάμι. Αφού έπλυναν τα ρούχα η λευκώλενος Ναυσικάα  άρχισε το τραγούδι ενώ οι κοπέλες έπαιζαν με τη σφαίρη. Εν τω μεταξύ ο Οδυσσέας ξύπνησε από τις φωνές των
γυναικών∙ πλησίασε προς το μέρος τους κρύβοντας τη γύμνια του με κλαδιά που είχαν φύλλα. Οι κοπέλες έφυγαν τρομαγμένες και μόνον η θυγατέρα του Αλκίνοου παρέμεινε, αφού η Αθηνά της έδωσε θάρρος.
Πλησιάζοντας τη Ναυσικά, είπε ο Οδυσσέας:
«Γουνούμαι σε άνασσα. Είσαι θνητή ή θεά μήπως; Αν είσαι μια από τις θεές που ζουν στον ουρανόν ευρύν λέω ότι στην ομορφιά μοιάζεις στην Άρτεμη Διός κούρη μεγάλοιο. Αν ανήκεις στους θνητούς τρις μάκαρες ο πατέρας και η πότνια μήτηρ και οι αδερφοί σου. Πόσο θα ευφραίνονται όταν σε βλέπουν να χορεύεις, τέτοιο βλαστάρι. Κάποτε στη Δήλο, δίπλα στον βωμό του Απόλλωνα, είδα να ψηλώνει φοίνικος νέον έρνος.
Ως σε γύναι με συνταράσσει δέος να ακουμπήσω τα γόνατά σου… Αλλά, ανάσσ’, ελέαιρε. Δείξε μου την πόλη και δώσ’ μου ένα κουρέλι να φορέσω.
Εύχομαι οι θεοί να σου δώσουν ότι αλήθεια λαχταράς. Άνδρα τε και οίκον και ομοφροσύνην. Επειδή δεν υπάρχει πιο ωραίο σε ένα σπίτι από το συνεννοούνται άνδρας και γυναίκα. Πολλά δεινά σε αυτούς που διαφωνούν. Πολλές χαρές σε αυτούς που αγαπιούνται∙ μάλιστα όνομα καλό έχουν στον κόσμο μόνον αυτοί».
Ναυσικά:
«Ξένε, δεν φαίνεσαι ασήμαντος και άφρων… Τώρα στην δική μας χώρα που βρέθηκες είσαι καλοδεχούμενος και ρούχο δεν θα σου λείψει ούτε και τίποτε άλλο από όσα αναλογούν σε έναν πολύπαθον ικέτη. Σε αυτή τη χώρα κατοικούν οι Φαίακες. Εγώ είμαι η κόρη του γενναίου Αλκίνοου, που κατέχει δύναμη και εξουσία».
Η Ναυσικά είπε στις φίλες της να δώσουν βρώσιν τε πόσιν τε στον Οδυσσέα. Μετά ο Οδυσσέας πλύθηκε στο ποτάμι και κάθισε στην παραλία αστράφτοντας κάλλει και χάρισι.
Η Ναυσικά τον θαύμαζε και είπε στις φίλες της:
«Ακούστε, αμφίπολοι λευκώλενοι, τι θα πω. Τέτοιος άνδρας δεν θα έσμιγε με τους όμοιους με θεούς Φαίακες, αν δεν ήταν ιδέα κάποιου θεού. Πριν νόμιζα ότι ήταν άσχημος. Τώρα φαίνεται ότι μοιάζει με ολύμπιος θεός. Μακάρι τέτοιον άντρα να παντρευτώ και να με πάρει σε άλλον τόπο ή να παραμείνει εδώ».
Στη συνέχεια επέστρεψαν όλοι στην πόλη των Φαιάκων. Ο Αλκίνοος αφού άκουσε τις περιπέτειες του Οδυσσέα τον βοήθησε να επιστρέψει στην χώρα του την Ιθάκη και στην αγαπημένη του Πηνελόπη.
Τα τελευταία λόγια προς τον Οδυσσέα τής από θεών από κάλλος έχουσα Ναυσικάς ήταν:
Χαίρε ξείν’, ίνα και ποτε εών εν πατρίδι γαίη, μνήση εμεύ, ότι μοι πρώτη ζωάγρι’ οφέλλεις. («χαίρε, ξένε σαν κάποτε φτάσεις στην πατρίδα σου να με θυμάσαι. Γιατί είμαι η πρώτη στην οποία την ζωή σου οφείλεις»).
Ο Οδυσσέας της απάντησε:

«Ναυσικάα θύγατερ, μεγαλήτορος Αλκινόοιο. Εύχομαι ο Δίας, να με βοηθήσει να επιστρέψω στην πατρίδα μου και νόστιμον ήμαρ ιδέσθαι. Υπόσχομαι, να αποδίδω τις προσευχές μου σε σένα σαν θεά για πάντα. Συ γαρ μ’ εβιώσαο, κούρη».



ROMARE BEARDEN 'BLACK ODYSSEY'

TISCHBEIN JHW

AΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΓΓΕΙΟ






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου